πόρος: Difference between revisions
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(cf. [[πείρω]]): [[passage]]-[[way]], [[ford]]; πόροι [[ἁλός]], ‘paths of the [[sea]],’ Od. 12.259. | |auten=(cf. [[πείρω]]): [[passage]]-[[way]], [[ford]]; πόροι [[ἁλός]], ‘paths of the [[sea]],’ Od. 12.259. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[πόρος]] (-ῳ, -ον.) <br /> <b>a</b> [[ford]], [[crossing]] βαρυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου, ἔνθ Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι (N. 9.41) <br /> <b>b</b> [[strait]], [[crossing]] βουβόται [[τόθι]] πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον i. e. the Adriatic (N. 4.53) [[ὑπὲρ]] πόντιον Ἕλλας πόρον [[ἱερόν]] i. e. the [[Hellespont]] fr. 189.<br /> <b>c</b> [[channel]], [[course]] Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς (O. 1.92) Κρόνιε παῖ Ῥέας, [[ἕδος]] Ὀλύμπου νέμων πόρον τ' Ἀλφεοῦ (O. 2.13) πρὸς Πιτάναν δὲ παρ' Εὐρώτα πόρον [[δεῖ]] [[σάμερον]] [[ἐλθεῖν]] (O. 6.28) τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ (O. 10.48) met., [[δόλιος]] γὰρ αἰὼν ἐπ' [[ἀνδράσι]] κρέμαται, ἑλίσσων βίου πόρον (I. 8.15) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:41, 17 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (πείρω, περάω)
A means of passing a river, ford, ferry, Θρύον Ἀλφειοῖο π. Thryum the ford of the Alphëus, Il.2.592, h.Ap.423, cf. h.Merc.398; πόρον ἷξον Ξάνθου Il.14.433; Ἀξίου π. A.Pers.493; ἀπικνέεται ἐς τὸν π.τῆς διαβάσιος to the place of the passage, Hdt.8.115; π. διαβὰς Ἅλυος A.Pers.864(lyr.); τοῦ κατ' Ὠρωπὸν π. μηδὲν πραττέσθω IG12.40.22. 2 narrow part of the sea, strait, διαβὰς πόρον Ὠκεανοῖο Hes.Th.292; παρ' Ὠκεανοῦ . . ἄσβεστον π. A.Pr.532 (lyr.); π. Ἕλλης (Dor. Ἕλλας), = Ἑλλήσποντος, Pi.Fr.189, A.Pers. 875(lyr.), Ar.V.308(lyr.); Ἰόνιος π. the Ionian Sea which is the passage-way from Greece to Italy, Pi.N.4.53; πέλαγος αἰγαίου πόρου E.Hel.130; Εὔξεινος, ἄξενος π. (cf. πόντος 11), Id.Andr.1262, IT253; διάραντες τὸν π., i.e. the sea between Sicily and Africa, Plb.1.37.1; ἐν πόρῳ in the passage-way (of ships), in the fair-way, Hdt.7.183, Th. 1.120, 6.48; ἐν π. τῆς ναυμαχίης Hdt.8.76; ἕως τοῦ π. τοῦ κατὰ τὸν ὅρμον τὸν Ἀφροδιτοπολίτην PHib.1.38.5(iii B.C.). 3 periphr., πόροι ἁλός the paths of the sea, i.e. the sea, Od.12.259; Αἰγαίου πόντοιο πλατὺς π. D.P.131; ἐνάλιοι π. A.Pers.453; π.ἁλίρροθοι ib.367, S.Aj.412(lyr.); freq. of rivers, π. Ἀλφεοῦ, Σκαμάνδρου, i.e. the Alphëus, Scamander, etc., Pi.O.1.92, A.Ch.366(lyr.), etc.; ῥυτοὶ π. Id.Eu.452, cf.293; Πλούτωνος π. the river Pluto, Id.Pr.806: metaph., βίου π. the stream of life, Pi.I.8(7).15; π. ὕμνων Emp.35.1. 4 artificial passage over a river, bridge, Hdt.4.136,140, 7.10.γ; aqueduct, IG7.93(Megara, V A.D., restd.), Epigr.Gr.1073.4 (Samos). 5 generally, pathway, way, A.Ag. 910, S.Ph.705(lyr.), etc.; track of a wild beast, X.Cyr.1.6.40; αἰθέρα θ' ἁγνὸν πόρον οἰωνῶν their pathway, A.Pr.284(anap.); ἐν τῷ π.