μορία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />olivier sacré, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. μόριος.<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἐλάα]], [[ἐλαία]], [[ἐλαΐς]].
|btext=ας (ἡ) :<br />olivier sacré, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. μόριος.<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἐλάα]], [[ἐλαία]], [[ἐλαΐς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μορία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ μορίαι</i><br />ιερές ελιές στην Αθήνα, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στη θεά Αθηνά<br /><b>2.</b> (γενικά) [[κάθε]] [[ελιά]] η οποία φύτρωνε [[μέσα]] στους σηκούς ή στους περιβόλους τών ναών, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις ελιές τών ιδιωτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από τα [[μόρος]], [[μόριον]] «[[τμήμα]], [[τεμάχιο]]», [[γιατί]] τα δέντρα αυτά αποτελούσαν το [[μερίδιο]] που ανήκε στη θεά. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ανάγεται σε λ. του προελληνικού υποστρώματος, που θα είχε τη σημ. «[[ελιά]]», από όπου προέρχονται [[μερικά]] μικρασιατικά και ελλ. τοπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> λυκικό <i>Μύρα</i>, θεσσαλ. <i>Μύραι</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορία Medium diacritics: μορία Low diacritics: μορία Capitals: ΜΟΡΙΑ
Transliteration A: moría Transliteration B: moria Transliteration C: moria Beta Code: mori/a

English (LSJ)

(B), ἡ,

   A = μωρία, θρέμμα μορΐης AP11.305 (Pall.).
μορία (A), ἡ, mostly in pl. μορίαι (with or without ἐλαῖαι),

   A the sacred olives in the Academy, Ar.Nu.1005, Anaxandr.19, Arist.Ath. 60.2: generally, of olives that grew in the precincts of temples, opp. ἴδιαι, Lys.7.5,7: sg., ib.26: variously expld. by Sch.Ar. l. c.

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, 1) der der Athene geweihte heilige Oelbaum auf der Burg von Athen, auch die heiligen Oelbäume in der Akademie, Ar. Nub. 992, wo der Schol. ihren Namen von μόρος ableitet, weil Halirrhothios, als er sie umhauen wollte, sich mit dem Beile selbst tödtete; nach E. M. aber ὅτι δημοσίαν μοῖραν ἐκ τῶν καρπῶν ἐλάμβανον. – Lys. 7, 7. 29 setzt sie den ἴδιαι entgegen; μορίας ἐκκόπτειν, ib., war ein Kapitalverbrechen in Athen. – 2) = μωρία, nur Pallad. 88 (XI, 305), ἀμαθέστατε θρέμμα μορίης, wo ι überdies lang ist.

Greek (Liddell-Scott)

μορία: ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. μορίαι (μετὰ τῆς λέξ. ἐλαῖαι ἢ ἄνευ αὐτῆς), αἱ ἱεραὶ ἐλαῖαι αἱ κατὰ τὴν Ἀκαδήμειαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1005, πρβλ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Θησεῖ» 1· ἀκολούθως ἐπὶ πάσης ἐλαίας φυομένης ἐντὸς τῶν σηκῶν ἢ τῶν περιβόλων τῶν ναῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἰδιωτικὰς (ἰδίας), Λυσ. 109. 11, πρβλ. 108. 26., 110. 44· πιθανῶς οὕτω καλούμεναι διότι ἐνομίζοντο ὡς ἀποκοπεῖσαι ἢ πολλαπλασιασθεῖσαι, (μειρόμεναι, μεμορημέναι, partitivae), ἐκ τῆς πρώτης καὶ ἀρχεγόνου ἐλαίας τῆς ἐν τῇ Ἀκροπόλει (Wordsworth’s Athens and Att., σ. 137, n.)· ὁ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. δίδει πολλὰς φαντασιώδεις ἐτυμολογίας· - Ζεὺς Μόριος ἦν ὁ προστάτης καὶ φύλαξ τῶν ἱερῶν τούτων ἐλαιῶν, Σοφ. Ο. Κ. 705. ΙΙ. = μωρία, Ἀνθ. Π. 11. 305 [[[ἔνθα]] ῑ].

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
olivier sacré, plante.
Étymologie: cf. μόριος.
Par. ἐλάα, ἐλαία, ἐλαΐς.

Greek Monolingual

μορία, ἡ (Α)
1. συν. στον πληθ. αἱ μορίαι
ιερές ελιές στην Αθήνα, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στη θεά Αθηνά
2. (γενικά) κάθε ελιά η οποία φύτρωνε μέσα στους σηκούς ή στους περιβόλους τών ναών, σε αντιδιαστολή προς τις ελιές τών ιδιωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από τα μόρος, μόριον «τμήμα, τεμάχιο», γιατί τα δέντρα αυτά αποτελούσαν το μερίδιο που ανήκε στη θεά. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ανάγεται σε λ. του προελληνικού υποστρώματος, που θα είχε τη σημ. «ελιά», από όπου προέρχονται μερικά μικρασιατικά και ελλ. τοπωνύμια (πρβλ. λυκικό Μύρα, θεσσαλ. Μύραι)].