ἐχθρός: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
(SL_1)
(strοng)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἐχθρός]] (-ός, -όν, -ῶν, -οῖσι; -ά, -ᾷ, -άν; -ά acc.: -ότατον m. acc.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> adj.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[act]]., [[hostile]] [[τις]] ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ (O. 2.59) στάσιν ἐχθρὰν κουροτρόφον fr. 109. 4. c. gen., [[ἐπεὶ]] ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ ( [[hostile]] to [[arrogance]] : cf. φίλον (P. 3.5) ) (O. 7.90) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[pass]]., [[hated]], [[hateful]] [[ἐπεὶ]] τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ [[σοφία]] (O. 9.38) ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει [[παντᾷ]] [[φάτις]] (P. 1.96) καί τινα σὺν πλαγίῳ [[ἀνδρῶν]] κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: [[μόρον]] codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck) (N. 1.65) ἐχθρὰ δ' [[ἄρα]] [[πάρφασις]] ἦν καὶ [[πάλαι]] (N. 8.32) ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον Παρθ. 2. 63.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>2</b> subs., [[foe]], [[adversary]] [[ποτὶ]] δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι (P. 2.84) κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι (P. 8.86) [[κεῖνος]] αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ [[σύν]] τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν (P. 9.95) χρὴ δὲ [[πᾶν]] ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν (I. 4.48) εἰ δέ [[τις]] ἀρκέων φίλοις ἔχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει (Pae. 2.32) ]ς ἐχθρῶν ὁμιλήσειε[ Πα. 13b. 1.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>3</b> n. pl. acc., pro adv. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις [[ἤδη]] [[φθόνος]] οἴχεται [[with]] [[hostile]] [[intent]] (Pae. 2.54)
|sltr=[[ἐχθρός]] (-ός, -όν, -ῶν, -οῖσι; -ά, -ᾷ, -άν; -ά acc.: -ότατον m. acc.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> adj.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[act]]., [[hostile]] [[τις]] ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ (O. 2.59) στάσιν ἐχθρὰν κουροτρόφον fr. 109. 4. c. gen., [[ἐπεὶ]] ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ ( [[hostile]] to [[arrogance]] : cf. φίλον (P. 3.5) ) (O. 7.90) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[pass]]., [[hated]], [[hateful]] [[ἐπεὶ]] τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ [[σοφία]] (O. 9.38) ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει [[παντᾷ]] [[φάτις]] (P. 1.96) καί τινα σὺν πλαγίῳ [[ἀνδρῶν]] κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: [[μόρον]] codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck) (N. 1.65) ἐχθρὰ δ' [[ἄρα]] [[πάρφασις]] ἦν καὶ [[πάλαι]] (N. 8.32) ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον Παρθ. 2. 63.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>2</b> subs., [[foe]], [[adversary]] [[ποτὶ]] δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι (P. 2.84) κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι (P. 8.86) [[κεῖνος]] αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ [[σύν]] τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν (P. 9.95) χρὴ δὲ [[πᾶν]] ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν (I. 4.48) εἰ δέ [[τις]] ἀρκέων φίλοις ἔχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει (Pae. 2.32) ]ς ἐχθρῶν ὁμιλήσειε[ Πα. 13b. 1.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>3</b> n. pl. acc., pro adv. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις [[ἤδη]] [[φθόνος]] οἴχεται [[with]] [[hostile]] [[intent]] (Pae. 2.54)
}}
{{StrongGR
|strgr=from a [[primary]] echtho (to [[hate]]); [[hateful]] ([[passively]], [[odious]], or [[actively]], [[hostile]]); [[usually]] as a [[noun]], an [[adversary]] ([[especially]] Satan): [[enemy]], [[foe]].
}}
}}

Revision as of 17:48, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχθρός Medium diacritics: ἐχθρός Low diacritics: εχθρός Capitals: ΕΧΘΡΟΣ
Transliteration A: echthrós Transliteration B: echthros Transliteration C: echthros Beta Code: e)xqro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ἔχθος)