εἶναι to be in the way, Sammelb.7356.11(ii A.D.): metaph., πραπίδων πόροι A.Supp.94(lyr.). 6 passage through a porous substance, opening, Epicur.Ep.1pp.10,18 U.; esp. passage through the skin, οἱ πόροι the pores or passages by which the ἀπορροαί passed, acc. to Empedocles, πόρους λέγετε εἰς οὓς καὶ δι' ὧν αἱ ἀπορροαὶ πορεύονται Pl.Men.76c, cf. Epicur. Fr.250, Metrod. Fr.7,Ti.Locr.100e; νοητοὶ π. S.E.P.2.140; opp. ὄγκοι, Gal. 10.268; so of sponges, Arist. HA548b31; of plants, Id.Pr. 905b8, Thphr.CP1.2.4, HP1.10.5. b of other ducts or openings of the body, π. πρῶτος, of the womb, Hp. ap. Poll.2.222; πόροι σπερματικοί, θορικοὶ π., Arist.GA716b17, 720b13; π. ὑστερικοί the ovaries. Id.HA570a5, al.; τροφῆς π., of the oesophagus, Id.PA650a15, al.; of the rectum, Id.GA719b29; of the urinal duct, ib.773a21; of the arteries and veins, Id.HA510a14, etc. c passages leading from the organs of sensation to the brain, ψυχὴ παρεσπαρμένη τοῖς π. Pl.Ax.366a; οἱ π. τοῦ ὄμματος Arist.Sens.438b14, cf. HA495a11, PA 656b17; ὤτων, μυκτήρων, Id.GA775a2, cf. 744a2; of the optic nerves, Heroph. ap. Gal.7.89. II c. gen. rei, way or means of achieving, accomplishing, discovering, etc., οὐκ ἐδύνατο π. οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν Hdt.2.2; οὐδεὶς π. ἐφαίνετο τῆς ἁλώσιος Id.3.156; τῶν ἀδοκήτων π. ηὗρε θεός E.Med.1418 (anap.); π. ὁδοῦ a means of performing the journey, Ar.Pax124; π. ζητήματος Pl.Tht.191a; but also π. κακῶν a means of escaping evils, a way out of them, E.Alc.213 (lyr.): c. inf., πόρος νοῆσαι Emp.4.12; π. εὐθαρσεῖν And.2.16; π. τις μηχανή τε . . ἀντιτείσασθαι E.Med.260: with Preps., π. ἀμφί τινος A.Supp.806 codd. (lyr.); περί τινος dub. in Ar.Ec.653; πόροι πρὸς τὸ πολεμεῖν X. An.2.5.20. 2 abs., providing, means of providing, opp. ἀπορία, Pl. Men.78d sq.; contrivance, device, οἵας τέχνας τε καὶ π. ἐμησάμην A.Pr. 477; δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον ib.59, cf. Ar.Eq.759; μέγας π. A.Pr.111; τίνα π. εὕρω πόθεν; E.IA356 (troch.). 3 π. χρημάτων a way of raising money, financial provision, X.Ath.3.2, HG1.6.12, D.1.19, IG7.4263.2 (Oropus, iii B.C.), etc.; ὁ π. τῶν χρ. D.4.29, IG12(5).1001.1 (Ios, iv B.C.); without χρημάτων, SIG284.23 (Erythrae, iv B.C.), etc.; μηχανᾶσθαι προσόδου π. X.Cyr.1.6.10, cf. PTeb.75.6 (ii B.C.): in pl., 'ways and means', resources, revenue, πόροι χρημάτων D. 18.309: abs., πόρους πορίζειν Hyp.Eux.37, cf. X.Cyr.1.6.9 (sg.), Arist. Rh.1359b23; πόροι ἢ περὶ προσόδων, title of work by X.: sg., source of revenue, endowment, OGI544.24 (Ancyra, ii A.D.), 509.12,14 (Aphrodisias, ii A.D.), etc. b assessable income or property, taxable estate, freq. in Pap., as BGU1189.11 (i A.D.), etc.; liability, PHamb.23.29 (vi A.D.), etc. III journey, voyage, μακρᾶς κελεύθου π. A. Th. 546; παρόρνιθας π. τιθέντες Id.Eu.770, cf. E.IT116, etc.; ἐν τῷ π. πλοῖον ἀνατρέψαι on its passage, Aeschin.3.158. IV Π personified as father of Ἔρως, Pl.Smp.203b.
