ἀλεγεινός: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alegeinos | |Transliteration C=alegeinos | ||
|Beta Code=a)legeino/s | |Beta Code=a)legeino/s | ||
|Definition=ἀλεγεινή, ἀλεγεινόν, Ep. for [[ἀλγεινός]], [[causing pain]], [[grievous]], [[αἰχμή]], [[μάχη]], Il.5.658, 18.248; εἰρεσίη Od.10.78; μεριμνάματα Pi.''Fr.''277: c. inf., [[troublesome]], ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι Il.10.402: neut. as adverb | |Definition=ἀλεγεινή, ἀλεγεινόν, Ep. for [[ἀλγεινός]], [[causing pain]], [[grievous]], [[αἰχμή]], [[μάχη]], Il.5.658, 18.248; εἰρεσίη Od.10.78; μεριμνάματα Pi.''Fr.''277: c. inf., [[troublesome]], ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι Il.10.402: neut. as adverb [[ἀλεγεινὸν]] ἀλαστήσασα Call.''Del.''239. Regul. Adv. [[ἀλεγεινῶς]] = [[painfully]] Q.S.3.557. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 14:35, 21 September 2023
English (LSJ)
ἀλεγεινή, ἀλεγεινόν, Ep. for ἀλγεινός, causing pain, grievous, αἰχμή, μάχη, Il.5.658, 18.248; εἰρεσίη Od.10.78; μεριμνάματα Pi.Fr.277: c. inf., troublesome, ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι Il.10.402: neut. as adverb ἀλεγεινὸν ἀλαστήσασα Call.Del.239. Regul. Adv. ἀλεγεινῶς = painfully Q.S.3.557.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I que puede producir daño, peligroso, lleno de riesgos κύματα Il.24.8, ῥέεθρα Il.17.749, ἐφημοσύνη Od.12.226, νότοι Arat.291
•c. inf. (ἵπποι) ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι Il.10.402.
II 1que hace daño, dañino, pernicioso en sent. físico αἰχμή Il.5.658, Ἄρης Il.13.569, μάχη Il.18.248
•doloroso, torturante πυρή Il.4.99, νεύρων ἀλεγεινὰ πάθη Orph.L.291
•de esfuerzos físicos agotador πυγμαχίη Il.23.653, παλαισμοσύνη Il.23.701, Od.8.126, εἰρεσίη Od.10.78
•c. un abstr. que aporta dolor o sufrimiento ἀγγελίη Il.2.787, 18.17, μεριμνάματα Pi.Fr.223, ἀλεγεινὰ ... λίνα Μοιρῶν Orác. en ZPE 7.1971.199 (III d.C.)
•neutr. como adv. ἀλεγεινὸν ἀλαστήσασα Call.Del.239.
2 que trae consigo molestias o dificultades, molesto νηπιέη Il.9.491, ναυτιλίη A.R.4.191.
3 que trae funestas consecuencias, fatal de acciones y disposiciones anímicas κακορραφίη Il.15.16, Od.12.26, ὑπερβασίη Od.3.206, Hes.Fr.386, ἀγηνορίη Il.22.457, εἰκαιοσύνη Timo SHell.810, συνθεσίαι A.R.4.377, ὕβρις A.R.3.582.
III agudo, vivísimo de sensaciones ὀδύνη Il.11.398, μαχλοσύνη Il.24.30
•fig. τὸν δ' ἀλεγεινὰ παραβλήδην ἐνένιπεν Q.S.5.237.
IV adv. ἀλεγεινῶς = dolientemente ἀχνυμένη ἀ. Q.S.3.557.
German (Pape)
[Seite 91] ή, όν, = ἀλγεινός (ἀλέγω), schmerzhaft, Schmerz bereitend, Hom. ose, ἀγγελίῃ Iliad. 2, 787, πυρῆς 4, 99, αἰχμή 5, 658, νηπιέῃ 9, 491, ὀδύνη 11, 398, πνοιῇ Βορέω 14, 395, κακορραφίης 15, 16, ρέεθρα 17, 749, μάχης 18, 248, ἀγηνορίης 22, 457, πυγμαχίης 23, 653, παλαισμοσύνης 28, 701, κύματα 24, 8, μαχλοσύνην 24, 30, ὑπερβασίης Od. 3, 906, εὶρεσίης 10, 78, ἐφημοσύνης 12, 226, ρυστακτύος 18, 224; ἔνθα μάλιστα γίγνετ' Ἄρης ἀλεγεινὸς βροτοῖσιν Iliad. lg, 569; (ἵπποι) οἱ δ' ἀλεγεινοὶ ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ' ὀχέεσθαι, ἄλλῳ γ' ἤ Ἀχιλῆι Iliad. 10, 402; – μεριμνήματα Pind. frg. 245; κῆδος Ap. Rh. 3, 692; Agath. 1 (X, 68) ἄνδρες. – Adv. ἀχνύμενος ἀλεγεινῶς Qu. Sm. 3, 557.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
douloureux, pénible.
Étymologie: cf. ἀλγεινός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
ἀλεγεινός: (ᾰ)
1 Hom. = ἀλγεινός 1;
2 трудный: ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι Hom. кони, которых трудно укротить.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεγεινός: -ή, -όν, Ἐπ. ἀντὶ ἀλγεινός, ὀδυνηρός, θλιβερός, αἰχμή, μάχη, Ἰλ. Ε. 658., Σ. 248· εἰρεσίη, Ὀδ. Κ. 78· μεριμνάματα, Πινδ. Ἀποσπ. 245· μετ’ ἀπαρ., ὀχληρός, δύσκολος, ἵπποι ἀλεγεινοὶ ... δαμήμεναι, Ἰλ. Κ. 402. -Ἐπίρρ. -νῶς, Κόϊντ. Σμ. 3. 557.
English (Autenrieth)
(ἄλγος), comp. neut. ἄλγιον, sup. ἄλγιστος: painful, hard, toilsome; πυγμαχίη, κύματα, μαχλο- σύνη, ‘fraught with trouble,’ Il. 24.30; freq. w. inf., ἡμίονος ἀλγίστη δαμάσασθαι, Il. 23.655.—Adv. ἄλγιον, used in exclamations, τῷ δ' ἄλγιον, ‘so much the worse’ for him!
English (Slater)
ᾰλεγεινός distressing Κῆρες ὀλβοθρέμμονες μεριμναμάτων ἀλεγεινῶν fr. 277 ad fr. 223.
Greek Monolingual
ἀλεγεινός, -ή, -όν (Α)
(επικός τύπος του ἀλγεινός)
1. δύσκολος, επίπονος
2. οδυνηρός, πικρός
3. άθλιος, κακορίζικος.
Greek Monotonic
ἀλεγεινός: -ή, -όν, Επικ. αντί ἀλγεινός, σε Όμηρ.· με απαρ., ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι, δύσκολοι να δαμαστούν, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[epic for ἀλγεινός, Hom.]
c. inf., ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι hard to break, Il.