   A hated, hateful, of persons and things, freq. from Hom. downwds. (Hom. has it only in this pass. sense); ἐ. γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσι Od.14.156, Il.9.312; ἐχθρὸν δέ μοί ἐστιν c.inf., 'tis hateful to me to... Od.12.452; θεοῖσιν ἐ. Hes.Th. 766, Thgn.601, Ar.Eq.34; ὁ θεοῖσιν ἐ. Pl.Com.74, etc.; cf. θεοισεχθρός.    II Act., hating, hostile, first in Hes. and Pi. (v. infr. 111), τινι D.10.11, X.Ages.6.1, etc.: c. gen., ὕβριος ἐχθρὰν ὁδόν averse from insolence, Pi.O.7.90: abs., ἐ. γλῶσσα A.Ch.309 (anap.); ὀργαί Id.Eu.937 (anap.), etc.; ἀστέρες Vett.Val.143.5.    III as Subst., ἐχθρός, ὁ, enemy, where the act. and pass. senses freq. coincide, Hes.Op.342, Pi.P.2.84, etc.; ἀνὴρ ἐ. Hdt.1.92; ὁ Διὸς ἐ. A.Pr.120 (anap.); ἐχθροῖς ἐχθρὰ πορσύνων Id.Ag.1374; εἴ . . τινα ἴδοι ἐχθρὸν ἑαυτοῦ Th.4.47; οἱ ἐμοὶ ἐ. Id.6.89, etc.—Acc. to Ammon.Diff.p.63 V., ἐχθρός is one who has been φίλος, but is alienated; πολέμιος one who is at war; δυσμενής one who has long been alienated and refuses to be reconciled.    IV regul. Comp. ἐχθρότερος D.Prooem.40.3, AP5.160 (Hedyl. or Asclep.); Sup. -ότατος Pi.N.1.65, S.OT1346 (lyr.), D.19.300: but more freq. irreg. ἐχθίων, ἔχθιστος (qq.v.).    V Adv. ἐχθρῶς, μισοῦντες Pl.Lg.697d, etc.: Comp. -οτέρως D.5.18: Sup. -ότατα Id.23.149.

German (Pape)