German (Pape)
[Seite 684] ὁ (πείρω), 1) der Weg durch einen Fluß, Durchgang, Furth; Ἀλφειοῖο, Il. 2, 592; ὅτε δὴ πόρον ἷξον ἐϋῤῥεῖος ποταμοῖο, 14, 433. 21, 1. 24, 692; so auch πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων, die Uebergänge, Wege des Meeres, Od. 12, 259; π όρος Ὠκεανοῖο, Hes. Th. 292; Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, Pind. Ol. 1, 92, vgl. 2, 13. 6, 28; auch für Meer selbst, πρὸς Ἰόνιον πόρον, N. 4, 53 (vgl. Strab. 8, 7, 2); u. allgemein Pfa d, ἑλίσσων βίου πόρον, I. 7, 15; Aesch. sagt auch αἰθέρα θ' ἁγνὰν πόρον οἰωνῶν, Prom. 281; vgl. ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες, Eum. 740; bes. aber auch Meerespfad, Furth, κυματίας, Suppl. 541, ἁλμήεις, 824, ἁλίῤῥοθοι, Pers. 359, u. oft; u. vom Fluß, πόρον δ' Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾷν, Spt. 360; πόρου οὐ διαβὰς Ἅλυος ποταμοῖο, Pers. 848; πόροι ἁλίῤῥοθοι, Soph. Ai. 407; Διρκαῖος πόρος, Eur. Phoen. 737, u. öfter; der Uebergang, die Brücke, Her. 4, 136. 140. 7, 10, 3. 8, 111; übh. der zum Uebergang geeignete Ort, 8, 115; Thuc. 7, 78; die Meerstraße, 1, 120; übh. Gang, Plat. Epin. 982 b u. Sp.; ἡ παρακομιδὴ διὰ τοῦ πότου, Pol. 3, 43, 3; διάραντες τὸν πόρον, 1, 37, 1, u. öfter. – 2) Ausgang, Oeffnung, Loch, bes. die Poren des menschlichen u. thierischen Leibes, Plat. Men. 76 c u. öfter u. Sp., bes. Medic. u. Plut.; vgl. τῶν ἐσθιόντων ἀνεκάθηραν τοὺς πόρους Anaxipp. bei Ath. IX, 404 (v. 16), u. Damoxen. ib. III, 102 (v. 29); – πόρος ἀκουστικός, S. Emp. pyrrh. 1, 50. – Arist. nennt auch die Nervenfäden so u. die Fäden, woran sich manche Insektenlarven aufhängen. – 3) Uebertr., die Art u. Weise zu einem Ziele zu gelangen, Mittel u. Wege dazu, Ausweg, Hülfsmittel, δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρους, Aesch. Prom. 59; οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην, 475; τῶν ἀδοκήτων πόρον εὗρε θεός, Eur. Med. 1418; τίς ἄν πως πόρος κακῶν γένοιτο, Alc. 211; τίς πόρος ἔσται περὶ τούτου, Ar. Eccl. 653; so Her. 2, 2. 3, 156; πόρον τινὰ εὑρίσκω τοῦ ζητήματος, Plat. Theaet. 191 a; τίνα ἐπὶ τούτῳ πόρον καὶ λόγον ἀνευρίσκομεν, Legg. VI, 752 e; auch das Erwerben, ἀγαθῶν, Men. 78 e; ἔχοντες τοσούτους πόρους πρὸς τὸ ὑμῖν πολεμεῖν, Xen. An. 2, 5, 20, vgl. Cyr. 1, 6, 9; Dem. u. Folgde; περὶ πόρον γίγνεσθαι χρημἀτων, Pol. 17, 17, 2. Uebh. die Einkünfte, wie Xen. ein Buch περὶ πόρων geschrieben hat.
