δέλεαρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.

Menander, Fragmenta, 499
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(δελέατος), το (AM [[δέλεαρ]])<br /><b>1.</b> το [[δόλωμα]]<br /><b>2.</b> το [[μέσο]] με το οποίο παρασύρεται [[κάποιος]] (α. «το [[δέλεαρ]] της εύκολης επιτυχίας» β. «ἡδονήν, μέγιστον κακοῡ [[δέλεαρ]]» — την [[ηδονή]], το πιο αποτελεσματικό [[μέσο]] για το [[κακό]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δέλεFαρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άλεFαρ</i>, <b>βλ.</b> <i>αλώ</i> και <i>άλευρον</i>). Αβέβαιης ετυμολ. Η [[υπόθεση]] ότι τα [[δέλεαρ]] και <i>βληρ</i> προέρχονται με [[ανομοίωση]] από <i>δέρεαρ</i> και <i>βρήρ</i> και συνδέονται με [[βιβρώσκω]], αρχ. άνω γερμ. <i>querdar</i> «[[δόλωμα]]» αίρεται από την ύπαρξη τών [[πείραρ]] και [[φρέαρ]] στα οποία δεν έχει γίνει η [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>-. Έτσι θεωρήθηκε προτιμότερη η [[σύνδεση]] με αρμ. <i>klanem</i>, αορ. <i>ekul</i> «[[καταπίνω]]», ρωσ. <i>glot</i> «[[γουλιά]], [[ρουφηξιά]]», λατ. <i>gula</i> «[[λάρυγγας]], [[φάρυγγας]]» και η [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[καταπίνω]]». Η [[σύνδεση]] εξάλλου με το [[δόλος]] οφείλεται πιθ. σε [[παρετυμολογία]]].
|mltxt=(δελέατος), το (AM [[δέλεαρ]])<br /><b>1.</b> το [[δόλωμα]]<br /><b>2.</b> το [[μέσο]] με το οποίο παρασύρεται [[κάποιος]] (α. «το [[δέλεαρ]] της εύκολης επιτυχίας» β. «ἡδονήν, μέγιστον κακοῡ [[δέλεαρ]]» — την [[ηδονή]], το πιο αποτελεσματικό [[μέσο]] για το [[κακό]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δέλεFαρ</i> ([[πρβλ]]. <i>άλεFαρ</i>, <b>βλ.</b> <i>αλώ</i> και <i>άλευρον</i>). Αβέβαιης ετυμολ. Η [[υπόθεση]] ότι τα [[δέλεαρ]] και <i>βληρ</i> προέρχονται με [[ανομοίωση]] από <i>δέρεαρ</i> και <i>βρήρ</i> και συνδέονται με [[βιβρώσκω]], αρχ. άνω γερμ. <i>querdar</i> «[[δόλωμα]]» αίρεται από την ύπαρξη τών [[πείραρ]] και [[φρέαρ]] στα οποία δεν έχει γίνει η [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>-. Έτσι θεωρήθηκε προτιμότερη η [[σύνδεση]] με αρμ. <i>klanem</i>, αορ. <i>ekul</i> «[[καταπίνω]]», ρωσ. <i>glot</i> «[[γουλιά]], [[ρουφηξιά]]», λατ. <i>gula</i> «[[λάρυγγας]], [[φάρυγγας]]» και η [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[καταπίνω]]». Η [[σύνδεση]] εξάλλου με το [[δόλος]] οφείλεται πιθ. σε [[παρετυμολογία]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέλεαρ Medium diacritics: δέλεαρ Low diacritics: δέλεαρ Capitals: ΔΕΛΕΑΡ
Transliteration A: délear Transliteration B: delear Transliteration C: delear Beta Code: de/lear

English (LSJ)

ατος, τό, Ep. δεῖλαρ (q.v.); Ep. gen. A δελείατος Numen. ap. Ath.7.305a; dat. pl. δελέασσιν Opp.H.3.437: contr. in dat. δέλητι Hsch.; neut. pl. δέλητα cj. in Theoc.21.10:—bait, X.Mem.2.1.4, Plb.15.21.6 (pl.): metaph., δ. τινος bait for a person, E.Andr.264, cf. Fr.981.5, Luc. Rh.Pr.25 (pl.), etc.; τιμαὶ γάρ, ἆθλα, δ. ἂ ὁ θεὸς ἔδωκεν ἀνθρώποις Antipho Soph.49: c. gen. rei, an incitement to... ἡδονὴ κακοῦ δέλεαρ Pl.Ti.69d, cf. J.Ap.2.39; δ. σοφίης Epigr.Gr.880.6 (Cyzicus).

