ἀνίστημι: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνίστημι''': Α. ἐνεργ. ἐν τῷ ἐνεστ. [[ἀνίστημι]] (μεταγ. ἀνιστάω Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 61): παρατ. ἀνίστην: μέλλ. ἀναστήσω, ποιητ. ἀνστήσω: ἀόρ. α΄ ἀνέστησα, Ἐπ. ἄνστησα: πρκμ. ἀνέστακα Ἐπίκτ.: [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄ ἀνεστησάμην (ἴδε κατωτ. 1. 4, ΙΙΙ. 6). 1) [[κάμνω]] τινὰ νὰ σταθῇ [[ὄρθιος]], νὰ ἐγερθῇ, [[ἐγείρω]], γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη, ἐσήκωσε τὸν γέροντα λαβὼν αὐτὸν ἀπὸ τῆς χειρός, Ἰλ. Ω. 515, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 319· τί μ’ αὖ... ἐξ ἕδρας ἀνίστατε; Σοφ. Αἴ. 788· ἀν. τινὰ ἐκ τῆς κλίνης Πλάτ. Πρωτ. 317Ε· ὀρθὸν ἀν. τινὰ Ξεν. Ἀπομ. 1. 4, 11. 2) [[ἐγείρω]] τινὰ ἐκ τοῦ ὕπνου, [[ἐξεγείρω]], [[ἀφυπνίζω]], Ἰλ. Κ. 32, Ω. 551, 689, κτλ.· εἰς ἐκκλησίαν ἀν. τινὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 740· ἀν. τινὰ ὠμόϋπνον Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 8: μεταφ., ἀν. νόσον Σοφ. Τρ. 979. 3) [[ἐγείρω]] ἐκ νεκρῶν, [[οὐδέ]] μιν ἀνστήσεις Ἰλ. Ω. 551, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1361, Σοφ. Ἠλ. 139· ἐξ ἀθλιότητος ἢ δυστυχίας, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 276, πρβλ. Φ. 666· ἐκ τῆς δουλείας, Αἰσχίν. 6. 28: 4) μεθ’ Ὅμηρον, [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀνιδρύω]], [[ἀνεγείρω]], στήνω, στήλην Ἡρόδ. 2. 102· πύργον Ξεν. Κύρ. 7. 5, 12, κτλ.· τρόπαια Πλάτ. Τίμ. 25C· ἀνδριάντα ἐς Δελφοὺς παρὰ Δημ. 164. 21· [[οὕτως]], ἀν. τινὰ χρυσοῦν, χαλκοῦν (παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφεῦσιν ἱστάναι [[ἄνευ]] τῆς προθέσεως), ἀνεγείρειν χρυσοῦν ἢ χαλκοῦν ἀνδριάντα τινός, Πλούτ. 2. 170Ε, Βροῦτ. 1: ― οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄, ἀναστήσασθαι πόλιν, ἀνεγείρειν ἑαυτῷ πόλιν, Ἡρόδ. 1. 165· ἀνεστήσαντο δὲ βωμοὺς Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 199. β) [[κτίζω]] ἐκ νέου, ἀνοικοδομῶ, [[ἀνιδρύω]] [[πάλιν]], [[ἐπαναφέρω]], τείχη Δημ. 477. 23· μεταφ., θεῶν τιμὰς Εὐρ. Ἡρ. Μ. 852. 5) [[ἐγείρω]], στήνω, παρουσιάζω πρὸς πώλησιν, ἀνιστὰς δὲ κατὰ μίαν ἑκάστην [παρθένον] κήρυξ πωλέεσκε Ἡρόδ. 1. 196. ΙΙ. [[ἐγείρω]] εἰς ἐνέργειαν, [[διεγείρω]], ἀλλ’ ἴθι νῦν Αἴαντα... ἄνστησον Ἰλ. Κ. 176, πρβλ. 179., Ο. 64, κτλ.: [[μετὰ]] δοτ. προσ., [[διεγείρω]] τινὰ κατ’ ἄλλου, τούτῳ δὲ πρόμον ἄλλον ἀναστήσουσιν Ἰλ. Η. 116 (ἴδε κατωτέρ. Β. 1. 4): ― προσκαλῶ τινα εἰς τὰ ὅπλα καὶ [[συμπεριλαμβάνω]] αὐτὸν μετ’ ἐμοῦ εἰς τὸν πόλεμον, αὐτοί τε καὶ τῶν βαρβάρων πολλοὺς ἀναστήσαντες ἐστράτευσαν Θουκ. 2. 68, 96· [[διεγείρω]], πόλεμόν τινα βαρὺν καὶ ὅμορον ἀναστῆσαι ἐπ’ αὐτοὺς Πλουτ. Κορ. 21· καὶ ἀναστήσας ἦγε τὸν στρατόν, καὶ καλέσας τὸν στρατὸν εἰς τὰ ὅπλα ἦγεν αὐτόν, Θουκ. 4. 93, πρβλ. 112, κτλ. ΙΙΙ. [[κάμνω]] τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐγερθῶσι, [[διαλύω]] συνάθροισιν διὰ τῆς βίας, τοὺς μὲν ἀναστήσειεν «ἀναστάτους καὶ ἐν ταραχῇ ποιῆσαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 191· [[ἀλλά]], ἐκκλησίαν ἀναστῆναι σημαίνει: διακόπτειν τὴν συνεδρίαν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 42. 2) [[κάμνω]] τοὺς ἀνθρώπους νὰ μεταναστεύσωσιν, ἀναστάτους ποιῶ (ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. 2), [[ἔνθεν]] ἀναστήσας ἄγε Ὀδ. Ζ. 7· ἀνίστασαν τοὺς δήμους Ἡρόδ. 9. 73· Αἰγινήτας... ἐξ Αἰγίνης Θουκ. 2. 27· ἔτι, γαῖαν ἀναστήσειν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1349· οἴκους Πλουτ. Ποπλικ. 21· [[προσέτι]], ἀν. τινὰ ἐκ τῆς ἐργασίας Δημ. 270. 14, πρβλ. 313. 18· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. 2. 3) σηκώνω ἱκέτην παρακαθήμενον εἰς [[ἄγαλμα]] θεοῦ ἢ βωμόν, τούτους ἀνιστᾶσι μὲν οἱ πρυτάνιες Ἡρόδ. 5. 71, Θουκ. 137, κτλ. Ὡσαύτως, ἀν. [[στρατόπεδον]] ἐκ χώρας, σηκώνω τὸ [[στρατόπεδον]] ἐκ τῆς θέσεώς του, [[μεταστρατοπεδεύω]], Πολύβ. 29. 11, 10· τὰ πράγματα ἀνίστησί τινα Πλουτ. Ἀλκ. 31. 