θερισμός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θερισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[уборка]], [[жатва]] Polyb., NT;<br /><b class="num">2)</b> время жатвы NT. | |elrutext='''θερισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[уборка]], [[жатва]] Polyb., NT;<br /><b class="num">2)</b> [[время жатвы]] NT. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:10, 19 August 2022
English (LSJ)
ὁ, A mowing, reaping, X.Oec.18.3, PHib.1.90.5 (iii B.C.), PFlor.101.4 (i A.D.). II reaping-time, harvest, Eup.202, Plb.5.95.5, Ev.Matt.13.30, al. 2 harvest, crop, LXXLe.19.9, Ev.Matt. 9.37.
German (Pape)
[Seite 1201] ὁ, dasselbe, B. A. 99; Pol. 5, 95, 5 u. Sp. Attisch ist ἀμητός.
Greek (Liddell-Scott)
θερισμός: ὁ, = θέρισις, Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 11, Πολύβ. 5. 95, 5. ΙΙ. ὁ καιρὸς καθ’ ὃν θερίζουσι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 30, κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ σῖτος ὃν μέλλει νὰ θερίσῃ τις, ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι αὐτόθι Θ΄ 37.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 moisson;
2 temps de la moisson;
3 champ de blé.
Étymologie: θερίζω.
English (Strong)
from θερίζω; reaping, i.e. the crop: harvest.
English (Thayer)
θερισμοῦ, ὁ (θερίζω), harvest: equivalent to the act of reaping, ἐξηράνθη ὁ θερισμός, the crops are ripe for the harvest, i. e. the time is come to destroy the wicked, Sept. for קָצִיר rare in Greek writings, as Xenophon, oec. 18,3; Polybius 5,95, 5.)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θερισμός) θερίζω
1. η κοπή τών σιτηρών ή άλλων γεωργικών φυτών με δρεπάνι ή με θεριστικές μηχανές («θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσί πρὸς θερισμόν», ΚΔ.)
2. ο καιρός, η εποχή κατά την οποία θερίζουν
μσν.-αρχ.
συγκομιδή, σοδειά
αρχ.
το σιτάρι στον αγρό το οποίο πρόκειται κάποιος να θερίσει.
Greek Monotonic
θερισμός: ὁ (θερίζω),
1. η εποχή του θερισμού, θερισμός, δρεπάνισμα, σε Καινή Διαθήκη
2. σοδειά, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θερισμός: ὁ
1) уборка, жатва Polyb., NT;
2) время жатвы NT.
Middle Liddell
θερισμός, ὁ, θερίζω
1. reaping-time, harvest, NTest.
2. the harvest, crop, NTest.
Chinese
原文音譯:qerismÒj 帖里士摩士
詞類次數:名詞(13)
原文字根:溫暖(禮) 相當於: (קָצִיר)
字義溯源:收穫,收割,莊稼,收成;源自(θερίζω)=收割);而 (θερίζω)出自(θέρος)=熱,夏), (θέρος)又出自(θέρος)X*=加熱)。參讀 (θερίζω)同源字
出現次數:總共(13);太(6);可(1);路(3);約(2);啓(1)
譯字彙編:
1) 莊稼(6) 太9:38; 太9:38; 路10:2; 路10:2; 路10:2; 啓14:15;
2) 收割(3) 太13:30; 太13:39; 約4:35;
3) 收割了(1) 約4:35;
4) 收成(1) 可4:29;
5) 收割的(1) 太13:30;
6) 收的莊稼(1) 太9:37