θοῦρος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=θοῦρος, -ον, θηλ. και θοῦρις (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[σφοδρός]], [[πολεμικός]]<br /><b>2.</b> (στην Ιλ.) [[επίθετο]] του θεού Άρεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θορ</i>-<i>Fος</i>, [[είτε]] απευθείας από τον αόρ. <i>θορ</i>-<i>είν</i> του [[θρώσκω]] [[είτε]] ως [[μεταπλασμός]] θ. σε -<i>υ</i>: <i>θόρ</i>-<i>υς</i> ([[πρβλ]]. [[μανός]] <span style="color: red;"><</span> <i>μαν</i>-<i>F</i>-<i>ός</i>, [[στενός]] <span style="color: red;"><</span> <i>στεν</i>- <i>Fός</i> <b>κ.ά.</b>). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το [[αθύρω]] «[[παίζω]], [[διασκεδάζω]], [[τραγουδώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θούριος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θουραίος]], [[θουράς]], [[θουρήεις]], [[θούρητρα]], <i>θουρίων</i>, [[θούρις]], [[θουρώ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:00, 13 June 2022
English (LSJ)
ον, (θρῴσκω)
A rushing, impetuous, furious, Hom. (only in Il.), as epithet of Ares, 15.127,al. (of the planet Mars, Doroth. ap. Heph.Astr.1.1); Τυφών A.Pr.356, cf. Fr.199; δόρυ E.Rh.492; ἀνὴρ Γαλάτης Eleg.Alex.Adesp.2.14:—fem. θοῦρις, ῐδος, ἡ, epithet of ἀλκή, Od.4.527, Il.7.164, al.; θοῦρις ἀσπίς, prob. the shield with which one rushes to the fight, 11.32; αἰγίς 15.308.
German (Pape)
[Seite 1215] (θορεῖν), anstürmend, anspringend; Ἄρης, der im Kriege auf den Feind muthig eindringt, Il 15, 127 u. öfter; Eur. Suppl. 579; Τυφών Aesch. Prom. 354; δόρυ Eur. Rhes. 492; Ap. Rh. 1, 466.
Greek (Liddell-Scott)
θοῦρος: ὁ, (√ΘΟΡ, θρώσκω), ὁρμητικός, μαινόμενος, πολεμικός, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν Ἰλ.), ὡς ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ο. 127, κτλ.· Τυφὼν Αἰσχύλ. Πρ. 354, πρβλ. Ἀποσπ. 196· δόρυ Εὐρ. Ρήσ. 492· - θηλ. θοῦρις, ῐδος, ἡ, τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον τοῦ ἀλκή, Ὀδ. Δ. 527, καὶ συχν. ἐν Ἰλ.· ὡσαύτως θοῦρις ἀσπίς, πιθν. ἡ ἀσπίς, μεθ’ ἧς ὁρμᾷ τις εἰς τὴν μάχην, Ἰλ. Λ. 32, Υ. 162.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’élance, impétueux.
Étymologie: R. Θορ, v. θρῴσκω.
English (Autenrieth)
and θοῦρις, ιδος (θρώσκω): impetuous, rushing.
Greek Monolingual
θοῦρος, -ον, θηλ. και θοῦρις (Α)
1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός
2. (στην Ιλ.) επίθετο του θεού Άρεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θορ-Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ-είν του θρώσκω είτε ως μεταπλασμός θ. σε -υ: θόρ-υς (πρβλ. μανός < μαν-F-ός, στενός < στεν- Fός κ.ά.). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αθύρω «παίζω, διασκεδάζω, τραγουδώ».
ΠΑΡ. θούριος
αρχ.
θουραίος, θουράς, θουρήεις, θούρητρα, θουρίων, θούρις, θουρώ].
Greek Monotonic
θοῦρος: ὁ (πρβλ. θρῴσκω), ορμητικός, βίαιος, παράφορος, άγριος, μαινόμενος, πολεμικός, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θοῦρος: θρῴσκω стремительный, неистовый, неукротимый (Ἄρης, ἀλκή Hom.; Τυφῶν Aesch.; δόρυ Eur.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: rushing, impetuous, furious (Il.),
Derivatives: θοῦρις, -ιδος f. (Hom., H.), θουράς (Nic., Lyc.; cf. Chantraine Formation 354f.); formal lengthening θούριος id. (trag.; Chantraine 37); also θουραῖος, θουρήεις a. o. (H.); denomin. ptc. pl. f. θουρῶσαι (θουράω) with acc. rushing towards (Lyc. 85).
Origin: IE [Indo-European] [256] *dʰerh₃- jump (on)
Etymology: From *θόρ-Ϝος, either directly from the aorist θορεῖν or as transformation of an u-stems *θόρ-υ-ς (cf. μανός < *μαν-Ϝ-ός, στενός < *στεν-Ϝ-ός a. o.); s. Bechtel Lex. s. v. - Not to ἀθύρω (s. v.) (Persson Stud. 59); or to θύω (Ehrlich KZ 39, 571).
Middle Liddell
θοῦρος, ὁ, [cf. θρώσκω
rushing, raging, impetuous, furious, Il., Aesch.
Frisk Etymology German
θοῦρος: {thoũros}
Forms: f. θοῦρις, -ιδος (Hom., H.), θουράς (Nik., Lyk.; vgl. Chantraine Formation 354f.);
Meaning: anstürmend, stürmisch, ungestüm (Il., Trag.),
Derivative: formale Erweiterung θούριος ib. (Trag.; Chantraine 37); auch θουραῖος, θουρήεις u. a. (H.); denominatives Ptz. pl. f. θουρῶσαι (θουράω) mit Akk. anstürmend an (Lyk. 85).
Etymology : Aus *θόρϝος, u. zw. entweder direkt vom Aorist θορεῖν oder als Umbildung eines u-Stamms *θόρυ-ς (vgl. μανός < *μανϝ-ός, στενός < *στενϝ-ός u. a.); vgl. Bechtel Lex. s. v. m. Lit. — Nach Anderen (seit Persson Stud. 59) zu ἀθύρω usw. (s. d.); wieder anders Ehrlich KZ 39, 571 (zu θύω, lat. febris usw.; vgl. W.-Hofmann s. v., WP. 1, 842).
Page 1,678