4) ἀν. ἐπὶ τὸ βῆμα, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἀναβῇ εἰς τὸ βῆμα, Πλούτ. 2. 784C, πρβλ. Κάμιλλ. 32. 5) ἐπὶ κυνηγῶν, [[ἐγείρω]], [[ἐξεγείρω]], σηκώνω τὸ «κυνῆγι», τὰς δὲ ὠτίδας, ἄν τις ταχὺ ἀνιστῇ, ἔστι λαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 1. 5, 3, πρβλ. Κύρ. 2. 4, 20, Κυν. 6. 23. 6) μάρτυρα ἀναστήσασθαί τινα, καλεῖν τινα εἰς μαρτυρίαν, Πλάτ. Νόμ. 937Α. IV. πρκμ. ἀνέστακα, μεταβ.: καὶ ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα Ἑβδ. (Βασιλ. Α΄, ιε΄, 12). Β. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἀνίσταμαι, -μην, ἐν τῷ μέλλ. ἀναστήσομαι, ἐν τῷ ἀορ. β΄ ἀνέστην, πρκμ. ἀνέστηκα, Ἀττ. ὑπερσ. ἀνεστήκη· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ. ἀορ. ἀνεστάθην (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2): ― σηκώνομαι, σηκώνομαι [[ὄρθιος]], [[κυρίως]] [[ὅπως]] ὁμιλήσω, τοῖσι δ’ ἀνέστη Ἰλ. Α. 68, 101, κτλ.· ἐν μέσσοισι Τ. 77· παρ’ Ἀττ. [[μετὰ]] μετοχ. μέλλ. ἀν. λέξων, κατηγορήσων, κτλ.· οὕτω μετ’ ἀπαρ., ἀνέστη μαντεύεσθαι Ὀδ. Υ. 380· κατὰ μετοχ., ἀναστὰς εἶπε Εὐρ. Ὀρ. 885· παραινέσεις ἐποιοῦντο... ἀνιστάμενοι Θουκ. 8. 76· [[ὡσαύτως]] ἐγείρομαι ἐκ τῆς θέσεώς μου εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ, Λατ. assuigere, θεοὶ δ’ ἅμα πάντες ἀνέσταν Ἰλ. Α. 533. 2) ἐγείρομαι ἐκ τῆς κλίνης, ἐξ εὐνῆς ἀναστᾶσα Ἰλ. Ξ. 336, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 124· [[εὐνῆθεν]] Ὀδ. Υ. 124· ὄρθρου ἀν. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 575· ὀψὲ Ἀριστοφ. Σφ. 217· ἀν. ἐκ κλίνης, [[μετὰ]] ἀσθένειαν, Ἀνδοκ. 9. 20: - ἀπολ., ἐγείρομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἡρόδ. 1. 31. 3) ἐγείρομαι ἐκ νεκρῶν, Ἰλ. Φ. 56, πρβλ. Ο. 287, Ἡρόδ. Γ. 62, Αἰσχύλ. Ἀγ. 569· παρὰ τῶν πλειόνων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1073. 4) ἐγείρομαι ἐξ ἀσθενείας, [[ἀναλαμβάνω]], ἐκ τῆς νούσου Ἡρόδ. 1. 22, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 195C· ἀπολ., Θουκ. 2. 49 5) ἐγείρομαι ὡς [[ὑπέρμαχος]] ἢ [[πρόμαχος]], Ἰλ. Ψ. 709· θανάτων δ’ ἐμᾷ χώρᾳ [[πύργος]] ἀνέστα ([[Οἰδίπους]]), Σοφ. Ο. Τ. 1201: ἐντεύθεν [[μετὰ]] δοτ., ἀνίσταμαι [ὡς ἀνταγωνιστὴς κατά τινος], Ἀγκαῖον δὲ πάλῃ [ἐνίκησα] Πλευρώνιον, ὅς μοι ἀνέστη Ἰλ. Ψ. 635· μή τίς τοι… [[ἄλλος]] ἀναστῇ Ὀδ. Σ. 334· Τυφῶνα θοῦρον πᾶσιν ὃς ἀνέστη θεοῖς (πρότερον ἐγράφ. ἀντέστη) Αἰσχύλ. Πρ. 354· ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. β) ἐγείρομαι, ἀνυψοῦμαι, [[πύργος]] ἀνέστα Εὐρ. Φοίν. 824, πρβλ. Πολύβ. 16. 1, 5· ἐπὶ ἀγαλμάτων ἢ ἀνδριάντων, κτλ.· ἀνιδρύομαι, Πλούτ. 2. 91Α, 198F: μεταφρ., μή τι ἐξ αὐτῶν ἀναστήῃ κακὸν Πίνδ. Π. 4. 276· [[πόλεμος]] Διον. Ἁλ. 3. 23. 7) καθίσταμαι, [[γίνομαι]], [[βασιλεύς]]· διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 3. 66. 8) ἐπὶ ποταμοῦ, [[πηγάζω]], ἐξ ὀρέων Πλουτ. Πομπ. 34. ΙΙ. ἐγείρομαι [[ὅπως]] ἀπέλθω, σηκώνομαι νὰ [[ὑπάγω]], «ξεκινῶ», εἰς Ἄργος Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 59, πρβλ. Θουκ. 1. 87., 7. 49, 50· ἀνίστατο εἰς οἴκημά τι ὡς λουσόμενος Πλάτ. Φαίδων 116Α, [[ἔνθα]] ἴδε Heind. 2) ἀναγκάζομαι νὰ μεταναστεύσω (ἀνωτ. Α. ΙΙΙ. 2), ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπὸ Θεσσαλῶν Θουκ. 1. 12, πρβλ. 8: - ἐν γένει, σηκώνομαι, [[ἀπέρχομαι]], ἐπὶ ἱκετῶν, ἀναστῆναι… ἀπὸ τοῦ βωμοῦ Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχ. 18. 7: - ἐπὶ χώρας, [[γίνομαι]] [[ἀνάστατος]], ἐρημοῦμαι, ἐν ἀνεστηκυίῃ τῇ χώρῃ Ἡρόδ. 5. 59· [[πόλις]]… πᾶσ’ ἀνέστηκεν δορὶ Εὐρ. Ἑκ. 494· ἡσυχάσασα ἡ Ἑλλὰς καὶ [[οὐκέτι]] ἀνισταμένη, μὴ ὑποκειμένη πλέον εἰς μεταναστάσεις, Θουκ. 1. 12· τὴν ἀσφάλειαν… περιείδετε ἀνασταθεῖσαν Δημ. 367. 20. 3) ἐπὶ δικαστηρίου, [[διακόπτω]] τὰς συνεδριάσεις, [[παύω]], [[ἐπειδὰν]] ἀναστῇ τὸ [[δικαστήριον]] Δημ. 585. 9. 4) ἐπὶ κυνηγίου, ἐξεγείρομαι, σηκώνομαι, καὶ τὰ ἀνιστάμενα θηρία ὑπεδέχοντο καὶ ἐδίωκον Ξεν. Κύρ. 2. 4. 20· ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙΙ. 5, καὶ πρβλ. [[ἀνάστατος]].