German (Pape)

[Seite 544] ατος, dat. δέλητι Hesych.; vgl. δόλος; τό, Köder, Lockspeise; Xen. Mem. 2, 1, 4; Anreizung, Plat. Soph. 222 e; ἡδονὴ μέγιστον κακῶν δέλεαρ Tim. 69 d; σοῦ, für dich, Eur. Andr. 263; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δέλεαρ: -ατος, τό, Ἐπ. δεῖλαρ. Καλλ. Ἀποσπ. 478 (ἴδε δόλος)· - δόλωμα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· μεταφ., δ. τινος, δόλωμα διά τι πρόσωπον, Εὐρ. Ἀνδρ. 264· μετὰ γεν. πράγμ., δελεαστικὴ παρακίνησις εἰς…, ἡδονὴ κακοῦ δέλεαρ, τὸ τοῦ Κικέρωνος esca malorum, Πλάτ. Τίμ. 69D· δ. σοφίης Ἐπιγρ. Ἑλλ. 880. 6·- ἐν τῇ δοτ. ἐνίοτε συνῃρ. δέλητι, Ἡσύχ.· καὶ ὀλίγη ἀμφιβολία ὑπάρχει ὅτι δέλητα εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφὴ ἐν Θεοκρ. 21. 10· πρβλ. δελήτιον.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
appât, amorce ; fig. δέλεάρ τινος appât pour séduire qqn.
Étymologie: R. Δελ, tromper ; cf. δόλος = lat. dolus.

Spanish (DGE)

-ατος, τό
• Alolema(s): eol. βλῆρ Alc.404A
• Morfología: [gen. δελείατος Numen.Her.SHell.584.1; dat. δελῆτι Hsch.; plu. nom. δέλητα Theoc.21.10; dat. δελέασσιν Opp.H.3.437]
1 cebo (ζῷα) ἀγόμενα πρὸς τὸ δ. X.Mem.2.1.4, de peces, Arist.HA 534a12, 534b3, 5, Numen.Her.l.c., τὰ φυκιόεντα δέλητα Theoc.l.c., περὶ τὰ δελέατα καὶ τὰς ἄρκυς Plb.15.21.6, cf. Opp.l.c.
2 fig. cebo, medio de seducción γῆν δ. ἔχοντες E.Fr.981.5, δι' ἡδονῆς τὸ δ. πεποιημένον Pl.Sph.222e, cf. Plu.2.13a, Aristid.Quint.58.12, ἐπείρα ... τῆς διαφθορᾶς δ. Iambl.Fr.64, en plu., Antipho Soph.B 49, Luc.Rh.Pr.25, c. gen. τοιόνδ' ἔχω σου δ. tal es el cebo que tengo para seducirte E.Andr.264, δ. ... φρενῶν un cebo para mi mente E.IT 1181, ἡδονὴ κακοῦ δ. Pl.Ti.69d, cf. Longin.32.5, I.Ap.2.284, δ. σοφίης Epigr.Gr.880.6 (Cízico, imper.).
• Etimología: De *gel°H1°r neutr. en -r de una r. *gel°H1- ‘tragar’, ‘garganta’, que da lugar a aaa. kela, rus. głot, por disim. de g - H1 > g - H1, cf. tb. βλῆρ < βλῆϝαρ < *gleH1°r.

Greek Monolingual

(δελέατος), το (AM δέλεαρ)
1. το δόλωμα
2. το μέσο με το οποίο παρασύρεται κάποιος (α. «το δέλεαρ της εύκολης επιτυχίας» β. «ἡδονήν, μέγιστον κακοῡ δέλεαρ» — την ηδονή, το πιο αποτελεσματικό μέσο για το κακό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλεFαρ (πρβλ. άλεFαρ, βλ. αλώ και άλευρον). Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι τα δέλεαρ και βληρ προέρχονται με ανομοίωση από δέρεαρ και βρήρ και συνδέονται με βιβρώσκω, αρχ. άνω γερμ. querdar «δόλωμα» αίρεται από την ύπαρξη τών πείραρ και φρέαρ στα οποία δεν έχει γίνει η ανομοίωση του -ρ- σε -λ-. Έτσι θεωρήθηκε προτιμότερη η σύνδεση με αρμ. klanem, αορ. ekul «καταπίνω», ρωσ. glot «γουλιά, ρουφηξιά», λατ. gula «λάρυγγας, φάρυγγας» και η αναγωγή σε ρίζα gwel- «καταπίνω». Η σύνδεση εξάλλου με το δόλος οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία].

Greek Monotonic

δέλεαρ: -ατος, τό (βλ. δόλος), δόλωμα, σε Ξεν.· μεταφ., δ. τινος, δόλωμα, πρόκληση, θέλγητρο, ερέθισμα για έναν άνθρωπο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δέλεαρ: ᾰτος, дор. Theocr. ητος τό
1) приманка, наживка (θηρεύειν τοὺς νηρείτας εἰς τὸ δ. Arst.);
2) перен. приманка, соблазн (ἡδονή - μέγιστον κακοῦ δ. Plat.): τοιόνδ᾽ ἔχω σου δ. Eur. есть у меня средство склонить тебя; δ. τινι δέκα σπείρας ὑφεῖναι Plut. подослать к кому-л. десять когорт, чтобы поощрить его (к бою).

