ἀνορούω: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(big3_4) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [part. aor. eol. ἀνορούσαις Pi.<i>O</i>.7.37]<br /><b class="num">1</b> c. idea de separación [[levantarse]], [[ponerse en pie]] ἐκ ... θρόνων <i>Od</i>.22.23, ἐξ ὕπνοιο <i>Il</i>.10.162, τοῖσι δὲ Νέστωρ ... ἀνόρουσε <i>Il</i>.1.248<br /><b class="num">•</b>abs. <i>Il</i>.9.193, <i>Od</i>.3.149, Sapph.44.11, Pi.l.c., A.R.2.299, Opp.<i>H</i>.3.106.<br /><b class="num">2</b> c. idea de dirección [[lanzarse]] ἐς δίφρον <i>Il</i>.11.273, ἐπ' αὐτῷ Nonn.<i>D</i>.19.72<br /><b class="num">•</b>fig. ἐς τιμὰς Emp.B 30.2, cf. Arist.<i>Metaph</i>.1100<sup>b</sup>15<br /><b class="num">•</b>[[subir]] οὐρανὸν ἐς <i>Od</i>.3.1, Οὔλυμπόνδε A.R.2.299. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [part. aor. eol. ἀνορούσαις Pi.<i>O</i>.7.37]<br /><b class="num">1</b> c. idea de separación [[levantarse]], [[ponerse en pie]] ἐκ ... θρόνων <i>Od</i>.22.23, ἐξ ὕπνοιο <i>Il</i>.10.162, τοῖσι δὲ Νέστωρ ... ἀνόρουσε <i>Il</i>.1.248<br /><b class="num">•</b>abs. <i>Il</i>.9.193, <i>Od</i>.3.149, Sapph.44.11, Pi.l.c., A.R.2.299, Opp.<i>H</i>.3.106.<br /><b class="num">2</b> c. idea de dirección [[lanzarse]] ἐς δίφρον <i>Il</i>.11.273, ἐπ' αὐτῷ Nonn.<i>D</i>.19.72<br /><b class="num">•</b>fig. ἐς τιμὰς Emp.B 30.2, cf. Arist.<i>Metaph</i>.1100<sup>b</sup>15<br /><b class="num">•</b>[[subir]] οὐρανὸν ἐς <i>Od</i>.3.1, Οὔλυμπόνδε A.R.2.299. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνορούω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναπηδώ]], [[πετιέμαι]] [[επάνω]]<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] [[γρήγορα]] [[ψηλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ορούω]] «[[ορμώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
poet. Verb, used by Hom. only in aor. 1 (X.Eq.3.7,8.5 has pres. inf. and part.):—
A start up, leap up, abs., Il.9.193, Od.3.149, Sapph.Supp.20a.11, etc.; ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Od.22.23; ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀ. Il.10.162, etc.; ἐς δίφρον δ' ἀ. 11.273; so Ἠέλιος δ' ἀνόρουσε . . οὐρανὸν ἐς .. Helios went swiftly up the sky, Od. 3.1; τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυεπὴς ἀ. Il.1.248; ἀνορούσαις (Aeol. part.) Pi. O.7.37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορούω: ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. α΄ (ὁ Ξεν. ἐν Ἱππ. 3. 7., 8. 5 ἔχει τὸ ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. καὶ τὴν μετοχ.): ― ἀνεγείρομαι, ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, ἀπολ., Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Γ. 149, κτλ.· ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Χ. 23· ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀν. Ἰλ. Κ. 162, κτλ. ἐς δίφρον δ’ ἀν. Λ. 273, 399· οὕτως, Ἠέλιος δ’ ἀνόρουσε … οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον, ὁ δ’ Ἥλιος ταχέως ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸν… Ὀδ. Γ. 1· τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυπετὴς ἀνόρουσε, «ἀνώρμησεν, ἀνέστη» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 248· ἀνορούσαις (Δωρ. μετοχ.) Πινδ. Ο. 7. 68.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. épq. ἀνόρουσα;
se lever vivement, s’élancer.
Étymologie: ἀνά, ὀρούω.
English (Autenrieth)
only aor. ἀνόρουσεν, -σαν, part. -σᾶς: spring up; ἐκ θρόνων, ὕπνου, ἐς δίφρον, Il. 16.130; ἠέλιος, ‘climbed swiftly up the sky,’ Od. 3.1.
English (Slater)
ἀνορούω
1 leap up, start up πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν (O. 7.37) [ἀνόρουσε v. l. ἐσόρουσε (O. 8.40) ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ ]οθ[.]νόρουσε περὶ φόβῳ (αὐτόθ' ἀνόρουσε coni. Snell) (Pae. 20.15)
Spanish (DGE)
• Morfología: [part. aor. eol. ἀνορούσαις Pi.O.7.37]
1 c. idea de separación levantarse, ponerse en pie ἐκ ... θρόνων Od.22.23, ἐξ ὕπνοιο Il.10.162, τοῖσι δὲ Νέστωρ ... ἀνόρουσε Il.1.248
•abs. Il.9.193, Od.3.149, Sapph.44.11, Pi.l.c., A.R.2.299, Opp.H.3.106.
2 c. idea de dirección lanzarse ἐς δίφρον Il.11.273, ἐπ' αὐτῷ Nonn.D.19.72
•fig. ἐς τιμὰς Emp.B 30.2, cf. Arist.Metaph.1100b15
•subir οὐρανὸν ἐς Od.3.1, Οὔλυμπόνδε A.R.2.299.
Greek Monolingual
ἀνορούω (Α)
1. αναπηδώ, πετιέμαι επάνω
2. ανεβαίνω γρήγορα ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ορούω «ορμώ προς τα εμπρός»].