ἐλαφρός: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(strοng)
(T22)
Line 30: Line 30:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=[[probably]] [[akin]] to [[ἐλαύνω]] and the [[base]] of [[ἐλάσσων]]; [[light]], i.e. [[easy]]: [[light]].
|strgr=[[probably]] [[akin]] to [[ἐλαύνω]] and the [[base]] of [[ἐλάσσων]]; [[light]], i.e. [[easy]]: [[light]].
}}
{{Thayer
|txtha=ἐλαφρα, ἐλαφρόν, [[light]] in [[weight]], [[quick]], [[agile]]; a [[light]] [[φορτίον]] is used [[figuratively]] [[concerning]] the commandments of Jesus, [[easy]] to be kept, τό ἐλαφρόν, substantively, the lightness: τῆς θλίψεως (A. V. [[our]] [[light]] [[affliction]]), [[Homer]] [[down]].)
}}
}}

Revision as of 18:11, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαφρός Medium diacritics: ἐλαφρός Low diacritics: ελαφρός Capitals: ΕΛΑΦΡΟΣ
Transliteration A: elaphrós Transliteration B: elaphros Transliteration C: elafros Beta Code: e)lafro/s

English (LSJ)

ά, όν, and in Pi.N.5.20 ός, όν: (v. ἐλαχύς);—

   A light in weight, τόν οἱ ἐ. ἔθηκε (sc. λᾶαν) Il.12.450; ξύλου ἐλαφρότερα Hdt.3.23; πῦρ Parm.8.57; opp. βαρύς, Pl.Ti.63c, etc.; in Epitaphs, γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν 'sit tibi terra levis', Epigr.Gr.195 (Vaxos), cf. Sammelb. 315. Adv., τά (sc. δένδρεα) οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Od.5.240.    2 light to bear, easy, καί κεν ἐλαφρότερος πόλεμος Τρώεσσι γένοιτο Il.22.287; συμφ ορὰν ἐλαφροτέραν καταστῆσαι Antipho 3.3.12; πόνος -ότερος ἑαυτοῦ συνηθείῃ γίνεται Democr.241: later, Comp. ἐλαφρώτερον ἄλγος Max.173; ἐλαφρόν [ἐστι] 'tis light, easy, Pi.N.7.77, A.Pr.265, etc.; easy to understand, [προβλήματα] ἐ. καὶ πιθανά Plu.2.133e, cf. D.Chr. 18.11; ἐν ἐλαφρῷ ποιήσασθαί τι to make light of a thing, Hdt.3.154; οὐκ ἐν ἐ. ποιεῖσθαι Id.1.118; οὐκ ἐν ἐ. no light matter, Theoc.22.212. Adv. -ρῶς, φέρειν ζυγόν to bear it lightly, Pi.P.2.93.    3 light of digestion, Plu.2.137a.    4 shallow, διάπλους Peripl.M.Rubr.55; δῖναι ib.40.    5 Act., ease-giving, B.Fr.8, Theoc.2.92.    II light in moving, nimble, γυῖα δ' ἔθηκεν ἐ. Il.5.122; ἦ μάλ' ἐ. ἀνήρ 16.745; ἐλαφρότατος ποσσί 23.749; χεῖρες . . ἐπαΐσσονται ἐ. ib.628; κίρκος . . ἐλαφρότατος πετεηνῶν 22.139, Od.13.87; [ἵπποι] ἐλαφρότατοι θείειν 3.370; ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς A.Pr.125 (anap.); ἐ. ποδί ib.281 (anap.); γονάτων ἐλαφρὸν ὁρμάν Pi.N.5.20; ἐ. ποδῶν ἴχνι' ἀειράμεναι Call.Fr.anon.391; ἐλαφρὰ ἡλικία the age of active youth, X.Mem.3.5.27; ἐλαφροί, οἱ, light troops, Id.An.4.2.27 (restricted to cavalry who fight at close quarters, Ascl.Tact.1.3): metaph., πόλιας θῆκεν ἐλαφροτέρας made them easier in condition, Epigr.Gr.905 (Gortyn). Adv. -ρῶς nimbly, Ar.Ach.217; ὀρχεῖσθαι πυρρίχην X.An.6.1.12.    