σκάλλω: Difference between revisions
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
|||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=σκάβω, [[σκαλίζω]], τσαπίζω). Ἀπό τή ρίζα σκαλ-, ἀπό ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: [[σκαλμός]], [[σκάλοψ]], [[σκάλσις]], [[σκάλμη]], [[σκαλαθύρω]] (=[[σκάβω]]), [[σκαλεύς]], [[σκαλεύω]], [[σκαλίς]] (=[[σκαλιστήρι]]), [[σκαλίζω]], [[σκαλιδεύω]]. | |mantxt=(=[[σκάβω]], [[σκαλίζω]], τσαπίζω). Ἀπό τή ρίζα σκαλ-, ἀπό ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: [[σκαλμός]], [[σκάλοψ]], [[σκάλσις]], [[σκάλμη]], [[σκαλαθύρω]] (=[[σκάβω]]), [[σκαλεύς]], [[σκαλεύω]], [[σκαλίς]] (=[[σκαλιστήρι]]), [[σκαλίζω]], [[σκαλιδεύω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 November 2022
English (LSJ)
stir up, hoe, Hdt.2.14, Arist.Mir.837b22, cf. Thphr.HP2.7.5, etc.: metaph., search, probe, σ. τὸ πνεῦμά μου LXX Ps.76(77).7.
German (Pape)
[Seite 888] scharren, schüren, schürfen, graben, behacken; Her. 2, 14; Theophr. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
fouir, sarcler.
Étymologie: R. Σκαλ, creuser ; cf. lat. scalpo.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκάλλω poken in, omwoelen;. τὰς ῥῖνας in zijn neus peuteren Hp.
Russian (Dvoretsky)
σκάλλω: копать, рыть Her., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
σκάλλω: ἀνακινῶ, σκάπτω, Ἡρόδ. 2. 14· σκ. καὶ σκάπτειν Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5, κτλ.· - μεταφορ., ἀνερευνῶ, ἀναζητῶ, ἀναδιφῶ, σκ. τὸ πνεῦμά μου Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟϚ΄, 7). (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΛ παράγονται ὡσαύτως τὰ σκαλίς, σκαλεύς, σκαλεύω, σκαλίζω, σκαλιδεύω, σκαλαθύρω, σκαλοψ, σκάλμη· Ἀρχ. Γερμ. scar (Ἀγγλ. plough-share, τὸ ὑνίον)· -ἐκτεταμένος δὲ αὐτῆς τύπος εἶναι πιθανῶς ἡ √ΣΚΑΛΠ, ὅθεν τὸ σπάλαξ, ἀσπάλαξ· Λατ. scalp-o, talp-a (ἀντὶ stalpa). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκάλλοντες· σκάπτοντες».
Greek Monolingual
ΜΑ
σκάβω («σκαλλομένης τῆς περικειμένης γῆς», Γεωπ.)
αρχ.
μτφ. α) αναζητώ, ερευνώ («νυκτὸς μετὰ καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλον τὸ πνεῡμά μου», ΠΔ)
β) ενοχλώ ή ταράζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκάλλω (< σκαλ-jω) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα skl-jω της ΙΕ ρίζας (s)kel- «κόβω» και συνδέεται με λιθουαν. skeliu «σχίζω», αρχ. ισλανδ. skilja «χωρίζω», γερμ. schleiBen «σχίζω», schalen «ξεφλουδίζω», αγγλ. scale «λέπι, ξεφλουδίζω», shell «κέλυφος». Η ρίζα του ρ. σκάλλω έχει πολύ γενική σημ., από την οποία προήλθαν οι ποικίλες και διαφορετικές μεταξύ τους σημ. τών λέξεων της οικογένειας αυτής, και πρέπει να συνδεθεί με την ΙΕ ρίζα kel- (χωρίς αρκτικό s-) τών: κολάπτω, κόλος, κελεός, κλῶ. Με το ρ. σκάλλω συνδέονται, τέλος, και οι τ. σκαλμός, σκῶλος, σκόλοψ, σκύλλω.
