περιτροπέω: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περιτροπέω [περιτρέπω] ep. ptc. praes. περιτροπέων met acc. van alle kanten bijeendrijven:. τὰ μῆλα... πολλὰ περιτροπέοντες ἐλαύνομεν ze telkens bijeendrijvend dreven wij de schapen in groten getale weg Od. 9.465. intrans. ronddraaien:. εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτός het is het negende jaar dat verstrijkt Il. 2.295. | |elnltext=περιτροπέω [περιτρέπω] ep. ptc. praes. περιτροπέων met acc. van alle kanten bijeendrijven:. τὰ μῆλα... πολλὰ περιτροπέοντες ἐλαύνομεν ze telkens bijeendrijvend dreven wij de schapen in groten getale weg Od. 9.465. intrans. [[ronddraaien]]:. εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτός het is het negende jaar dat verstrijkt Il. 2.295. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιτροπέω:''' (только part. praes.) совершать обход, кружить: πολλὰ περιτροπέοντες Hom. совершая много обходов, т. е. сильно кружа; περιτροπέων φῦλ᾽ ἀνθρώπων HH вращаясь в кругу людей; εἴνατός ἐστι περιτροπέων [[ἐνιαυτός]] Hom. совершающий свое круговращение девятый год. | |elrutext='''περιτροπέω:''' (только part. praes.) [[совершать обход]], [[кружить]]: πολλὰ περιτροπέοντες Hom. совершая много обходов, т. е. сильно кружа; περιτροπέων φῦλ᾽ ἀνθρώπων HH вращаясь в кругу людей; εἴνατός ἐστι περιτροπέων [[ἐνιαυτός]] Hom. совершающий свое круговращение девятый год. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 16:47, 17 November 2024
English (LSJ)
Ion. and Ep. form of περιτρέπω:
I intr., περιτροπέων ἐνιαυτός a revolving year, Il.2.295.
II trans., turn from all sides to a centre, round up, drive in, πολλὰ [μῆλα] περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Od. 9.465; περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων shepherding them about, h.Merc. 542.
German (Pape)
[Seite 597] ep. Nebenform von περιτρέπω, intrans., sich im Kreise drehen, ἡμῖν δ' εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτὸς ἐνθάδε μιμνόντεσσι, Il. 2, 295, = περιπλόμενος, das neunte Jahr im Kreislaufe der Zeit umrollend; μῆλα πολλὰ περιτροπέοντες ἐλαύνομεν, Od. 9, 465, uns vielfach nach allen Seiten wendend, viele Umwege machend, trieben wir die Schaafe fort; u. so c. accus., περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων, sich nach allen Seiten hinwendend zu den Geschlechtern der Menschen, H. h. Merc. 542, u. einzeln bei sp. D., vgl. Lob. zu Phryn. 590.
French (Bailly abrégé)
περιτροπῶ :
seul. part. prés. περιτροπέων;
1 tourner tout autour, accomplir sa révolution en parl. du temps;
2 tourner en tous sens ou à travers, parcourir.
Étymologie: περίτροπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιτροπέω [περιτρέπω] ep. ptc. praes. περιτροπέων met acc. van alle kanten bijeendrijven:. τὰ μῆλα... πολλὰ περιτροπέοντες ἐλαύνομεν ze telkens bijeendrijvend dreven wij de schapen in groten getale weg Od. 9.465. intrans. ronddraaien:. εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτός het is het negende jaar dat verstrijkt Il. 2.295.
Russian (Dvoretsky)
περιτροπέω: (только part. praes.) совершать обход, кружить: πολλὰ περιτροπέοντες Hom. совершая много обходов, т. е. сильно кружа; περιτροπέων φῦλ᾽ ἀνθρώπων HH вращаясь в кругу людей; εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτός Hom. совершающий свое круговращение девятый год.
Greek (Liddell-Scott)
περιτροπέω: Ἰων. καὶ Ἐπικ. τύπος παράλληλος τῷ περιτρέπω· Ι. ἀμεταβ., περιτροπέων ἐνιαυτός, περοδικῶς ἐπανερχόμενος, Ἰλ. Β. 295. ΙΙ. μεταβ., τρέπω τι ἐκ τῶν πέριξ πρός τι κέντρον, περισυνάγω, πολλὰ [μῆλα] περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Ὀδ. Ι. 465· περιτροπέων φῦλ’ ἀνθρώπων, ἐλαύνων τῇδε κἀκεῖσε, περιπλέκων αὐτούς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 542· πρβλ. περιτροπάδην.
English (Autenrieth)
only part., intrans., revolving, Il. 2.295; turning often about, Od. 9.465.
Greek Monotonic
περιτροπέω: Επικ. τύπος του περιτρέπω·
I. αμτβ., περιτροπέων ἐνιαυτός, ανακυκλούμενος χρόνος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μτβ., συγκεντρώνω από παντού ολόγυρα, πολλὰ (μῆλα) περιτροπέοντες ἐλαύνομεν, σε Ομήρ. Οδ.· περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων, τους μπερδεύω, τους περιπλέκω, σε Ομήρ. Ύμν.
Middle Liddell
[epic form of περιτρέπω
I. intr., περιτροπέων ἐνιαυτός a revolving year, Il.
II. trans. to gather from all round, πολλὰ [μῆλα] περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Od.; περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων driving about, perplexing them, Hhymn.