[Seite 1125] (vgl. ἔχθω, ἔχθος), verhaßt, verfeindet, zuwider, von Personen u. Sachen, ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀίδαο πύλῃσιν Il. 9, 312, ἐχθρὰ δέ μοι τοῦ δῶρα ibd. 378, ἐχθρὸν δέ μοί ἐστιν – μυθολογεύειν Od. 12, 452; λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία Pind. Ol. 9, 41; ἐχθρος θεοῖσιν Ar. Nub. 581; Folgde. – Plat. θεοῖς ἐχθρὸς ὁ ἄδικος, Rep. I, 352 b; auch im milderen Sinne, unangenehm. – Feindselig gesinnt, feindlich, Tragg. u. Prosa, Ggstz von φίλος, φίλον τέως, νῦν δ' ἐχθρὸν ὡς φαίνει κακόν Aesch. Ch. 987 (wie Ammon. ἐχθρός erkl. ὁ πρότερον φίλος, δυσμενής aber ὁ χρόνιον πρὸς τόν ποτε φίλον τὸ μῖσος διατηρῶν καὶ δυσδιαλλάκτως ἔχων; über den Unterschied von πολέμιος s. dieses); ἐρίζουσι δὲ οἱ διάφοροι καὶ ἐχθροὶ ἀλλήλοις Plat. Prot. 327 b, ἦν τῷ Ἄγιδι ἐχθρός Thuc. 8, 45; auch c. gen., Pind. Ol. 7, 90, wie. Xen. Cyn. 13, 12; ἑαυτοῦ Thuc. 4, 47; ὁ ἐχθρός, der Feind, ὁ Διὸς ἐχθρός Aesch. Prom. 120; Folgde. – Adv. ἐχθρῶς, feindselig, μισεῖν Plat. Legg. III, 679 d; Xen. u. Folgde. – Comparat. ἐχθίων u. superlat. ἔχθιστος s. oben. – Die regelmäßige Form ἐχθρότερος Sinmonds. 58 (V, 161) Antip. Th. 49 (VII, 640) u. öfter in der Anth., auch Dem. prooem. 40, der auch im adv. ἐχθροτέρως σ χήσειν.sagt, 5, 18; ἐχθρότατος Pind. N. 1, 64 (aber Ol. 8, 69 ἔχθιστος); θεοῖς ἐχθρότατον βροτῶν Soph. O. R. 1346; Plat. epigr. 8 (VI, 43), u. öfter in der Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθρός: -ά, -όν, (ἔχθος) μισητός, μεμισημένος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, συχνὸν ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου καὶ ἐφεξῆς. (Ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐπὶ ταύτης τῆς Παθ. σημασίας)· ἐχθρός γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν Ἰλ. Ι. 312, πρβλ. 378, Ὀδ. Ξ. 156· ἐχθρὸν δὲ μοί ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., εἶναι μισητὸν εἰς ἐμὲ νὰ..., Μ. 452· θεοῖσιν ἐχθρὸς Ἡσ. Θ. 766, Θέογν. 601, Ἀριστοφ. Ἱππ. 34· ὁ γὰρ θεοῖσιν ἐχθρὸς αὐτὰ κατέφαγεν Πλάτ. Κωμ. ἐν «Μενέλεῳ» 1, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., μισῶν, ἔχων ἔχθραν πρός τινα, τινι Θουκ. 8. 45, Ξεν. Ἀγησ. 6. 1, κλ.: μετὰ γεν., ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν Πινδ. Ο. 7. 165: ἀπολ., ἐχθρὰ γλῶσσα Αἰσχύλ. Χο. 309· ὀργαὶ Εὐμ. 987, κτλ. ΙΙΙ. πολλάκις ὡς οὐσιαστ., ἐχθρός, ὁ, ἔνθα αἱ δύο ἔννοιαι ἥ τε ἐνεργ. καὶ ἡ παθ. συμπίπτουσιν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 340, Πίνδ., Τραγ., κλ.· ἀνὴρ ἐχθρὸς Ἡρόδ. 1. 92· ὁ Διὸς ἐχθρὸς Αἰσχύλ. Πρ. 120· ἐχθροῖς ἐχθρὰ πορσύνων Ἀγ. 1374· εἰ... τινα ἴδοι ἐχθρὸν ἑαυτοῦ Θουκ. 4. 47· οἱ ἐμοὶ ἐχθροὶ ὁ αὐτ. σ. 89, κτλ. ― Κατὰ τὸν Ἀμμώνιον: «ἐχθρὸς πολεμίου καὶ δυσμενοῦς διαφέρει. ἐχθρὸς μὲν γὰρ ὁ πρότερον φίλος· πολέμιος δὲ ὁ μεθ’ ὅπλων χωρῶν πέλας· δυσμενὴς δὲ ὁ χρόνιον πρὸς τὸν ποτὲ φίλον τὸ μῖσος διατηρῶν καὶ ἀδιαλλάκτως ἔχων»· πρβλ. Πολυδ. Α΄, 150. IV. πλὴν τῶν ὁμαλῶν Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. ἐχθρότερος, -τατος (Πινδ. Ν. 1. 98, Σοφ. Ο. Τ. 1346), οἱ ἀνώμαλοι τύποι ἐχθίων, ἔχθιστος (οὓς ἴδε) ἦσαν ἐν κοινῇ χρήσει. V. Ἐπίρρ. ἐχθρῶς, Πλάτ. Νόμ. 697D, κλ. - Συγκρ. ἐχθροτέρως, Δημ. 61. 26.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 haï, détesté : τινι, odieux à qqn ; ἐχθρὸν δὲ μοί ἐστιν avec l’inf. OD c’est pour moi une chose odieuse de, etc.
2 qui hait, ennemi de, dat. ou gén. ; ὁ ἐχθρός ATT l’ennemi de qqn;
Cp. ἐχθρότερος, Sp. ἐχθρότατος ; plus us. ἐχθίων, Sp. ἔχθιστος, rar. ἐχθίστατος.
Étymologie: ἔχθος.

English (Autenrieth)

hateful, odious.

English (Slater)

ἐχθρός (-ός, -όν, -ῶν, -οῖσι; -ά, -ᾷ, -άν; -ά acc.: -ότατον m. acc.)
   1 adj.
   a act., hostile τις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ (O. 2.59) στάσιν ἐχθρὰν κουροτρόφον fr. 109. 4. c. gen., ἐπεὶ ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ ( hostile to arrogance : cf. φίλον (P. 3.5) ) (O. 7.90)
   b pass., hated, hateful ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία (O. 9.38) ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις (P. 1.96) καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck) (N. 1.65) ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι (N. 8.32) ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον Παρθ. 2. 63.
   2 subs., foe, adversary ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι (P. 2.84) κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι (P. 8.86) κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν (P. 9.95) χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν (I. 4.48) εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἔχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει (Pae. 2.32) ]ς ἐχθρῶν ὁμιλήσειε[ Πα. 13b. 1.
   3 n. pl. acc., pro adv. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται with hostile intent (Pae. 2.54)

English (Strong)

from a primary echtho (to hate); hateful (passively, odious, or actively, hostile); usually as a noun, an adversary (especially Satan): enemy, foe.