Greek Monotonic
σκάλλω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., αναδεύω, σκαλίζω, σκάβω, σε Ηρόδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to hack, to scrape (Hdt., Arist., Thphr., LXX).
Other forms: only pres. a. ipf. (aor. ipv. περίσκαλον Gp.; correct?)
Compounds: Rarely w. δια- a. o. (partly controversial).
Derivatives: 1. σκαλ-ίς, -ίδος f. hack (Att. onscr. IVa, Str., J.) with -ιδεύω to hack (gloss.); 2. -σις f. the hacking (Thphr.); 3. -μός m. id. (pap. IIIp; on σκαλμός thole s. v.); 4. -ηνός (-ηνής) craggy, rough, uneven; of numbers odd, of triangles scalene, of cones slant (s. Mugler Dict. géom. 377; Democr. ap. Thphr., Hp., Pl., Arist. etc.; on the formation cf. γαληνός; s. also σκολιός) with -ηνία, -ηνόομαι (Plu.); 5. ἄ-σκαλος unhacked (Theoc.; prob. metri c. for ἀσκάλευτος). Secondary verbs: 1. σκαλ-εύω, aor. σκαλεῦσαι, also w. ἀνα-, ἐκ-, ὑπο- a. o. to hack, to scrape, to stir up (Hp., Ar., Arist. etc.) with several derivv.: σκαλ-εύς m. hack (X., Poll.; not with Bosshardt 54 from *σκαλή), -ευσις f. the scraping (Aq.), -ευμα n. scrapings (sch., H.), -ευθρον n. poker (Poll.; cf. Bechtel Dial. 1, 210), -εία f. the hacking (Gp. tit.). 2. σκαλ-ίζω (ἀ- σκάλλω) id. (Phryn.) with -ισμός m. the hacking (pap., Eun.), -ιστή-ριον n. hack (sch.). - On σκαλίας s.v.
Origin: IE [Indo-European] [923f.] *skel(H)- cut, split
Etymology: As zero grade yot-present σκάλλω can be formally identified with Lith. skiliù, inf. skìlti strike fire: IE *skl̥-i̯ō [but the accent shows that the root is disyllabic; s. bel.]. Semantically closer are the innovated nasalpresents skįlù (skylù) split off, get a tear and the full grade skeliù, skélti split, also strike fire (ùgnį) (from a stone), the last of which is also found in Germ., e.g. ONord. skilja separate, distinguish. Diff. again MLG schelen id. (PGm. *skelōn; type Lat. secāre), Arm. c'elum split (u-pesent; anlaut unclear), Hitt. iškallāi- split, tear apart (formation uncertain; s. Kronasser Etymologie $ 200 f., 214). -- The Greek derivv. go all back on ungeminated σκαλ-, which must not be old, but may have originated after σφαλ- (: σφάλλω), θαλ- (:θ άλλω) etc. Sophie Minon (RPh. LXXIV 282) reconstructs *skl̥h₁-ye/o-, assuming that the laryngeal disappeared in this position, after Pinault 1982, 265-272; cf. LIV 500. On σκαλαθύρω s.v. -- To the same formal system, but independent of σκάλλω, belong also σκαλμός thole, σκῶλος, σκόλοψ etc.; s. vv. A clear separation from the semant. cognate κολάπτω, κόλος, κλάω, κελεός etc. cannot be achieved; [not here σκύλλω]. -- The non-Greek formations are innumerable; on this WP. 2, 590ff., Pok. 923ff. w. rich lit.
Middle Liddell
σκάλλω, only in pres. and imperf.]
to stir up, hoe, Hdt.
{{FriskDe
|ftr=σκάλλω: {skállō}
Forms: nur Präs. u. Ipf. (Aor. Ipv. περίσκαλον Gp.; richtig?)
Grammar: v.
Meaning: hacken, scharren (Hdt., Arist., Thphr., LXX u. a.).