Frisk Etymological English

-ατος
Grammatical information: n.
Meaning: decoy (Ion.-Att.).
Other forms: Pl. also δέλευρα (s. below); pl. δείλατα.
Derivatives: Denomin. δελεάζω entice (Ion.-Att.) with δελέασμα (Ar.), δελεασμάτιον (Philox.), δελεασμός (Arist.) and the instr. names δελεάστρα baited trap (Cratin.), δελέαστρον id. (Nicoph.); with δελαστρεύς fisher with baited trap (Nic.; for *δελεα- metri causa, s. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 68). - With the same meaning δείλατα pl. (Call. Fr. 458), δελήτιον (Sophr.; δελῆτι δελέατι H.), δέλετρον (Numen. ap. Ath., Opp.; after the instr. names in -τρον), δέλος (PMagPar. 1, 939, Eust.; innov. after the neutres in -ος).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The plural δέλευρα (Ath.) suggests for δέλεαρ an original r-n-stem *δέλε-Ϝαρ; cf. ἄλευρα : *ἄλε-Ϝαρ. Twosyllabic δελε- also in δελήτιον < *δελεάτιον and in new δέλετρον (s. Chantr. Form. 332f.). Deviant only late δείλατα, which may derive from *δέλ-Ϝατα. Beside twosyll. δελε- we have βλη- in βλῆρ (Alc.), from *βλῆ-(Ϝ)αρ? or *βλέ-(Ϝ)αρ?; s. βλέτυες. -- One might suppose that δέλεαρ und βλῆρ originated frim dissimilation from *δέρεαρ and *βρῆρ, and connect βιβρώσκω (s. v.) and OHG querdar bait. One has also tried to connect δέλεαρ and βλῆρ with initial Labiovelar gu- with Arm. klanem, aor. ekul devour, with Russ. gɫotátь swallow, Lat. gula, gluttio devour. However, the word may well be non-IE; see the words cited.

Middle Liddell

[v. δόλος
a bait, Xen.: metaph., δ. τινος bait for a person, Eur.

Frisk Etymology German

δέλεαρ: -ατος
{délear, -atos}
Grammar: n.
Meaning: Köder, Lockspeise (ion. att.).
Derivative: Denominatives Verb δελεάζω ködern (ion. att.) mit δελέασμα (Ar.), δελεασμάτιον (Philox.), δελεασμός (Arist., A. D.) und den Nomina instrumenti δελεάστρα geköderte Falle (Kratin.), δελέαστρον ib. (Nikoph.); zu den letztgenannten δελαστρεύς Fischer mit Köderfalle (Nik.; für *δελεα- metri causa, vgl. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 68). — Daneben in derselben Bedeutung δείλατα pl. (Kall. Fr. 458), δελήτιον (Sophr.; δελῆτι· δελέατι H.), δέλετρον (Numen. ap. Ath., Opp.; nach den Nomina instr. auf -τρον), δέλος (PMagPar. 1, 939, Eust.; Neubildung nach den Neutra auf -ος).
Etymology : Der Plural δέλευρα (Ath.) läßt für δέλεαρ auf einen ursprünglichen r-n-Stamm *δέλεϝαρ schließen; vgl. ἄλευρα : *ἄλεϝαρ. Das zweisilbige δελε- liegt auch vor im Deminutivum δελήτιον aus *δελεάτιον (vgl. auch ἄλητος zu ἀλέω, das freilich auch anders erklärt werden kann) und in der Neubildung δέλετρον (vgl. Chantraine Formation 332f.); es könnte sich auch mit der späten Neubildung δέλος vertragen. Davon abweichend nur die späte Zurechtlegung δείλατα aus *δέλϝατα. Neben dem zweisilbigen δελε- steht regelrecht das einsilbige βλη- in βλῆρ (Alk.) aus *βλῆ-(ϝ)αρ bzw. *βλέ-(ϝ)αρ, s. βλέτυες. — Der an und für sich möglichen Annahme, δέλεαρ und βλῆρ seien durch Dissimilation aus *δέρεαρ und *βρῆρ entstanden und mit βιβρώσκω (s. d.), ahd. querdar Köder verwandt (J. Schmidt KZ 25, 153, Schulze Q. 102f.), stehen einerseits Fälle wie πεῖραρ, φρέαρ mit unterbliebener Dissimilation, anderseits βλωμός usw. (s. d.) entgegen. So bleiben δέλεαρ und Verwandte mit anlautendem Labiovelar g- besser bei arm. klanem, Aor. ekul verschlingen, wozu noch russ. gɫotátь schlucken, gɫot Schluck, lat. gula Schlund, gluttio verschlucken. Besonders für die lateinischen, aber auch für die armenischen und slavischen Wörter kommt indessen dabei auch der rein velare Anlaut in Betracht, der durch das Keltische und Germanische, z. B. air. gelid verzehrt, ahd. kela Kehle, sichergestellt ist. — Einzelheiten mit älterer und jüngerer Literatur bei Bq und W.-Hofmann s. vv.
Page 1,360-361

English (Woodhouse)

attraction, bait

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)