Greek (Liddell-Scott)
πόρος: ὁ, (ἴδε ἐν λ. περάω) μέσον πρὸς διάβασιν ποταμοῦ, «πέραμα», μέρος αὐτοῦ διαβατόν, Λατ. vadum, Θρύον Ἀλφειοῖο πόρον, ὅθεν δύναταί τις νὰ διαβῇ τὸν Ἀλφειόν, Ἰλ. Β. 592, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 423, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 398· πόρον ἷξον Ξάνθου Ἰλ. Ξ. 433, Φ. 1· Ἀξιοῦ π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 493· Πλούτωνος π., τὸ πέραμα τῆς Στυγός, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 806· μόγις εὗρον τὸν π. Ἡρόδ. 4. 140· ἀπικνέεται ἐς τὸν π. τῆς διαβάσιος, εἰς τὸν τόπον ἔνθα ἡ διάβασις, ὁ αὐτ. 8. 115· π. διαβῆναι Ἅλυος Αἰσχύλ. Πέρσ. 864, κτλ.· ― ἀκολούθως, 2) στενὸν μέρος τῆς θαλάσσης, πορθμός, Λατ. fretum, διαβὰς πόρον Ὠκεανοῖο Θ. 292· παρ’ Ὠκεανοῦ… ἄσβεστον π. Αἰσχύλ. Πρ. 531, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 183· οὕτω, π. Ἕλλης (Δωρ. Ἕλλας) = Ἑλλήσποντος, Πινδ. Ἀποσπ. 197, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 875, Ἀριστοφ. Σφ. 308· Ἰόνιος π., τὸ Ἰόνιον πέλαγος ὅπερ εἶναι τὸ ἀπὸ Ἑλλάδος εἰς Ἰταλίαν πέραμα, Πινδ. Ν. 4. 87· πέλαγος Αἰγαίου πόρος Εὐρ. Ἑλ. 130· Εὔξεινος, ἄξενος π. (πρβλ. πόντος ΙΙ), ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1262, Ι. Τ. 253· διαίρεσθαι τὸν π., δηλ. τὴν θάλασσαν τὴν μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἀφρικῆς, Πολύβ. 1. 37, 1· ― ἐν πόρῳ, ἐν τόπῳ ὅθεν εἶναι ἡ διάβασις (τῶν πλοίων), Ἡρόδ. 7. 183, Θουκ. 1. 120., 6. 48· ἔνθα ἡ μάχη ἐγένετο, Ἡρόδ. 8. 76. 3) περίφρ., πόροι ἁλός, αἱ ὁδοί, τρίβοι τῆς θαλάσσης, ἡ θάλασσα, Ὀδ. Μ. 259· πόντοιο πλατὺς π. Διον. Π. 131· ἐνάλιοι π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 453· π. ἁλίρροθοι αὐτόθι 367, Σοφ. Αἴ. 412· πρβλ.· κέλευθος· ― καὶ συχν. ἐπὶ ποταμῶν, πόρος Ἀλφεοῦ, Σκαμάνδρου, δηλ. ὁ Ἀλφειός, ὁ Σκάμανδρος, κτλ., Πινδ. Ο. 1. 148, Αἰσχύλ. Χο. 366· ῥυτοὶ πόροι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 452· ― μεταφορ., βίου π., τὸ ῥεῦμα τῆς ζωῆς, Πινδ. Ι. 8. (7). 30. 4) τεχνητὴ διάβασις ποταμοῦ, γέφυρα, Ἡρόδ. 4. 136, 140., 7. 10· ― ὡσαύτως, ὑδραγωγεῖον, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 913, πρβλ. 1073. 4. 5) καθόλου, πέραμα, ὁδός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910, Σοφ. Φιλ. 705, κτλ.· τὰ ἴχνη ἀγρίου θηρίου, ὁ τόπος ὅθεν συνήθως διέρχεται, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40· αἰθέρα θ’ ἁγνὸν πόρον οἰωνῶν, τὸ μέρος ὅθεν διέρχονται τὰ πτηνά, ἡ ὁδὸς αὐτῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 281· ― μεταφορ., πραπίδων πόροι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 93. 