εὔθυμος: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
mNo edit summary |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὔθῡμος:'''<br /><b class="num">1)</b> благосклонный, доброжелательный ([[ἄναξ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> пребывающий в веселом настроении, радующийся, довольный (γὴρας Pind.; [[ἵππος]] Xen.; [[ψυχή]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> веселый, радостный ([[συμπόσιον]] Plat.): [[εὔθυμον]] τὸν χρόνον διάγειν Plut. весело проводить время. | |elrutext='''εὔθῡμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[благосклонный]], [[доброжелательный]] ([[ἄναξ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> пребывающий в веселом настроении, радующийся, довольный (γὴρας Pind.; [[ἵππος]] Xen.; [[ψυχή]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[веселый]], [[радостный]] ([[συμπόσιον]] Plat.): [[εὔθυμον]] τὸν χρόνον διάγειν Plut. весело проводить время. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 09:50, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, A kind, generous, ἄναξ Od.14.63. II cheerful, Democr.174, X.Cyr.6.4.13 (Comp.), Pl.Lg.792b; συμπόσια εὔθυμα Ion Eleg.1.14; φέρειν γῆρας εὔθυμον εἰς τελευτάν Pi.O.5.22; of horses, spirited, X.Eq.11.12 (Sup.); τὸ εὔθυμον = εὐθυμία, Plu.2.1106c, D.C.42.1. Adv. εὐθύμως = cheerfully, of a good mind, of a good humor, happily, serenely, Batr.159, A.Ag. 1592: Comp. εὐθυμότερον X.Cyr.2.2.27: Sup. εὐθυμότατα ib.3.3.12.
German (Pape)
[Seite 1070] wohlgesinnt, wohlwollend, Od. 14, 63. Gew. gutes Muthes, heiter, fröhlich, γῆρας Pind. Ol. 5, 22, ψυχή Plat. Legg. VII, 797 b; εὐθυμότεροι εἰς τὸν ἀγῶνα ἰέναι, freudigeres Muthes, Xen. Cyr. 6, 4, 13; auch von Pferden, de re equ. 10, 12; τὸ εὔθυμον, der Muth, D. Cass. 42, 1; – εὔθυμόν ἐστιν εὐτυχεῖς ναίειν δόμους, es ist behaglich, angenehm, Aesch. Suppl. 937. – Adv. εὐθύμως, freudig, heiter, κρεουργὸν ἦμαρ εὐθ. ἄγειν Aesch. Ag. 1574; εἰς τὸ χρεὼν ἀπιέναι Plat. Ax. 365 b; mit freudigem Muthe, τοὺς κινδύνους φέρειν Xen. Cyr. 8, 4, 14, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθῡμος: -ον, ἀγαθός, εὐμενής, ἄναξ Ὀδ. Ξ. 63. II. φαιδρός, πλήρης χαρᾶς, εὔθυμος, Πινδ. Ο. 5. 51, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 13, Πλάτ. Νόμ. 792B· συμπόσιον εὔθ. Ἴων 1. 14 Bgk., πρβλ. ἔκθυμος: - ἐπὶ ἵππων, θυμοειδής, Ξεν. Ἱππ. 11. 12: - τὸ εὔθυμον = εὐθυμία, Πλούτ. 2. 1106C, Δίων Κ. 21. 1 - Ἐπίρρ. -μως, μετ’ εὐθυμίας, φαιδρῶς, Βατραχομ. 159, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1592, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 12. - Συγκρ. -ότερον αὐτόθι 2. 2, 27: Ὑπερθ. -ότατα αὐτόθι 3. 3, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a bon cœur, généreux;
2 qui a bon courage, plein de courage, plein de confiance, d’ardeur ; τὸ εὔθυμον c. εὐθυμία;
Cp. εὐθυμότερος.
Étymologie: εὖ, θυμός.
English (Slater)
εὔθῡμος, -ον
1 cheerful φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν (O. 5.22)
English (Strong)
from εὖ and θυμός; in fine spirits, i.e. cheerful: of good cheer, the more cheerfully.
English (Thayer)
(εὐθύμως) adverb (Aeschylus, Xenophon, others), cheerfully: L T Tr WH, for εὐθυμότερον the more confidently.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔθυμος, -ον)
1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος
2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια»)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτος
μσν.
γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. αγαθός, ευμενής («εὔθυμος ἄναξ», Ομ. Οδ.)
2. (για ίππο) ο ζωηρός, ο θυμοειδής («εὐθυμότατοι ἵπποι και γοργότατοι», Ξεν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔθυμον
η ευθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θυμός «ψυχή»].
Greek Monotonic
εὔθῡμος: -ον, I. αγαθός, μεγαλόψυχος, ευμενής, σε Ομήρ. Οδ.
II. φαιδρός, γεμάτος χαρά, χαρωπός, εύθυμος, σε Ξεν.· λέγεται για άλογα, νευρώδης, ζωηρός, στον ίδ.· επίρρ. -μως, εύθυμα, φαιδρά, σε Αισχύλ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὔθῡμος:
1) благосклонный, доброжелательный (ἄναξ Hom.);
2) пребывающий в веселом настроении, радующийся, довольный (γὴρας Pind.; ἵππος Xen.; ψυχή Plat.);
3) веселый, радостный (συμπόσιον Plat.): εὔθυμον τὸν χρόνον διάγειν Plut. весело проводить время.
Middle Liddell
εὔ-θῡμος, ον
I. bountiful, generous, Od.
II. of good cheer, cheerful, in good spirits, Xen.:—of horses, spirited, Xen.;—adv. -μως, cheerfully, Aesch., Xen.
Chinese
原文音譯:eÜqumoj 由-替摩士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:好-感覺 似的
字義溯源:歡悅的,鼓起勇氣,樂意,放心;由(εὖ / εὖγε)=好)與(θυμός)=熱情)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善),而 (θυμός)出自(θύω / ἐπιθύω)*=獻祭)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 放心(1) 徒27:36;
2) 樂意(1) 徒24:10