Composita: ganz vereinzelt m. δια- u. a. (z. T. strittig),
Derivative: Davon 1. σκαλίς, -ίδος f. Hacke (att. Inschr. IVa, Str., J.) mit -ιδεύω hacken (Gloss.); 2. -σις f. das Hacken (Thphr.); 3. -μός m. ib. (Pap. IIIp; zu σκαλμός Ruderpflock s. bes.); 4. -ηνός (-ηνής) schroff, rauh, uneben; von Zahlen ungerade, von Dreiecken ungleichschenklig, von Kegeln schief (s. Mugler Dict. géom. 377; Demokr. ap. Thphr., Hp., Pl., Arist. usw.; zur Bildung vgl. γαληνός; s. auch σκολιός) mit -ηνία, -ηνόομαι (Plu.); 5. ἄσκαλος ungehackt (Theok.; wohl metri c. für ἀσκάλευτος). Sekundäre Verba: 1. σκαλεύω, Aor. σκαλεῦσαι, auch m. ἀνα-, ἐκ-, ὑπο- u. a. hacken, scharren, aufrühren (Hp., Ar., Arist. usw.) mit mehreren Ablegern: σκαλεύς m. Hacken (X., Poll.; nicht mit Bosshardt 54 von *σκαλή), -ευσις f. das Scharren (Aq.), -ευμα n. das Aufgescharrte (Sch., H.), -ευθρον n. Schüreisen (Poll.; vgl. Bechtel Dial. 1, 210), -εία f. das Hacken (Gp. tit.). 2. σκαλίζω (ἀ- ~) ib. (Phryn.) mit -ισμός m. das Hacken (Pap., Eun.), -ιστήριον n. Hacke (Sch.). — Hierher auch σκαλίας m. [[Fruchthülle der κάκτος (Thphr.); vgl. z.B. ahd. scala Schale, Schote und Strömberg Theophrastea 166.
Etymology: Als schwundstufiges Jotpräsens läßt sich σκάλλω mit lit. skiliù, Inf. skìlti Feuer schlagen formal identifizieren: idg. *sql̥-i̯ō. Begrifflich näher kommen das neugebildete Nasalpräsens skįlù (skylù) ‘sich (ab)spalten, einen Riß bekommen’ und das hochstufige skeliù, skélti spalten, auch ‘(aus einem Stein) Feuer (ùgnį) schlagen’, welch letzteres sich auch im Germ. findet, z.B. anord. skilja ‘trennen, (unter)scheiden’. Wieder anders mnd. schelen ib. (urg. *skelōn; Typ lat. secāre), arm. c̣elum spalten (u-Präsens; Anlaut unklar), heth. iškallāi- schlitzen, zerreißen (Bildung mehrdeutig; s. Kronasser Etymologie ̨ 200 f., 214). — Die griech. Ableitungen gehen alle auf ungeminiertes σκαλ- zurück, das nicht alt zu sein braucht, sondern nach σφαλ- (: σφάλλω), θαλ- (:θ άλλω) usw. eingetreten sein kann. Durch Kombination mit ἀθύρω entstand σκαλαθύρω Euphemismus für futuo (Ar. Ek. 611) mit σκαλαθυρμάτια n. pl. Lappalien (Ar. Nu. 630); zum Komp.typus Schwyzer 645 m. A. 1. — Zum selben Formsystem, aber von σκάλλω unabhängig, gehören noch σκαλμός Ruderpflock, σκῶλος, σκόλοψ u.a.m.; s. bes. Eine reine Scheidung von den sinnverwandten κολάπτω, κόλος, κλάω, κελεός usw. läßt sich nicht durchführen; vgl. auch σκύλλω. —Die außergriech. Bildungen sind zahllos; darüber WP. 2, 590ff., Pok. 923ff. m. reicher Lit.
Page 2,715-716
}}
Mantoulidis Etymological
(=σκάβω, σκαλίζω, τσαπίζω). Ἀπό τή ρίζα σκαλ-, ἀπό ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: σκαλμός, σκάλοψ, σκάλσις, σκάλμη, σκαλαθύρω (=σκάβω), σκαλεύς, σκαλεύω, σκαλίς (=σκαλιστήρι), σκαλίζω, σκαλιδεύω.