III metaph., light-minded, unsteady, fickle, πᾶν πλῆθός ἐστιν ἐ. Plb.6.56.11; ἐ. λύσσα light-headed madness, E.Ba.851.    b gentle, mild, σφᾶς αὐτοὺς -οτάτους τοῖς συνοῦσι παρέχοντας Isoc.12.31, cf. Pl.Ep.360c.    2 small, ποταμός Plb.16.17.7; of small power or strength, πόλεις Id.5.62.6.    3 relieved of a burden, ψυχὴ ἐ. καὶ δι' αὑτῆς Plot.4.3.32.    IV Ἐλαφρός· Ζεὺς ἐν Κρήτῃ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 792] auch 2 Cndg., ἐλαφρὸς ὁρμά Pind. N. 5, 20, leicht; – 1) vom Gewicht; Il. 12, 450; Ggstz βαρύς, Plat. Theaet. 63 c; Xen. Cyn. 6, 11 u. öfter. Dah. leicht zu ertragen, nicht lästig, ἐλαφρότερος γίγνεται πόλεμος Τρώεσσι, fällt minder schwer, Il. 22, 287; συμφορά Antiph. III γ E.; σοὶ ἐλαφρὸν τυγχάνει ἐόν Her. 7, 38; τὰ ἐλαφρότερα ταῖς γυναιξὶν δοτέον Plat. Rep. V, 457 a; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι, Etwas nicht leicht nehmen, sich darüber ängstigen, es übel nehmen, Her. 1, 118. 3, 154; adv. ἐλαφρῶς, leichtlich, ohne Mühe, Oc. 5, 240; φέρειν Pind. P. 2, 93. Bei Xen. An. 3, 3, 6 sind ἐλαφροὶ καὶ εὔζωνοι verbunden; u. öfter so von Leichtbewaffneten, was in die Bdtg – 2) sich leicht bewegend, flink, schnell übergeht; ἵπποι ἐλαφρότατοι θέειν Od. 3, 370; ὅστις ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο 13, 87; γυῖα δ' ἔθηκεν ἐλαφρά Il. 5, 122, leicht, rüstig; πούς Aesch. Prom. 279; πτερύγων ῥιπαί 125; καὶ ὑπόπτεροι Plat. Phaedr. 256 b; καὶ ποδώκης Plut. Fab. 7; ἐλαφρὰ ἡλικία, das rüstige, zum Kriegsdienst fähige Alter, Xen. Mem. 3, 5, 27. – 3) gering, schwach; λύσσα Eur. Bacch. 831; von einem Flusse, Pol. 16, 17, 8; – sanft, mild; καὶ μετριώτατοι τοῖς συνοῦσι Isocr. 12, 31; καὶ εὐήθης Plat. Epist. XIII, 360 c; vgl. Theocr. 2, 124; – leichtsinnig, Pol. 6, 56, 11, wie B. A. 96 erkl. ὁ τὰς φρένας κοῦφος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφρός: -ά, -όν, καὶ ἐν Πινδ. Ν. 5. 38, ός, όν, (ἴδε ἐλαχύς): - ἐλαφρός, ἐπὶ βάρους, Λατ. levis, ἀντίθετον τῷ βαρύς, τόν οἱ ἐλ. ἔθηκε (ἐνν. λᾶαν) Ἰλ. Μ. 450· ξύλου ἐλαφρότερα Ἡρόδ. 3. 23· καὶ παρ’ Ἀττ., ὡς ἐν Πλάτ. Τιμ. 63C, κλ.