|lstext='''ἀνίστημι''': Α. ἐνεργ. ἐν τῷ ἐνεστ. [[ἀνίστημι]] (μεταγ. ἀνιστάω Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 61): παρατ. ἀνίστην: μέλλ. ἀναστήσω, ποιητ. ἀνστήσω: ἀόρ. α΄ ἀνέστησα, Ἐπ. ἄνστησα: πρκμ. ἀνέστακα Ἐπίκτ.: [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄ ἀνεστησάμην (ἴδε κατωτ. 1. 4, ΙΙΙ. 6). 1) [[κάμνω]] τινὰ νὰ σταθῇ [[ὄρθιος]], νὰ ἐγερθῇ, [[ἐγείρω]], γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη, ἐσήκωσε τὸν γέροντα λαβὼν αὐτὸν ἀπὸ τῆς χειρός, Ἰλ. Ω. 515, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 319· τί μ’ αὖ... ἐξ ἕδρας ἀνίστατε; Σοφ. Αἴ. 788· ἀν. τινὰ ἐκ τῆς κλίνης Πλάτ. Πρωτ. 317Ε· ὀρθὸν ἀν. τινὰ Ξεν. Ἀπομ. 1. 4, 11. 2) [[ἐγείρω]] τινὰ ἐκ τοῦ ὕπνου, [[ἐξεγείρω]], [[ἀφυπνίζω]], Ἰλ. Κ. 32, Ω. 551, 689, κτλ.· εἰς ἐκκλησίαν ἀν. τινὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 740· ἀν. τινὰ ὠμόϋπνον Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 8: μεταφ., ἀν. νόσον Σοφ. Τρ. 979. 3) [[ἐγείρω]] ἐκ νεκρῶν, [[οὐδέ]] μιν ἀνστήσεις Ἰλ. Ω. 551, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1361, Σοφ. Ἠλ. 139· ἐξ ἀθλιότητος ἢ δυστυχίας, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 276, πρβλ. Φ. 666· ἐκ τῆς δουλείας, Αἰσχίν. 6. 28: 4) μεθ’ Ὅμηρον, [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀνιδρύω]], [[ἀνεγείρω]], στήνω, στήλην Ἡρόδ. 2. 102· πύργον Ξεν. Κύρ. 7. 5, 12, κτλ.· τρόπαια Πλάτ. Τίμ. 25C· ἀνδριάντα ἐς Δελφοὺς παρὰ Δημ. 164. 21· [[οὕτως]], ἀν. τινὰ χρυσοῦν, χαλκοῦν (παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφεῦσιν ἱστάναι [[ἄνευ]] τῆς προθέσεως), ἀνεγείρειν χρυσοῦν ἢ χαλκοῦν ἀνδριάντα τινός, Πλούτ. 2. 170Ε, Βροῦτ. 1: ― οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄, ἀναστήσασθαι πόλιν, ἀνεγείρειν ἑαυτῷ πόλιν, Ἡρόδ. 1. 165· ἀνεστήσαντο δὲ βωμοὺς Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 199. β) [[κτίζω]] ἐκ νέου, ἀνοικοδομῶ, [[ἀνιδρύω]] [[πάλιν]], [[ἐπαναφέρω]], τείχη Δημ. 477. 23· μεταφ., θεῶν τιμὰς Εὐρ. Ἡρ. Μ. 852. 5) [[ἐγείρω]], στήνω, παρουσιάζω πρὸς πώλησιν, ἀνιστὰς δὲ κατὰ μίαν ἑκάστην [παρθένον] κήρυξ πωλέεσκε Ἡρόδ. 1. 196. ΙΙ. [[ἐγείρω]] εἰς ἐνέργειαν, [[διεγείρω]], ἀλλ’ ἴθι νῦν Αἴαντα... ἄνστησον Ἰλ. Κ. 176, πρβλ. 179., Ο. 64, κτλ.: [[μετὰ]] δοτ. προσ., [[διεγείρω]] τινὰ κατ’ ἄλλου, τούτῳ δὲ πρόμον ἄλλον ἀναστήσουσιν Ἰλ. Η. 116 (ἴδε κατωτέρ. Β. 1. 4): ― προσκαλῶ τινα εἰς τὰ ὅπλα καὶ [[συμπεριλαμβάνω]] αὐτὸν μετ’ ἐμοῦ εἰς τὸν πόλεμον, αὐτοί τε καὶ τῶν βαρβάρων πολλοὺς ἀναστήσαντες ἐστράτευσαν Θουκ. 2. 68, 96· [[διεγείρω]], πόλεμόν τινα βαρὺν καὶ ὅμορον ἀναστῆσαι ἐπ’ αὐτοὺς Πλουτ. Κορ. 21· καὶ ἀναστήσας ἦγε τὸν στρατόν, καὶ καλέσας τὸν στρατὸν εἰς τὰ ὅπλα ἦγεν αὐτόν, Θουκ. 4. 93, πρβλ. 112, κτλ. ΙΙΙ. [[κάμνω]] τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐγερθῶσι, [[διαλύω]] συνάθροισιν διὰ τῆς βίας, τοὺς μὲν ἀναστήσειεν «ἀναστάτους καὶ ἐν ταραχῇ ποιῆσαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 191· [[ἀλλά]], ἐκκλησίαν ἀναστῆναι σημαίνει: διακόπτειν τὴν συνεδρίαν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 42. 2) [[κάμνω]] τοὺς ἀνθρώπους νὰ μεταναστεύσωσιν, ἀναστάτους ποιῶ (ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. 2), [[ἔνθεν]] ἀναστήσας ἄγε Ὀδ. Ζ. 7· ἀνίστασαν τοὺς δήμους Ἡρόδ. 9. 73· Αἰγινήτας... ἐξ Αἰγίνης Θουκ. 2. 27· ἔτι, γαῖαν ἀναστήσειν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1349· οἴκους Πλουτ. Ποπλικ. 21· [[προσέτι]], ἀν. τινὰ ἐκ τῆς ἐργασίας Δημ. 270. 14, πρβλ. 313. 18· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. 2. 3) σηκώνω ἱκέτην παρακαθήμενον εἰς [[ἄγαλμα]] θεοῦ ἢ βωμόν, τούτους ἀνιστᾶσι μὲν οἱ πρυτάνιες Ἡρόδ. 5. 71, Θουκ. 137, κτλ. Ὡσαύτως, ἀν. [[στρατόπεδον]] ἐκ χώρας, σηκώνω τὸ [[στρατόπεδον]] ἐκ τῆς θέσεώς του, [[μεταστρατοπεδεύω]], Πολύβ. 29. 11, 10· τὰ πράγματα ἀνίστησί τινα Πλουτ. Ἀλκ. 31. 4) ἀν. ἐπὶ τὸ βῆμα, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἀναβῇ εἰς τὸ βῆμα, Πλούτ. 2. 784C, πρβλ. Κάμιλλ. 32. 5) ἐπὶ κυνηγῶν, [[ἐγείρω]], [[ἐξεγείρω]], σηκώνω τὸ «κυνῆγι», τὰς δὲ ὠτίδας, ἄν τις ταχὺ ἀνιστῇ, ἔστι λαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 1. 5, 3, πρβλ. Κύρ. 2. 4, 20, Κυν. 6. 23. 6) μάρτυρα ἀναστήσασθαί τινα, καλεῖν τινα εἰς μαρτυρίαν, Πλάτ. Νόμ. 937Α. IV. πρκμ. ἀνέστακα, μεταβ.: καὶ ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα Ἑβδ. (Βασιλ. Α΄, ιε΄, 12). Β. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἀνίσταμαι, -μην, ἐν τῷ μέλλ. ἀναστήσομαι, ἐν τῷ ἀορ. β΄ ἀνέστην, πρκμ. ἀνέστηκα, Ἀττ. ὑπερσ. ἀνεστήκη· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ. ἀορ. ἀνεστάθην (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2): ― σηκώνομαι, σηκώνομαι [[ὄρθιος]], [[κυρίως]] [[ὅπως]] ὁμιλήσω, τοῖσι δ’ ἀνέστη Ἰλ. Α. 68, 101, κτλ.· ἐν μέσσοισι Τ. 77· παρ’ Ἀττ. [[μετὰ]] μετοχ. μέλλ. ἀν. λέξων, κατηγορήσων, κτλ.· οὕτω μετ’ ἀπαρ., ἀνέστη μαντεύεσθαι Ὀδ. Υ. 380· κατὰ μετοχ., ἀναστὰς εἶπε Εὐρ. Ὀρ. 885· παραινέσεις ἐποιοῦντο... ἀνιστάμενοι Θουκ. 8. 76· [[ὡσαύτως]] ἐγείρομαι ἐκ τῆς θέσεώς μου εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ, Λατ. assuigere, θεοὶ δ’ ἅμα πάντες ἀνέσταν Ἰλ. Α. 533. 2) ἐγείρομαι ἐκ τῆς κλίνης, ἐξ εὐνῆς ἀναστᾶσα Ἰλ. Ξ. 336, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 124· [[εὐνῆθεν]] Ὀδ. Υ. 124· ὄρθρου ἀν. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 575· ὀψὲ Ἀριστοφ. Σφ. 217· ἀν. ἐκ κλίνης, [[μετὰ]] ἀσθένειαν, Ἀνδοκ. 