κρήνη: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(Autenrieth) |
(21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[fount]], [[spring]]; [[κρήνηνδε]], to the [[spring]], Od. 20.154. (Cf. [[cut]] No. 61.) | |auten=[[fount]], [[spring]]; [[κρήνηνδε]], to the [[spring]], Od. 20.154. (Cf. [[cut]] No. 61.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[κρήνη]], Α δωρ. τ. [[κράνα]], αιολ. τ. [[κράννα]])<br /><b>1.</b> [[κτίσμα]] με έναν ή περισσότερους κρουνούς από τους οποίους τρέχει [[νερό]]<br /><b>2.</b> [[φυσική]] [[πηγή]] ύδατος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[πηγή]] («απ' την αστείρευτη του ήλιου [[κρήνη]]», Ζερβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κρῆναι</i><br />το [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[κρήνη]], [[κράνα]] και [[κράννα]] ανάγονται σε <i>κράσνα</i>. Έτσι, από τον τ. <i>κράσνα</i> > [[κράννα]] (<b>αιολ. τ.</b>), με [[αφομοίωση]], και <i>κρᾱνᾱ</i> (<b>δωρ. τ.</b>), με [[αντέκταση]]. Ο αττ. τ. [[κρήνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κρᾱνη</i>) εμφανίζει [[δυσκολία]] λόγω της εμφάνισης του -<i>ρη</i>- [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ρᾱ</i>-, που εξηγείται [[είτε]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ρᾱνη</i> σε -<i>ρήνη</i> [[είτε]] με υπεραττικισμό (λόγω του -<i>η</i>- [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ᾱ</i>- [[μετά]] από <i>ρ</i>). Ο τ. <i>κράσνα</i> ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. <i>krsn</i><i>ā</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[κρουνός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>krosno</i>), [[οπότε]] συνδέεται με αρχ. νορβ. <i>hronn</i>, αγγλοσαξ. <i>hroen</i>, <i>hoern</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[κρήνη]] «κύρια [[πηγή]], [[κεφαλόβρυσο]]» συνδέεται με τη λ. [[κάρα]] «[[κεφαλή]]», λόγω της σημασιολογικής συγγένειας, <b>[[πρβλ]].</b> [[κράνα]]<br />[[κεφαλή]] (<b>Ησύχ.</b>) και λατ. <i>caput fontis</i> «[[κεφαλόβρυσο]]». Κατ' άλλους, [[τέλος]], η λ. [[είναι]] αιγαιακό [[δάνειο]]. Η λ. μαρτυρείται σε [[πολλά]] τοπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Κραννούν</i>) και ως β' συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Ιπποκρήνη</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρηναίος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρήνηθεν]], [[κρηνήιος]], [[κρήνηνδε]], [[κρηνιάς]], [[κρηνίδιον]], [[κρηνίον]], [[κρηνίς]], [[κρηνίτις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρηνικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κρηνούχος]], [[κρηνοφύλαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρηνοθεραπεία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αγχίκρηνος</i>, [[εύκρηνος]], [[καλλίκρηνος]], <i>υποκρήνη</i>, [[υπόκρηνος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. κράνα IG42(1).121.6 (Epid.), etc.; Aeol. κράννα ib.12(2).103 (Mytil.): ἡ:—
A well, spring, fountain, μελάνυδρος, καλλιρέεθρος, Il.16.3, Od.10.107, cf. Pi.P.1.39,al., Pl.Phd.112c, etc.; opp. φρέαρ (q.v.), Hdt.4.120, Th.2.48; ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν . . ἀπὸ κρήνης Ar.Lys.328; κ. οἴνου E.Ba.707; ὀμνύω . . κράνας καὶ ποταμούς SIG 527.34 (Dreros, iii B. C.): poet. in pl., for water, S.OC686, Ant.844 (both lyr.); κρηνῶν ἐπιμελητής, title of official at Athens, IG22.338.11, Arist.Ath.43.1, cf. Pl.Lg.758e, Arist.Pol.1321b26, OGI483.159 (Pergam.).