· ἐν ἐπιτυμβ., γαῖαν ἔχοις ἐλαφρὰν, sit tibi terra levis, Ἐπίγραμμ. Ἑλλ. 195· - ἐπίρρ., ἐλαφρῶς, τὰ (ἐνν. ξύλα) οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Ὀδ. Ε. 240. 2) ἐλαφρός, «ὑποφερτός», οὐχὶ βαρύς, εὔκολος, καί κεν ἐλαφρότερος πόλεμος Τρώεσσι γένοιτο Ἰλ. Χ. 287· συμφορὰν ἐλαφροτέραν καταστῆσαι Ἀντιφῶν 124. 3· ἐλαφρόν ἐστι, εἶναι εὔκολον, Πινδ. Ν. 7. 113, Αἰσχύλ. Πρ. 263, κτλ.· ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι, θεωρεῖν τι εὔκολον, Ἡρόδ. 3. 154· οὐκ ἐν ἐλ. π., Λατ. graviter ferre, ὁ αὐτ. 1. 118· οὐκ ἐν ἐλαφρῷ, οὐχὶ εὔκολον πρᾶγμα, Θεόκρ. 22. 212: - Ἐπίρρ. ἐλαφρῶς, ἐλαφρῶς φέρειν ζυγὸν Πινδ. Π. 2. 171. 3) εὐκόλως χωνευόμενος, εὔπεπτος, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 137Α. ΙΙ. εὐκόλως κινούμενος, εὐκίνητος, Λατ. agilis, γυῖα δ’ ἔθηκεν ἐλαφρὰ Ἰλ. Ε. 122· ἦ μάλ’ ἐλ. ἀνήρ, ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ Π. 745· ἐλαφρὸς ποσσὶ Ψ. 749· χεῖρες ἐπαΐσσονται ἐλαφραὶ Ψ. 628· κίρκος... ἐλαφρότατος πετεηνῶν Χ. 139, πρβλ. Ὀδ. Ν. 87· ἵπποι ἐλαφρότατοι θείειν Γ. 370· ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς Αἰσχύλ. Πρ. 125· ἐλαφρῷ ποδὶ αὐτόθι 279· ἐλαφρὰ ἡλικία, ἡ ἡλικία τῆς ζωηρᾶς καὶ εὐκινήτου νεότητος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 27: - ἀλλ’ οἱ ἐλαφροί, οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι στρατιῶται, Λατ. levis armatura, ὁ αὐτ. Ἀνάβ. 4. 2, 27· - μεταφ., πόλιας θῆκεν ἐλαφροτέρας, κατέστησε τὴν κατάστασιν αὐτῶν καλλιτέραν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 905. ΙΙΙ. μεταφ. ὡσαύτως, ἐλαφρῶς σκεπτόμενος, ἐλαφρόνους, ἄστατος, ἄσκεπτος, Πολύβ. 6. 56, 11· ἐνεὶς ἐλαφρὰν λύσσαν, ἐνθεὶς ἐλαφρὰν παραφροσύνην, Εὐρ. Βάκχ. 851· - ὡσαύτως, πρᾶος, ἥσυχος, Ἰσοκρ. 239Β, Πλάτ. Ἐπιστ. 360C. 2) μικρός, Λατ. tenuis, ποταμὸς Πολύβ. 16. 17, 7· μικρὰν ἔχων δύναμιν ἢ ἰσχύν, πόλεις ὁ αὐτ. 5. 62, 6.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
léger :
A. leste, agile ; particul. léger pour marcher ou pour courir, léger à la course : ἐλαφρὰ ἡλικία XÉN l’âge où l’on est agile, càd propre aux fatigues de la guerre;
B. léger de poids :
I. au propre ἐλαφρὸς λᾶας IL pierre légère ; οἱ ἐλαφροί XÉN les troupes légères (cf. lat. levis armatura) ; léger à l’estomac, facile à digérer;
II. fig. 1 léger, facile à supporter, tolérable : ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι HDT supporter légèrement, facilement qch ; ἐλαφρόν ἐστι avec l’inf. ESCHL c’est chose facile de;
2 en parl. de pers. facile, doux : τινι, pour qqn.
Étymologie: cf. ἔλαφος.