9. 20: - ἀπολ., ἐγείρομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἡρόδ. 1. 31. 3) ἐγείρομαι ἐκ νεκρῶν, Ἰλ. Φ. 56, πρβλ. Ο. 287, Ἡρόδ. Γ. 62, Αἰσχύλ. Ἀγ. 569· παρὰ τῶν πλειόνων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1073. 4) ἐγείρομαι ἐξ ἀσθενείας, [[ἀναλαμβάνω]], ἐκ τῆς νούσου Ἡρόδ. 1. 22, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 195C· ἀπολ., Θουκ. 2. 49 5) ἐγείρομαι ὡς [[ὑπέρμαχος]] ἢ [[πρόμαχος]], Ἰλ. Ψ. 709· θανάτων δ’ ἐμᾷ χώρᾳ [[πύργος]] ἀνέστα ([[Οἰδίπους]]), Σοφ. Ο. Τ. 1201: ἐντεύθεν [[μετὰ]] δοτ., ἀνίσταμαι [ὡς ἀνταγωνιστὴς κατά τινος], Ἀγκαῖον δὲ πάλῃ [ἐνίκησα] Πλευρώνιον, ὅς μοι ἀνέστη Ἰλ. Ψ. 635· μή τίς τοι… [[ἄλλος]] ἀναστῇ Ὀδ. Σ. 334· Τυφῶνα θοῦρον πᾶσιν ὃς ἀνέστη θεοῖς (πρότερον ἐγράφ. ἀντέστη) Αἰσχύλ. Πρ. 354· ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. β) ἐγείρομαι, ἀνυψοῦμαι, [[πύργος]] ἀνέστα Εὐρ. Φοίν. 824, πρβλ. Πολύβ. 16. 1, 5· ἐπὶ ἀγαλμάτων ἢ ἀνδριάντων, κτλ.· ἀνιδρύομαι, Πλούτ. 2. 91Α, 198F: μεταφρ., μή τι ἐξ αὐτῶν ἀναστήῃ κακὸν Πίνδ. Π. 4. 276· [[πόλεμος]] Διον. Ἁλ. 3. 23. 7) καθίσταμαι, [[γίνομαι]], [[βασιλεύς]]· διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 3. 66. 8) ἐπὶ ποταμοῦ, [[πηγάζω]], ἐξ ὀρέων Πλουτ. Πομπ. 34. ΙΙ. ἐγείρομαι [[ὅπως]] ἀπέλθω, σηκώνομαι νὰ [[ὑπάγω]], «ξεκινῶ», εἰς Ἄργος Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 59, πρβλ. Θουκ. 1. 87., 7. 49, 50· ἀνίστατο εἰς οἴκημά τι ὡς λουσόμενος Πλάτ. Φαίδων 116Α, [[ἔνθα]] ἴδε Heind. 2) ἀναγκάζομαι νὰ μεταναστεύσω (ἀνωτ. Α. ΙΙΙ. 2), ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπὸ Θεσσαλῶν Θουκ. 1. 12, πρβλ. 8: - ἐν γένει, σηκώνομαι, [[ἀπέρχομαι]], ἐπὶ ἱκετῶν, ἀναστῆναι… ἀπὸ τοῦ βωμοῦ Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχ. 18. 7: - ἐπὶ χώρας, [[γίνομαι]] [[ἀνάστατος]], ἐρημοῦμαι, ἐν ἀνεστηκυίῃ τῇ χώρῃ Ἡρόδ. 5. 59· [[πόλις]]… πᾶσ’ ἀνέστηκεν δορὶ Εὐρ. Ἑκ. 494· ἡσυχάσασα ἡ Ἑλλὰς καὶ [[οὐκέτι]] ἀνισταμένη, μὴ ὑποκειμένη πλέον εἰς μεταναστάσεις, Θουκ. 1. 12· τὴν ἀσφάλειαν… περιείδετε ἀνασταθεῖσαν Δημ. 367. 20. 3) ἐπὶ δικαστηρίου, [[διακόπτω]] τὰς συνεδριάσεις, [[παύω]], [[ἐπειδὰν]] ἀναστῇ τὸ [[δικαστήριον]] Δημ. 585. 9. 4) ἐπὶ κυνηγίου, ἐξεγείρομαι, σηκώνομαι, καὶ τὰ ἀνιστάμενα θηρία ὑπεδέχοντο καὶ ἐδίωκον Ξεν. Κύρ. 2. 4. 20· ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙΙ. 5, καὶ πρβλ. [[ἀνάστατος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀνίστην, <i>f.</i> ἀναστήσω, <i>ao.</i> ἀνέστησα, <i>ao.2</i> ἀνέστην, <i>pf.</i> ἀνέστηκα;<br /><i>Pass. f.</i> ἀνασταθήσομαι, <i>ao.</i> ἀνεστάθην, <i>pf.</i> ἀνέστημαι;<br /><b>A.</b> <i>tr. (aux temps suiv. : prés., impf., fut. et ao. Act., fut. et ao. Moy.)</i>;<br /><b>I.</b> ([[ἀνά]] en haut);<br /><b>1</b> faire se lever : τινα χειρὸς [[ἀν]]. IL, χειρὸς [[ἀν]]. OD faire lever qqn en le tenant par la main ; τινα [[ἐξ]] ἕδρας SOPH faire lever qqn d’un siège ; <i>abs.</i> [[ἀν]]. τινα IL faire lever qqn;<br /><b>2</b> faire lever du lit;<br /><b>3</b> ressusciter;<br /><b>4</b> <i>fig.</i> relever, sauver (d’une situation misérable, de la servitude);<br /><b>5</b> faire lever (le gibier);<br /><b>6</b> lever (des armes, des troupes);<br /><b>7</b> <i>fig.</i> exciter : τινά τινι qqn contre un adversaire ; πόλεμον PLUT exciter une guerre;<br /><b>8</b> ériger, élever : πύργον une tour ; τινα χρυσοῦν <i>ou</i> [[χαλκοῦν]] PLUT élever à qqn une statue d’or <i>ou</i> d’airain ; <i>de même au Moy.</i> ἀναστήσασθαι πόλιν HDT se bâtir une ville;<br /><b>9</b> faire monter : ἐπὶ τὸ [[βῆμα]] PLUT à la tribune;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]] de nouveau) relever, restaurer, rebâtir;<br /><b>III.</b> ([[ἀνά]] en arrière);<br /><b>1</b> faire se lever et s’éloigner ; faire émigrer, transporter (un peuple) hors de (son pays);<br /><b>2</b> remettre, différer : ἐκκλησίαν ἀναστῆσαι XÉN ajourner une assemblée;<br /><b>B.</b> <i>intr. (aux temps suiv. : Act. ao.2, pf., pqp. ; Moy. prés., impf., fut. et ao.2)</i>;<br /><b>I.</b> ([[ἀνά]] en haut);<br /><b>1</b> se lever : [[ἐξ]] ἕδρης IL de son siège ; ἀπ’ ἀκμοθέτοιο ἀνέστη IL (Héphaïstos) se leva et s’éloigna du billot qui portait l’enclume ; ἐπὶ [[δόρπον]] OD se lever (et quitter le tribunal) pour aller prendre le repas du soir ; se lever pour parler ; avec un inf. ἀνέστη μαντεύεσθαι OD il se leva pour faire une prédiction ; se lever comme champion : τινι IL pour lutter contre qqn ; [[ἀν]]. [[ἐξ]] εὐνῆς IL <i>ou</i> [[εὐνῆθεν]] OD <i>ou abs.</i> se lever, sortir du lit ; <i>p. anal.</i> revenir des enfers, IL ; ressusciter HDT ; <i>de même</i> [[ἀν]]. [[ἐκ]] νόσου HDT <i>ou abs.</i> relever de maladie;<br /><b>2</b> s’élever, se dresser;<br /><b>3</b> sourdre, jaillir : [[ἀν]]. [[ἐξ]] ὄρους PLUT prendre sa source dans une montagne;<br /><b>4</b> <i>fig.</i> surgir, se produire <i>en parl. d’événements</i>;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]] en arrière) partir : [[εἰς]] [[οἴκημα]] PLAT pour aller dans une maison ; être forcé d’émigrer : ἀναστῆναι [[ὑπό]] τινος THC être forcé par qqn de quitter son pays ; [[χώρη]] ἀνεστηκυῖα HDT pays dépeuplé par une émigration ; [[πόλις]] ἀνέστηκεν [[δορί]] EUR la ville est dévastée par la lance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἵστημι]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνίστημι Medium diacritics: ἀνίστημι Low diacritics: ανίστημι Capitals: ΑΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: anístēmi Transliteration B: anistēmi Transliteration C: anistimi Beta Code: a)ni/sthmi