6) δίοδος διὰ μέσου τοῦ δέρματος, οἱ πόροι, αἱ σμικρόταται τοῦ δέρματος ὀπαί, δι’ ὧν διέρχονται ἀπορροαὶ κατὰ τὸν Ἐμπεδοκλέα, πόρους εἰς οὓς καὶ δι’ ὧν αἱ ἀπορροαὶ πορεύονται; Πλάτ. Μένων 76C, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Sturz εἰς Ἐμπεδ. σ. 341· οὕτως ἐπὶ τῶν σπόγγων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 8 κἑξ.· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Ζ. Γεν. 1. 2, 4. β) ἐπὶ παντὸς ἀγωγοῦ ἢ ἀνοίγματος τοῦ σώματος, π. πρῶτος, ἐπὶ τῆς μήτρας, Ἱππ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 222· πόροι σπερματικοί, θορικοὶ π. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 3, 2., 1. 14, 3· π. ὑστερικοί, αἱ ᾠοθῆκαι, αὐτόθι 2. 4, 18· τροφῆς π., ἐπὶ τοῦ οἰσοφάγου, π. Ζ. Μορ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ὀρθοῦ ἢ ἀπευθυσμένου ἐντέρου, π. Ζ. Γεν. 1. 13, 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ἀγωγοῦ τῶν οὔρων, αὐτόθι 4. 4, 48· ἐπὶ τῶν ἀρτηριῶν καὶ φλεβῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 13, κτλ. γ) ἐπὶ τῶν ἀγωγῶν τῶν ἀγόντων ἐκ τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων εἰς τὸν ἐγκέφαλον, οἱ π. τοῦ ὄμματος Ἀριστ. π. Αἰσθήσ. 2, 17, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 6, π. Ζ. Μορ., 2. 10, 14· ὤτων, μυκτήρων π. Ζ. Γεν. 4. 6, 8, πρβλ. 2. 6, 32, κτλ.· ― ἴδε Bοnitz Ind. Arist. σ. 623. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., τρόπος ἢ μέσα πρὸς κατόρθωσιν, ἐκτέλεσιν, ἀνεύρεσιν, κτλ., οὐκ ἐδύνατο π. οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν Ἡρόδ. 2. 2· οὐδεὶς π. ἐφαίνετο τῆς ἁλώσιος ὁ αὐτ. 3. 156· τῶν ἀδοκήτων π. εὗρε θεὸς Εὐρ. Μήδ. 1418· π. ὁδοῦ, μέσον πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς πορείας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 124· ἀλλ’ ὡσαύτως, π. κακῶν, μέσον πρὸς ἀποτροπὴν τῶν κακῶν, τρόπος ἀπαλλαγῆς ἀπ’ αὐτῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 213, πρβλ. 221· ― μετ’ ἀπαρ., πόρος εὐθαρσεῖν Ἀνδοκ. 21. 37· πόρος τις μηχανή τε... τίσασθαι Εὐρ. Μήδ. 260· ― μετὰ προθέσεων, π. ἀμφὶ ἢ περί τινος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 806, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 653· π. πρὸς τὸ πολεμεῖν Ξεν. Ἀν. 2. 5, 20. 2) ἀπολ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπορία, Πλάτ. Μένων 78D κἑξ.· ― ἐπινόημα, τέχνασμα, οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην Αἰσχύλ. Πρ. 477· δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον αὐτόθι 59, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 757· μέγας π. Αἰσχύλ. Πρ. 111· τίνα π. εὕρω πόθεν; Εὐρ. Ι. Α. 356. 3) ἐν Ἀθήναις, π. χρημάτων, τρόπος τοῦ πορίζεσθαι, εὑρίσκειν χρήματα, Ξεν. Ἀθην. 3. 2, Ἑλλ. 1. 6, 12, Δημ. 14. 19· ὁ π. τῶν χρ. αὐτόθι 48. 