English (Autenrieth)

-ότερος, -ότατος: light (moving), nimble; of the swift wind, Il. 19.416; light (of weight), Il. 12.450; met., πόλεμος, Il. 22.287.—Adv., ἐλαφρῶς, lightly, easily, Od. 5.240.

English (Slater)

ἐλαφρός (ᾰ coni.)
   1 light, easy ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (ἐλαφρὰν ὁρμὰν codd.: transp. Turyn: ἐλαφρὸν ὁρμὰν byz.) (N. 5.20) ἐλαφρὸν ὄρχημοἶδα ποδῶν μειγνύμεν *fr. 107b. 1.* c. inf., εἴρειν στεφάνους ἐλαφρόν (N. 7.77) σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον (coni. Sandys: τε λάβρον codd.) (N. 8.46) adv., φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει (P. 2.93)

Spanish (DGE)

-ά, -όν

• Grafía: bárb. ἐλαπρός Ar.Th.1180
I sin idea de mov.
1 ligero, liviano, de poco peso de cosas λᾶας Il.12.450, ὅσα ξύλου ἐστὶ ἐλαφρότερα Hdt.3.23, πῦρ Parm.B 8.57, cf. Pl.Ti.56a, op. βαρύς Pl.Ti.63e, ἐσθής X.Cyn.6.11, βούτυρον Hp.Morb.4.51, θῶραξ PGiss.47.7 (II a.C.), cf. Apollod.Poliorc.139.6
en epitafios γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν ICr.2.5.49 (Axo I a.C.), ἐλαφρὰ γῆ σοι SEG 44.875 (Halicarnaso I a.C.?), cf. SB 315, JIEgypt 109 (I a.C.)
de alimentos ligero, fácil de digerir Plu.2.137a.
2 fig., de abstr. fácil de llevar, soportable, tolerable καί κεν ἐλαφρότερος πόλεμος ... γένοιτο Il.22.287, συμφορά Antipho 3.3.12, πόνος Democr.B 241, δίκη Pl.Lg.934a, ἄλγος Max.173, cf. D.Chr.13.3
ligero, leve λύσσα E.Ba.851, del yugo de Cristo, Cyr.Al.M.72.405B
en el giro ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαι tomar a la ligera, considerar poco importante Hdt.3.154, cf. 1.118, οὐκ ἐν ἐλαφρῷ no de poca importancia Theoc.22.212
de pers. de trato fácil, adaptable σφᾶς αὐτοὺς ἐλαφροτάτους ... παρέχοντας Isoc.12.31, ἐ. καὶ εὐήθης δόξειεν ἂν εἶναι Pl.Ep.360c
econ. ligero, bajo, reducido τόκοι IThrac.Aeg.11.12 (Abdera II/I a.C.), v. ἐλαφροτοκία
neutr. en or. cop. ἐλαφρόν (ἐστί) es fácil c. inf. εἴρειν στεφάνους Pi.N.7.77, παραινεῖν ... τὸν κακῶς πράσσοντα A.Pr.263, τὸ σοὶ μὲν ἐ. ... ἐὸν ὑποργῆσαι Hdt.7.38, οὐ γὰρ ἐ. ἐσθλὸν ἔμμεναι no es fácil ser valiente Simon.36.7.
3 fig. en sent. peyor., de pers. de reflexión ligera, frívolo, poco serio πᾶν πλῆθος Plb.6.56.11
subst. οἱ ἐλαφροί los simples, Const.App.1.6.2, Mac.Aeg.Hom.17.5
de un argumento carente de peso, sin fundamento Phld.Sign.18.16
de ríos, ciudades, etc. de poca importancia ποταμός Plb.16.17.7, πόλεις Plb.5.62.6, δῖναι Peripl.M.Rubri 40, διάπλοι Peripl.M.Rubri 55.
II c. idea de mov., de pers., anim. y partes del cuerpo ligero, veloz, ágil de anim. κίρκος ... ἐλαφρότατος πετεηνῶν Il.22.139, Od.13.87, (ἵπποι) ἐλαφρότατοι θείειν Od.3.370
de pers. y asim. ἀνήρ Il.16.745, ἐλαφρὰ ἡλικία X.Mem.3.5.27, ἐ. καὶ καλὸς ... καλεῦμαι Theoc.2.124, ref. partes del cuerpo ἐλαφρότατος ποσσί Il.23.749, γυῖα Il.5.122, χεῖρες Il.23.628, πούς A.Pr.278, de abstr. ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν Pi.N.5.20, ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς con ágil batir de alas A.Pr.125, como epít. de Zeus en Creta, Hsch.
neutr. plu. como adv. ἐλάφρ' ἀναπαλλόμενοι Lyr.Adesp.21.7, cf. Alc.329.2
subst. οἱ ἐλαφροί tropas ligeras de infantería, X.An.4.2.27, Polyaen.3.9.2, de caballería, Ascl.Tact.1.3.
III adv. -ῶς
1 con facilidad τὰ οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς troncos secos que bogaran ligeros en su provecho, Od.5.240
rápidamente οὐδ' ἂν ἐ. ἂν ἀπεπλίξατο Ar.Ach.217
ágilmente, con agilidad ὀρχεῖσθαι πυρρίχην ἐ. X.An.6.1.12, cf. Anacr.92.1, ἐ. τῷ ποδὶ ἐπὶ τὸν τράχηλον ἐπιβὰς Polyaen.5.11.
2 ligeramente, levemente φέρειν δ' ἐ. ... ζυγόν Pi.P.2.93, op. συντόμως ‘intensamente’ βήσσειν Hp.Coac.419, cf. Orib.8.42 tít., Dieuch.18.8, Herm.Sim.7.6
de manera descuidada οὕτω ποίει μὴ ἐ. SB 10529A.20 (I/II d.C.?)
sin profundizar ἐλαφροτέρως τὰ τοιαῦτα ἐπισκοπεῖσθαι Aristox.Harm.15.19.

• Etimología: Forma tem. de *H1ln̥gh-, de donde tb. ἐλαχύς, ambas formas con prótesis vocálica. Es el grado ø de *H1lengh- cf. lituan. leñgvas.

English (Strong)

probably akin to ἐλαύνω and the base of ἐλάσσων; light, i.e. easy: light.

English (Thayer)

ἐλαφρα, ἐλαφρόν, light in weight, quick, agile; a light φορτίον is used figuratively concerning the commandments of Jesus, easy to be kept, τό ἐλαφρόν, substantively, the lightness: τῆς θλίψεως (A. V. our light affliction), Homer down.)