English (LSJ)

   A causal in pres. ἀνίστημι (later ἀνιστάω S.E.M. 9.61): impf. ἀνίστην: fut. ἀναστήσω, poet. ἀνστήσω: aor. 1 ἀνέστησα, Ep. ἄνστησα, Aeol. 3pl. ὄστασαν Hsch.: pf. ἀνέστακα LXX 1 Ki.15.12, Arr.Epict.1.4.30: also in aor. 1 Med. ἀνεστησάμην (v. infr. 1.5, 111.6).    I make to stand up, raise up, γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη he raised the old man up by his hand, Il.24.515, cf. Od.14.319; τί μ' αὖ . . ἐξ ἑδρας ἀνίστατε; S.Aj.788; ἀ. τινὰ ἐκ τῆς κλίνης Pl.Prt.317e; ὀρθὸν ἀ. τινά X.Mem.1.4.11; ἀπὸ τοῦ καθαρμοῦ τινα D.18.259.    2 raisefrom sleep, wake up, Il.10.32, etc.; εἰς ἐκκλησίαν ἀ. τινά Ar.Ec.740; ἀ. τινὰ ὠμόϋπνον Eup.305: metaph., ἀ. νόσον S.Tr.979.    3 raise from the dead, οὐδέ μιν ἀνστήσεις Il.24.551, cf. A.Ag.1361, S.El.139; from misery or misfortune, Id.Ph.666, Aeschin.1.67.    4 produce a witness, etc. (cf. 111.6), προφήτην ὑμῖν ἀ. ὁ Θεός Act.Ap.3.22, al.    5 after Hom., also of things, set up, build, στήλας v.l. in Hdt.2.102; πύργους X.Cyr.7.5.12, etc.; τρόπαια Διί E.Ph.572; ἀνδριάντα ἐς Δελφούς Philipp. ap. D.12.21; so ἀ. τινὰ χρυσοῦν, χαλκοῦν (in pure Attic ἱστάναι), set up a golden, brazen statue of him, Plu.2.170e, Brut.1 (Pass., v. infr. B):—so in aor. 1 Med., ἀναστήσασθαι πόλιν build oneself a city, Hdt.1.165; ἀνεστήσαντο δὲ βωμούς they set them up altars, Call.Dian.199.    b build up again, restore, τείχη D.20.68: metaph., θεῶν τιμάς E.HF852.    6 put up for sale, Hdt.1.196.    II rouse to action, stir up, ἀλλ' ἴθι νῦν Αἴαντα . . ἄνστησον Il.10.176, cf. 179, 15.64, etc.: c. dat. pers., raise up against another, τούτῳ δὲ πρόμον ἄλλον ἀναστήσουσιν ib.7.116 (v. infr. B. 1.5): rouse to arms, raise troops, Th.2.68,96; ἀ. πόλεμον ἐπί τινα Plu.Cor.21; ἀναστήσας ἦγε στρατόν he called up his troops and marched them, Th.4.93, cf. 112, etc.    III make people rise, break up an assembly by force, Il.1.191; but ἐκκλησίαν ἀναστῆσαι adjourn it, X.HG2.4.42.    2 make people emigrate, transplant (cf. infr. B. 11.2), ἔνθεν ἀναστήσας ἄγε Od.6.7; ἀνίστασαν τοὺς δήμους Hdt.9.73; Αἰγινήτας ἐξ Αἰγίνης Th.2.27; even γαῖαν ἀναστήσειν A.R.1.1349; οἴκους Plu.Publ.21; also ἀ. τινὰ ἐκ τῆς ἐργασίας D.18.129.    3 make suppliants rise and leave sanctuary, Hdt.5.71, Th.1.137, S.OC276, etc.: also ἀ. στρατόπεδον ἐκ χώρας make an army decamp, Plb.29.27.10; τὰ πράγματα ἀνίστησί τινα Plu.Alc. 31.    4 ἀ. ἐπὶ τὸ βῆμα make to ascend the tribune, Id.2.784c, cf. Cam.32.    5 of sportsmen, put up game, X.An.1.5.3, cf. Cyr.2.4.20 (Pass.), Cyn.6.23, D.Chr.2.2.    6 μάρτυρα ἀναστής ασθαί τινα call him as one's witness, Pl.Lg.937a.    B intr. in pres. and impf. ἀνίσταμαι, -μην, in fut. ἀναστήσομαι, in aor. 2 ἀνέστην (but ἀναστῶ, for ἀναστήσω, Crates Com.4D.), imper. ἄστηθι (for ἄν-στηθι) Herod.8.1, part. ἀστάς IG4.951.112 (Epid.): pf. ἀνέστηκα, Att. plpf. ἀνεστήκη; also pf. ἀνεστέασι Hdt.3.62: aor. Pass. ἀνεστάθην, Aeol. part. ὀσταθείς Hsch.:—stand up, rise, esp. to speak, τοῖσι δ' ἀνέστη Il.1.68,101, etc.; ἐν μέσσοισι 19.77: in Att. c. fut. part., ἀ. λέξων, κατηγορήσων, etc.: so c. inf., ἀνέστη μαντεύεσθαι Od.20.380: in part., ἀναστὰς εἶπε E.Or.885; παραινέσεις ἐποιοῦντο ἐν σφίσιν αὐτοῖς ἀνιστάμενοι Th.8.76; also, rise from one's seat as a mark of respect, θεοὶ δ' ἅμα πάντες ἀνέσταν Il.1.533; ἀπὸ βωμοῦ (cf. A. 111.3) Aeschin.1.84.    2 rise from bed or sleep, ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα Il.14.336, cf. A.Eu.124; εὐνῆθεν Od.20.124; ὄρθρου ἀ. Hes. Op.577; ὀψέ Ar.V.217; οὐδ' ἀνιστάμην ἐκ κλίνης, of a sick person, And.1.64: abs., rise from sleep, Hdt.1.31.    3 rise from the dead, Il.21.56, cf. 15.287, Hdt.3.62, A.Ag.569; παρὰ τῶν πλειόνων Ar.Ec. 1073.    4 rise from an illness, recover, ἐκ τῆς νούσου Hdt.1.22, cf. Pl.La.195c: abs., Th.2.49.    5 rise as a champion, Il.23.709; θανάτων χώρᾳ πύργος ἀνέστα [Oedipus] S.OT1201: hence c. dat., stand up [to fight against . .], Ἀγκαῖον... ὅς μοι ἀνέστη Il.23.635; μή τίς τοι . . ἄλλος ἀναστῇ Od.18.334; Τυφῶνα θοῦρον πᾶσιν ὃς ἀνέστη θεοῖς A.Pr.354 codd.; v. supr. A.11.    6 rise up, rear itself, πύργοι E.Ph. 824 (lyr.), cf. Plb.16.1.5; of statues, etc., to be set up, Plu.2.91a, 198f: metaph., μή τι ἐξ αὐτῶν ἀναστήῃ κακόν Pi.P.4.155; πόλεμος D.H.3.23; θορύβου ἀναστάντος App.BC1.56.    7 to be set up, βασιλεύς as king, Hdt.3.66 codd.    8 of a river, rise, ἐξ ὀρέων Plu.Pomp.34.    9 pf. part., γῆ γηλόφοισιν ἀνεστηκυῖα Arr.Ind.4.7: metaph., lofty, ἀ. τὴν ψυχὴν γενόμενος Eun.Hist.p.233 D.    II rise to go, set out, go away, εἰς Ἄργος E.Heracl.59, cf. Th.1.87, 7.49,50; ἀνίστατο εἰς οἴκημά τι ὡς λουσόμενος Pl.Phd.116a.    2 to be compelled to migrate (supr. A. 111.2), ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπὸ Θεσσαλῶν Th.1.12, cf. 8: of a country, to be depopulated, χώρα ἀνεστηκυῖα Hdt.5.29; πόλις . . πᾶσ' ἀνέστηκεν δορί E.Hec.494; ἡσυχάσασα ἡ Ἑλλὰς καὶ οὐκέτι ἀνισταμένη no longer subject to migration, Th.1.12; τὴν ἀσφάλειαν . . περιείδετ' ἀνασταθεῖσαν D.19.84.    3 of a law-court, rise, Id.21.221.    4 cease, οὐκ, ἀνέστη ἕως ἐνίκησε σκορπίσαι Psalm.Solom.4.13.