15, κτλ.· μηχανᾶσθαι προσόδου π. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 10· καὶ ἐν τῷ πληθ., τὰ «μέσα», εἰσοδήματα, πρόσοδοι, πόροι χρημάτων Δημ. 328. 19· ἀπολ., πόρους πορίζειν Ὑπερειδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 46, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 9, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 8, κτλ.· ὁ Ξεν. ἔγραψε πραγματείαν ἐπιγραφομένην πόροι ἢ περὶ προσόδων, de Vectigalibus. ΙΙΙ. πορεία, ταξίδιον, μακρᾶς κελεύθου π. Αἰσχύλ. Θήβ. 546· παρόρνιθας π. τίθεσθαι Εὐμ. 770, Εὐρ. Ι. Τ. 116, κτλ. ἐν τῷ π. πλοῖον ἀνατρέψαι, κατὰ τὸν πλοῦν, Αἰσχίν. 76. 11. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πόρος· ὁδός, τρίβος. ἢ τοῦ ποταμοῦ ῥεῦμα. οἱ δὲ τὴν διάβασιν αὐτοῦ· οἱ δὲ τὰς γεφύρας. καὶ ἀφορμή».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
A. I. passage, voie de communication (par eau ou par terre);
II. particul. :;
1 lit d’un fleuve, cours d’eau ; ῥυτοὶ πόροι ESCHL eaux vives, eaux courantes;
2 lit de la mer ; la mer elle-même : πόροι ἁλός OD, ἐνάλιοι πόροι ESCHL chemin de la mer, lit de la mer;
3 détroit : Ἕλλης πόρος ESCHL l’Hellespont (c. Ἑλλήσποντος);
4 pont;
5 voie, chemin;
6 conduit ou passage (pour les sécrétions, les humeurs, la respiration, etc.), pore;
7 fig. voie ou moyen pour arriver à un but, expédient, ressource : πόρος κακῶν EUR remède contre le maheur ; avec une prép. : πόρος ἀμφί τινος ESCHL, περί τινος, πρός τι moyen en vue de qch ; προσόδου πόρος XÉN, πόρος χρημάτων XÉN, πόροι χρημάτων DÉM voies et moyens pour se procurer de l’argent ; abs. οἱ πόροι XÉN les voies et moyens (pour faire face aux dépenses), les ressources de l’État ; πόροι ἢ περὶ Προσόδων les Ressources ou des Revenus, titre d’un ouvrage de Xénophon;
B. action de passer à travers, trajet, passage.
Étymologie: πείρω.
English (Autenrieth)
(cf. πείρω): passage-way, ford; πόροι ἁλός, ‘paths of the sea,’ Od. 12.259.
English (Slater)
πόρος (-ῳ, -ον.)
a ford, crossing βαρυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου, ἔνθ Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι (N. 9.41)
b strait, crossing βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον i. e. the Adriatic (N. 4.53) ὑπὲρ πόντιον Ἕλλας πόρον ἱερόν i. e. the Hellespont fr. 189.
c channel, course Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς (O. 1.92) Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων πόρον τ' Ἀλφεοῦ (O. 2.13) πρὸς Πιτάναν δὲ παρ' Εὐρώτα πόρον δεῖ σάμερον ἐλθεῖν (O. 6.28) τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ (O. 10.48) met., δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται, ἑλίσσων βίου πόρον (I. 8.15)