German (Pape)
[Seite 1507] ἡ, dor. κράνα, der Quell, die Quelle; Il. 9, 14; μελάνυδρος 16, 3; καλλιρέεθρος Od. 10, 107, öfter; Παρνασοῦ κράνα Κασταλία Pind. P. 1, 39; ἀείρυτος Soph. O. C. 471, öfter, wie Eur.; ποταμοὺς καὶ κρήνας ποιεῖ Plat. Phaed. 112 c; im Ggstz von φρέαρ, Spring, Springbrunnen, Thuc. 2, 48; πότιμος Pol. 34, 9, 15 (vgl. κροῦνος). – Die Alten leiten es von κεράννυμι her.
Greek (Liddell-Scott)
κρήνη: Δωρ. κράνα, ἡ, = κρουνὸς (ὃ ἴδε), πηγή, βρύσις, Λατ. fons, μελάνυδρος, καλλιρέεθρος Ἰλ. Π. 3, Ὀδ. Κ. 107, κτλ.· οὕτω παρὰ Πινδ. καὶ Ἀττ.· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ φρέαρ (ὃ ἴδε), Ἡρόδ. 4. 120, Θουκ. 2. 48· ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν… ἀπὸ κρήνης Ἀριστοφ. Λυσ. 328· κρ. οἴνου Εὐρ. Βάκχ. 707· ‒ παρὰ ποιηταῖς ἐν χρήσει κατὰ πληθ., ὡς τὸ πηγαί, μὲ τὴν σημασίαν ὕδωρ, ὕδατα, Σοφ. Ο. Κ. 686, Ἀντ. 844· ἐν Ἑλλάδι αἱ κρῆναι διετέλουν ὑπὸ τὴν φροντίδα ἰδίων ἐπιμελητῶν (κρηνῶν ἐπιμεληταί), Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 5. (Ἴσως ἐκ τοῦ κάρα, κάρηνον, πρβλ. τὸ Λατ. caput aquae, τὰ νῦν «κεφαλάρι»).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
source, fontaine.
Étymologie: p. *κράσνα, de la R. Καρ, Κερ, mélanger, agiter, litt. « eau agitée ».
English (Autenrieth)
fount, spring; κρήνηνδε, to the spring, Od. 20.154. (Cf. cut No. 61.)
Greek Monolingual
η (AM κρήνη, Α δωρ. τ. κράνα, αιολ. τ. κράννα)
1. κτίσμα με έναν ή περισσότερους κρουνούς από τους οποίους τρέχει νερό
2. φυσική πηγή ύδατος
νεοελλ.
μτφ. πηγή («απ' την αστείρευτη του ήλιου κρήνη», Ζερβ.)
αρχ.
στον πληθ. αἱ κρῆναι
το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. κρήνη, κράνα και κράννα ανάγονται σε κράσνα. Έτσι, από τον τ. κράσνα > κράννα (αιολ. τ.), με αφομοίωση, και κρᾱνᾱ (δωρ. τ.), με αντέκταση. Ο αττ. τ. κρήνη (< κρᾱνη) εμφανίζει δυσκολία λόγω της εμφάνισης του -ρη- αντί του αναμενόμενου -ρᾱ-, που εξηγείται είτε με ανομοιωτική τροπή του -ρᾱνη σε -ρήνη είτε με υπεραττικισμό (λόγω του -η- αντί του αναμενόμενου -ᾱ- μετά από ρ). Ο τ. κράσνα ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. krsnā-, πρβλ. κρουνός (< krosno), οπότε συνδέεται με αρχ. νορβ. hronn, αγγλοσαξ. hroen, hoern. Κατ' άλλη άποψη, η λ. κρήνη «κύρια πηγή, κεφαλόβρυσο» συνδέεται με τη λ. κάρα «κεφαλή», λόγω της σημασιολογικής συγγένειας, πρβλ. κράνα
κεφαλή (Ησύχ.) και λατ. caput fontis «κεφαλόβρυσο». Κατ' άλλους, τέλος, η λ. είναι αιγαιακό δάνειο. Η λ. μαρτυρείται σε πολλά τοπωνύμια (πρβλ. Κραννούν) και ως β' συνθετικό (πρβλ. Ιπποκρήνη).
ΠΑΡ. κρηναίος
αρχ.
κρήνηθεν, κρηνήιος, κρήνηνδε, κρηνιάς, κρηνίδιον, κρηνίον, κρηνίς, κρηνίτις
νεοελλ.
κρηνικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρηνούχος, κρηνοφύλαξ
νεοελλ.
κρηνοθεραπεία. (Β' συνθετικό) αρχ. αγχίκρηνος, εύκρηνος, καλλίκρηνος, υποκρήνη, υπόκρηνος].