German (Pape)

[Seite 238] (s. ἵστημι), I. Trans., praes., impf., fut., aor. I., machen, daß Einer aufsteht, aufstehen heißen, vom Sitze, Od. 7, 163. 170; Soph. O. C. 277; ἐξ ἕδρας Ai. 775; ἐκ τῆς κλίνης Plat. Prot. 317 e; im Ggstz von καταβάλλω, also aufrichten, Charm. 155 b; ἐκ τῆς καθέδρας Pol. 13, 7. Vom Schlafe, also erwecken, Il. 24, 689; auch bei Attikern, obgleich Thom. Mag, u. Ammon. ἐγείρειν vorziehen; im Gegensatz von κατακοιμίζειν Xen. Cyr. 8, 8, 20; Todte erwecken, Il. 24, 551. 756; θανόντα Aesch. Ag. 1334; τεθνεῶτας Xen. Cyn. 1, 6. Bei Hom. oft zur Thätigkeit anregen, anfeuern, Il. 10, 176. 15, 64; τινί, gegen Jemand. 7, 116; auch zur Empörung aufwiegeln, 1, 191 (?). Auch bei Att., τοὺς Θρᾷκας, sie zum Kriege aufbieten, Thuc. 2, 96; ἐκ τῆς ἐνέδρας Xen. Cyr. 5, 4, 4; στόλον Aesch. Suppl. 319; στρατόπεδον, aufbrechen, Pol. 29, 11; dgl. Plut. Cam. 29 Fab. M. 6; πόλεμον ἐπί τινα Coriol. 21; ἐκκλησίαν, die Versammlung aufheben, entlassen, Xen. Hell. 2, 4, 42. – Ein Volk aus einem Lande in's andere verpflanzen, eigtl. machen, daß es sich erhebt und seine Wohnsitze verläßt, Od. 6, 7; δήμους Her. 9, 73; vgl. 5, 71. Gew. πόλιν, eine Stadt durch Wegführung der Einwohner in die Gefangenschaft veröden (s. ανάστατος), Ἐρετριέας ἐκ τῆς χώρας Plut. Pericl. 23; auch Thiere aufjagen, aufscheuchen, λαγώ Xen. Cyn. 6, 23; ὠτί δας An. 1, 5, 3, wo nichts zu ändern; – aufrichten, γέροντα χειρὸς ἀνίστη Il. 24, 515; Od. 14, 319; vgl. οἱ θεοὶ ἄνθρωπον ὀρθὸν ἀνέστησαν Xen. Mem. 1, 4, 11; auch übertr., die Niedergeschlagenen aufrichten; ἀνιστάναι τινὰ χρυσοῦν, eine goldene Bildsäule Jemandes errichten, Plut. Brut. 1 De superst. 10. – Von Sachen, σκηνάς Eur. Ion 1119; τρόπαια Plat. Tim. 25 c; Eur. Phoen. 572; Plut. Alc. 29; τὰς μηχανάς Xen. Cyr. 7, 2, 2; πύργους 7, 5, 12; τείχη Dem. Lept. 64; med., πόλιν Her. 1, 165; μάρτυρα ἀναστήσασθαι, als Zeugen auftreten lassen. Vgl. noch ἀνιστάναι ἐπὶ τὸ βῆμα Plut. Camill. 32; τινὰ ἐπὶ τὴν κατηγορίαν τινός, Jem. bewegen, als Ankläger gegen Einen aufzutreten, Marcell. 27. – II. Intransitio, praes. u. fut. med., u. perf. u. aor. II. act., aufstehen, sich erheben, sich aufmachen, vom Sitze, Il. 1, 305; Il. 19, 77; ἐξ εὐνῆς, Ἑλένης πάρα καλλικόμοιο Od. 15, 58; ἀπ' ἀκμοθέτοιο ἀνέστη Iliad. 18, 410; ἐπὶ δόρπον ἀνὴρ ἀγορῆθεν ἀνέστη Od. 12, 439; ἐκ θρόνων Eur. Med. 1163; bes. zum Kampfe, τινί, gegen Jemand, Il. 23, 635 Od. 18, 334. Bei Att. gew. entweder a) um fortzugehen, nicht bloß ἀνέστη ὡς ἀπιών, sondern auch ἀνίσταμαι ἀπὸ Αἰγίνης Thuc. 1, 105; ἀνέστη εἰς τὴν αὐλήν, er stand auf und ging in den Hof, Plat. Prot. 311 e; vgl. Phaed. 116 e u. Thuc. 1, 87; ἐκ τοῦ συμποσίου Plat. Theag. 129 a; auch passiv., weggebracht werden, bes. mit feindlicher Gewalt, κακοῦργοι ἀνέστησαν ὑπ' αὐτοῦ Thuc. 1, 8. 12; vgl. 6, 2; πόλις ἀνέστηκεν δορί, sie wurde verwüstet, Eur. Hec. 498: χώρα ἀνεστηκυῖα Her. 5, 29; od. – b) um zu reden, sehr häufig, schon bei Hom., τοῖσι δ' ἀνέστη Iliad. 1, 68. 101; ἀνέστη μαντεύεσθαι Od. 20, 380; vom Schlafe aufstehen, Plat. Axioch. 367 c; oft bei Xen.; von einer Krankheit aufstehen, genesen, Il. 15, 287; Thuc. 2, 49; ἐκ τῆς νόσου Plat. Lach. 195 c; Xen. An. 4, 5, 8; von Todten, auferstehen, Il. 21, 56; Her. 3, 62. 66; ἐκ σφάλματος, sich von einer Niederlage erholen, Plut. Sert. 23; – χώρη ἀνεστηκυῖα, ein Land, das aufgestanden, in Aufruhr ist, Her. 5, 29. – Seltener von leblosen Dingen, πύργος ἀνέστη, erhob sich, Eur. Phoen. 831; θορύβου ἀναστάντος, als sich Lärm erhob, App. B. C. 1, 56. Von einem Flusse, entspringen, Plut. Pomp. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίστημι: Α. ἐνεργ. ἐν τῷ ἐνεστ. ἀνίστημι (μεταγ. ἀνιστάω Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 61): παρατ. ἀνίστην: μέλλ. ἀναστήσω, ποιητ. ἀνστήσω: ἀόρ. α΄ ἀνέστησα, Ἐπ. ἄνστησα: πρκμ. ἀνέστακα Ἐπίκτ.: ὡσαύτως κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄ ἀνεστησάμην (ἴδε κατωτ. 1. 4, ΙΙΙ. 6). 1) κάμνω τινὰ νὰ σταθῇ ὄρθιος, νὰ ἐγερθῇ, ἐγείρω, γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη, ἐσήκωσε τὸν γέροντα λαβὼν αὐτὸν ἀπὸ τῆς χειρός, Ἰλ. Ω. 515, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 319· τί μ’ αὖ... ἐξ ἕδρας ἀνίστατε; Σοφ. Αἴ. 788· ἀν. τινὰ ἐκ τῆς κλίνης Πλάτ. Πρωτ. 317Ε· ὀρθὸν ἀν. τινὰ Ξεν. Ἀπομ. 1. 4, 11. 2) ἐγείρω τινὰ ἐκ τοῦ ὕπνου, ἐξεγείρω, ἀφυπνίζω, Ἰλ. Κ. 32, Ω. 551, 689, κτλ.· εἰς ἐκκλησίαν ἀν. τινὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 740· ἀν. τινὰ ὠμόϋπνον Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 8: μεταφ., ἀν. νόσον Σοφ. Τρ. 979. 3) ἐγείρω ἐκ νεκρῶν, οὐδέ μιν ἀνστήσεις Ἰλ. Ω. 551, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1361, Σοφ. Ἠλ. 139· ἐξ ἀθλιότητος ἢ δυστυχίας, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 276, πρβλ. Φ. 666· ἐκ τῆς δουλείας, Αἰσχίν. 6. 28: 4) μεθ’ Ὅμηρον, ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἀνιδρύω, ἀνεγείρω, στήνω, στήλην Ἡρόδ. 2. 102· πύργον Ξεν. Κύρ. 7. 5, 12, κτλ.· τρόπαια Πλάτ. Τίμ. 25C· ἀνδριάντα ἐς Δελφοὺς παρὰ Δημ. 164. 21· οὕτως, ἀν. τινὰ χρυσοῦν, χαλκοῦν (παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφεῦσιν ἱστάναι ἄνευ τῆς προθέσεως), ἀνεγείρειν χρυσοῦν ἢ χαλκοῦν ἀνδριάντα τινός, Πλούτ. 2. 170Ε, Βροῦτ. 1: ― οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄, ἀναστήσασθαι πόλιν, ἀνεγείρειν ἑαυτῷ πόλιν, Ἡρόδ. 1. 165· ἀνεστήσαντο δὲ βωμοὺς Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 199. β) κτίζω ἐκ νέου, ἀνοικοδομῶ, ἀνιδρύω πάλιν, ἐπαναφέρω, τείχη Δημ. 477. 23· μεταφ., θεῶν τιμὰς Εὐρ. Ἡρ. Μ. 852. 5) ἐγείρω, στήνω, παρουσιάζω πρὸς πώλησιν, ἀνιστὰς δὲ κατὰ μίαν ἑκάστην [παρθένον] κήρυξ πωλέεσκε Ἡρόδ. 1. 196. ΙΙ. ἐγείρω εἰς ἐνέργειαν, διεγείρω, ἀλλ’ ἴθι νῦν Αἴαντα... ἄνστησον Ἰλ. Κ. 176, πρβλ. 179., Ο. 64, κτλ.: μετὰ δοτ. προσ., διεγείρω τινὰ κατ’ ἄλλου, τούτῳ δὲ πρόμον ἄλλον ἀναστήσουσιν Ἰλ. Η. 116 (ἴδε κατωτέρ. Β. 1. 4): ― προσκαλῶ τινα εἰς τὰ ὅπλα καὶ συμπεριλαμβάνω αὐτὸν μετ’ ἐμοῦ εἰς τὸν πόλεμον, αὐτοί τε καὶ τῶν βαρβάρων πολλοὺς ἀναστήσαντες ἐστράτευσαν Θουκ. 2. 68, 96· διεγείρω, πόλεμόν τινα βαρὺν καὶ ὅμορον ἀναστῆσαι ἐπ’ αὐτοὺς Πλουτ. Κορ. 21· καὶ ἀναστήσας ἦγε τὸν στρατόν, καὶ καλέσας τὸν στρατὸν εἰς τὰ ὅπλα ἦγεν αὐτόν, Θουκ. 4. 93, πρβλ. 112, κτλ. ΙΙΙ. κάμνω τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐγερθῶσι, διαλύω συνάθροισιν διὰ τῆς βίας, τοὺς μὲν ἀναστήσειεν «ἀναστάτους καὶ ἐν ταραχῇ ποιῆσαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 191· ἀλλά, ἐκκλησίαν ἀναστῆναι σημαίνει: διακόπτειν τὴν συνεδρίαν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 42. 2) κάμνω τοὺς ἀνθρώπους νὰ μεταναστεύσωσιν, ἀναστάτους ποιῶ (ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. 2), ἔνθεν ἀναστήσας ἄγε Ὀδ. Ζ. 7· ἀνίστασαν τοὺς δήμους Ἡρόδ. 9. 73· Αἰγινήτας... ἐξ Αἰγίνης Θουκ. 2. 27· ἔτι, γαῖαν ἀναστήσειν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1349· οἴκους Πλουτ. Ποπλικ. 21· προσέτι, ἀν. τινὰ ἐκ τῆς ἐργασίας Δημ. 270. 14, πρβλ. 313. 18· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. 2. 3) σηκώνω ἱκέτην παρακαθήμενον εἰς ἄγαλμα θεοῦ ἢ βωμόν, τούτους ἀνιστᾶσι μὲν οἱ πρυτάνιες Ἡρόδ. 5. 71, Θουκ. 137, κτλ. Ὡσαύτως, ἀν. στρατόπεδον ἐκ χώρας, σηκώνω τὸ στρατόπεδον ἐκ τῆς θέσεώς του, μεταστρατοπεδεύω, Πολύβ. 29. 11, 10· τὰ πράγματα ἀνίστησί τινα Πλουτ. Ἀλκ. 31. 4) ἀν. ἐπὶ τὸ βῆμα, κάμνω τινὰ νὰ ἀναβῇ εἰς τὸ βῆμα, Πλούτ. 2. 784C, πρβλ. Κάμιλλ. 32. 5) ἐπὶ κυνηγῶν, ἐγείρω, ἐξεγείρω, σηκώνω τὸ «κυνῆγι», τὰς δὲ ὠτίδας, ἄν τις ταχὺ ἀνιστῇ, ἔστι λαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 1. 5, 3, πρβλ. Κύρ. 2. 4, 20, Κυν. 6. 23. 6) μάρτυρα ἀναστήσασθαί τινα, καλεῖν τινα εἰς μαρτυρίαν, Πλάτ. Νόμ. 937Α. IV. πρκμ. ἀνέστακα, μεταβ.: καὶ ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα Ἑβδ. (Βασιλ. Α΄, ιε΄, 12). Β. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἀνίσταμαι, -μην, ἐν τῷ μέλλ. ἀναστήσομαι, ἐν τῷ ἀορ. β΄ ἀνέστην, πρκμ. ἀνέστηκα, Ἀττ. ὑπερσ. ἀνεστήκη· ὡσαύτως ἐν τῷ παθ. ἀορ. ἀνεστάθην (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2): ― σηκώνομαι, σηκώνομαι ὄρθιος, κυρίως ὅπως ὁμιλήσω, τοῖσι δ’ ἀνέστη Ἰλ. Α. 68, 101, κτλ.· ἐν μέσσοισι Τ. 77· παρ’ Ἀττ. μετὰ μετοχ. μέλλ. ἀν. λέξων, κατηγορήσων, κτλ.· οὕτω μετ’ ἀπαρ., ἀνέστη μαντεύεσθαι Ὀδ. Υ. 380· κατὰ μετοχ., ἀναστὰς εἶπε Εὐρ. Ὀρ. 885· παραινέσεις ἐποιοῦντο... ἀνιστάμενοι Θουκ. 8. 76· ὡσαύτως ἐγείρομαι ἐκ τῆς θέσεώς μου εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ, Λατ. assuigere, θεοὶ δ’ ἅμα πάντες ἀνέσταν Ἰλ. Α. 533. 2) ἐγείρομαι ἐκ τῆς κλίνης, ἐξ εὐνῆς ἀναστᾶσα Ἰλ. Ξ. 336, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 124· εὐνῆθεν Ὀδ. Υ. 124· ὄρθρου ἀν. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 575· ὀψὲ Ἀριστοφ. Σφ. 217· ἀν. ἐκ κλίνης, μετὰ ἀσθένειαν, Ἀνδοκ. 9. 20: - ἀπολ., ἐγείρομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἡρόδ. 1. 31. 3) ἐγείρομαι ἐκ νεκρῶν, Ἰλ. Φ. 56, πρβλ. Ο. 287, Ἡρόδ. Γ. 62, Αἰσχύλ. Ἀγ. 569· παρὰ τῶν πλειόνων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1073. 4) ἐγείρομαι ἐξ ἀσθενείας, ἀναλαμβάνω, ἐκ τῆς νούσου Ἡρόδ. 1. 22, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 195C· ἀπολ., Θουκ. 2. 49 5) ἐγείρομαι ὡς ὑπέρμαχοςπρόμαχος, Ἰλ. Ψ. 709· θανάτων δ’ ἐμᾷ χώρᾳ πύργος ἀνέστα (Οἰδίπους), Σοφ. Ο. Τ. 1201: ἐντεύθεν μετὰ δοτ., ἀνίσταμαι [ὡς ἀνταγωνιστὴς κατά τινος], Ἀγκαῖον δὲ πάλῃ [ἐνίκησα] Πλευρώνιον, ὅς μοι ἀνέστη Ἰλ. Ψ. 635· μή τίς τοι… ἄλλος ἀναστῇ Ὀδ. Σ. 334· Τυφῶνα θοῦρον πᾶσιν ὃς ἀνέστη θεοῖς (πρότερον ἐγράφ. ἀντέστη) Αἰσχύλ. Πρ. 354· ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. β) ἐγείρομαι, ἀνυψοῦμαι, πύργος ἀνέστα Εὐρ. Φοίν. 824, πρβλ. Πολύβ. 16. 1, 5· ἐπὶ ἀγαλμάτων ἢ ἀνδριάντων, κτλ.· ἀνιδρύομαι, Πλούτ. 2. 91Α, 198F: μεταφρ., μή τι ἐξ αὐτῶν ἀναστήῃ κακὸν Πίνδ. Π. 4. 276· πόλεμος Διον. Ἁλ. 3. 23. 7) καθίσταμαι, γίνομαι, βασιλεύς· διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 3. 66. 8) ἐπὶ ποταμοῦ, πηγάζω, ἐξ ὀρέων Πλουτ. Πομπ. 34. ΙΙ. ἐγείρομαι ὅπως ἀπέλθω, σηκώνομαι νὰ ὑπάγω, «ξεκινῶ», εἰς Ἄργος Εὐρ. Ἡρακλ. 59, πρβλ. Θουκ. 1. 87., 7. 49, 50· ἀνίστατο εἰς οἴκημά τι ὡς λουσόμενος Πλάτ. Φαίδων 116Α, ἔνθα ἴδε Heind. 2) ἀναγκάζομαι νὰ μεταναστεύσω (ἀνωτ. Α. ΙΙΙ. 2), ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπὸ Θεσσαλῶν Θουκ. 1. 12, πρβλ. 8: - ἐν γένει, σηκώνομαι, ἀπέρχομαι, ἐπὶ ἱκετῶν, ἀναστῆναι… ἀπὸ τοῦ βωμοῦ Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχ. 18. 7: - ἐπὶ χώρας, γίνομαι ἀνάστατος, ἐρημοῦμαι, ἐν ἀνεστηκυίῃ τῇ χώρῃ Ἡρόδ. 5. 59· πόλις… πᾶσ’ ἀνέστηκεν δορὶ Εὐρ. Ἑκ. 494· ἡσυχάσασα ἡ Ἑλλὰς καὶ οὐκέτι ἀνισταμένη, μὴ ὑποκειμένη πλέον εἰς μεταναστάσεις, Θουκ. 1. 12· τὴν ἀσφάλειαν… περιείδετε ἀνασταθεῖσαν Δημ. 367. 20. 3) ἐπὶ δικαστηρίου, διακόπτω τὰς συνεδριάσεις, παύω, ἐπειδὰν ἀναστῇ τὸ δικαστήριον Δημ. 585. 9. 4) ἐπὶ κυνηγίου, ἐξεγείρομαι, σηκώνομαι, καὶ τὰ ἀνιστάμενα θηρία ὑπεδέχοντο καὶ ἐδίωκον Ξεν. Κύρ. 2. 4. 20· ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙΙ. 5, καὶ πρβλ. ἀνάστατος.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀνίστην, f. ἀναστήσω, ao. ἀνέστησα, ao.2 ἀνέστην, pf. ἀνέστηκα;
Pass. f. ἀνασταθήσομαι, ao. ἀνεστάθην, pf. ἀνέστημαι;
A. tr. (aux temps suiv. : prés., impf., fut. et ao. Act., fut. et ao. Moy.);
I. (ἀνά en haut);
1 faire se lever : τινα χειρὸς ἀν. IL, χειρὸς ἀν. OD faire lever qqn en le tenant par la main ; τινα ἐξ ἕδρας SOPH faire lever qqn d’un siège ; abs. ἀν. τινα IL faire lever qqn;
2 faire lever du lit;
3 ressusciter;
4 fig. relever, sauver (d’une situation misérable, de la servitude);
5 faire lever (le gibier);
6 lever (des armes, des troupes);
7 fig. exciter : τινά τινι qqn contre un adversaire ; πόλεμον PLUT exciter une guerre;
8 ériger, élever : πύργον une tour ; τινα χρυσοῦν ou χαλκοῦν PLUT élever à qqn une statue d’or ou d’airain ; de même au Moy. ἀναστήσασθαι πόλιν HDT se bâtir une ville;
9 faire monter : ἐπὶ τὸ βῆμα PLUT à la tribune;
II. (ἀνά de nouveau) relever, restaurer, rebâtir;
III. (ἀνά en arrière);
1 faire se lever et s’éloigner ; faire émigrer, transporter (un peuple) hors de (son pays);
2 remettre, différer : ἐκκλησίαν ἀναστῆσαι XÉN ajourner une assemblée;
B. intr. (aux temps suiv. : Act. ao.2, pf., pqp. ; Moy. prés., impf., fut. et ao.2);
I. (ἀνά en haut);
1 se lever : ἐξ ἕδρης IL de son siège ; ἀπ’ ἀκμοθέτοιο ἀνέστη IL (Héphaïstos) se leva et s’éloigna du billot qui portait l’enclume ; ἐπὶ δόρπον OD se lever (et quitter le tribunal) pour aller prendre le repas du soir ; se lever pour parler ; avec un inf. ἀνέστη μαντεύεσθαι OD il se leva pour faire une prédiction ; se lever comme champion : τινι IL pour lutter contre qqn ; ἀν. ἐξ εὐνῆς IL ou εὐνῆθεν OD ou abs. se lever, sortir du lit ; p. anal. revenir des enfers, IL ; ressusciter HDT ; de même ἀν. ἐκ νόσου HDT ou abs. relever de maladie;
2 s’élever, se dresser;
3 sourdre, jaillir : ἀν. ἐξ ὄρους PLUT prendre sa source dans une montagne;
4 fig. surgir, se produire en parl. d’événements;
II. (ἀνά en arrière) partir : εἰς οἴκημα PLAT pour aller dans une maison ; être forcé d’émigrer : ἀναστῆναι ὑπό τινος THC être forcé par qqn de quitter son pays ; χώρη ἀνεστηκυῖα HDT pays dépeuplé par une émigration ; πόλις ἀνέστηκεν δορί EUR la ville est dévastée par la lance.
Étymologie: ἀνά, ἵστημι.