εὐθύνω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(T22)
(15)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist [[imperative]] 2nd [[person]] plural εὐθύνατε; ([[εὐθύς]]);<br /><b class="num">a.</b> to [[make]] [[straight]], [[level]], [[plain]]: [[τήν]] ὁδόν, to [[lead]] or [[guide]] [[straight]], to [[keep]] [[straight]], to [[direct]], ([[often]] so in Greek writings): ὁ ἐυθυνων, the [[steersman]], [[helmsman]] of a [[ship]], [[Euripides]], Cycl. 15; of a [[charioteer]], Isocrates, p. 9; others) (Compare: [[κατευθύνω]].)  
|txtha=1st aorist [[imperative]] 2nd [[person]] plural εὐθύνατε; ([[εὐθύς]]);<br /><b class="num">a.</b> to [[make]] [[straight]], [[level]], [[plain]]: [[τήν]] ὁδόν, to [[lead]] or [[guide]] [[straight]], to [[keep]] [[straight]], to [[direct]], ([[often]] so in Greek writings): ὁ ἐυθυνων, the [[steersman]], [[helmsman]] of a [[ship]], [[Euripides]], Cycl. 15; of a [[charioteer]], Isocrates, p. 9; others) (Compare: [[κατευθύνω]].)  
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[εὐθύνω]]) [[ευθύς]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] [[ευθύ]], [[ευθειάζω]], [[ισιάζω]] («[[ευθύνω]] [[μέταλλο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον υπεύθυνο, [[βαρύνω]] κάποιον με ευθύνες<br /><b>2.</b> (συν. μέσ.) <i>ευθύνομαι</i><br />[[είμαι]] [[υπεύθυνος]], [[φέρω]] [[ευθύνη]] («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές ενέργειες»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διοικώ]], [[κυβερνώ]] («φίλιππον λαὸν εὐθύνων δορί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναιρώ]], [[ανασκευάζω]] («τὴν Φιλίστου διάλεκτον εὐθύνειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καταδικάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] στην [[ευθεία]] ή κατ' ευθείαν («πρὸς οἶκον εὐθύνοντες ἐναλίαν πλάτην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για δρόμο) [[στρώνω]], [[αφαιρώ]] τα εμπόδια («φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δικάζω]] σύμφωνα με το [[δίκαιο]]<br /><b>4.</b> [[στέλνω]] («[[χρόνος]] ὄλβον... εὐθύνει», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> (στην Αθήνα για τους άρχοντες) [[καλώ]] κάποιον σε [[λογοδοσία]]<br /><b>6.</b> [[υποβάλλω]] σε βασανιστήρια<br /><b>7.</b> [[υπηρετώ]] ως [[εύθυνος]]<br /><b>8.</b> διοικούμαι, κυβερνώμαι<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> <i>εὐθύνομαι</i><br />α) [[ανασκευάζομαι]], εξελέγχομαι<br />β) υποβάλλομαι σε κριτική [[έρευνα]]<br /><b>10.</b> α) (αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ εὐθύνων</i><br />ο [[πηδαλιούχος]]<br />β) (η μτχ. παθ. ενεστ. στο αρσ. πληθ.) <i>οἱ εὐθυνόμενοι</i><br />οι κατηγορούμενοι.
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῡνω Medium diacritics: εὐθύνω Low diacritics: ευθύνω Capitals: ΕΥΘΥΝΩ
Transliteration A: euthýnō Transliteration B: euthynō Transliteration C: efthyno Beta Code: eu)qu/nw

English (LSJ)

(εὐθύς) = the Homeric ἰθύνω (which is a freq. v.l., as in A.Pers.773): —

   A guide straight, direct, οἰωνὸν γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων Id.Pr.289; εὐ. ἡνίας Ar.Av.1739 (lyr.); [ἅρματα] Isoc.1.32; εὐ. δόρυ steer the bark straight, E.Cyc.15; εὐ. πλάτην Id.Hec.39; ὁ εὐθύνων the helmsman, Ep.Jac.3.4; εὐ. ἀγέλας lead or drive them, X.Cyr.1.1.2; εὐ. χερσί manage, guide him, S.Aj.542; εὐ. πόδα E.Heracl.728, etc.    2 metaph., direct, govern, Κύρου δὲ παῖς . . ηὔθυνε στρατόν A.Pers.773; πᾶσαν εὐθύνων πόλιν S.Ant.178, cf. 1164, E.Hec.9, Pl.Min.320d.    3 make straight, straighten, opp. κάμπτειν, πτέρυγας Arist.IA709b10:— Pass., Id.Mete.385b32.    II make or put straight, εὐ. δίκας σκολιάς make crooked judgements straight, Sol.4.37; εὐ. λαοῖς δίκας Pi.P.4.153; εὐ. οὖρον send a straight fair wind, Id.O.13.28; εὐ. ὄλβον Id.P. 1.46; ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον . . εὐ. ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Pl.Prt. 325d, cf. 326e.    III examine the conduct of an official, Id.Plt. 299a; εὐ. τὰς ἀρχάς Arist.Pol.1271a6, 1274a17, al.:—Pass., c. gen., -όμενος τῆς ἐφορείας Id.Rh.1419a31.    2 c. gen. criminis, call to account for... τινα κλοπῆς Plu.Cic.9:—Pass., τῶν ἀδικημάτων ηὐθύνθη Th.1.95; οἱ -όμενοι the culprits, Mitteis Chr.31 iii 10 (ii B.C.), cf. Notiz.Arch.4.21 (Cyrene, i B.C.): c. dat., εὐ. φόνῳ PTeb.14.4 (ii B.C.); to be mulcted, punished, ἐπί τινι D.C.Fr.90, al.: abs., IG12.41.6; ἑκατὸν δραχμῆσι ib.4.15, al.    3 generally, refute or censure, τοὺς λόγους τινός Phld.Piet.67; τὴν Φιλίστου διάλεκτον Plu.Nic.1:—Pass., to be refuted, δι' αὐτῶν τῶν φαινομένων Phld.Sign.30, cf. Plot.3.6.13; but also, to be critically examined, Id.4.6.13.    4 examine by torture, Procop.Goth.3.32 (Pass).    IV intr., serve as εὔθυνος, Pl.Lg.946d.

German (Pape)

[Seite 1071] (εὐθύς), ion. ίθύνω, gerade machen, richten, ῶσπερ ξύλον διαστρεφόμενον εὐθύνουσιν ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Plat. Prot.. 325, d; richten, lenken, τὸν δ' οἰωνὸν γνώμ στομίωιν ἄτερ Aesch. Prom,. 287, χερσὶν παῖδα Soph. Ai. 542. das Kind an der Hand führen, πόλιν. Ant. 178, λαὸν δορί Eur. Hec. 9; ἀμφῆρες δόρυ, das Schiff, Cycl. 15, ἡ νίας Ar. Av. 1738. ἅρματα Isocr. 1, 32. Uebertr., ἐπέων οὖρον ἐπί τινα Pind. N. 6, 29; ὄλβον καὶ κτεάνων δόσιν, Glück verleihen, P. 1, 46; λαοῖς δίκας, das Recht verwalten, 4, 153; δίκας σκολιάς Solon bei Dem. 19, 255 (V. 36), wieder gerade machen, verbessern. Dah., wie Plat. Prot. 326 e sagt, ὡς εὐθυνούσης τῆς δίκης, in Beziehung auf die Strafe, zurechtweisen, bestrafen, tadeln; Plut. u. a. Sp. – Zur Rechenschaft ziehen, εἰς τούτους εἰσάγειν τοὺς ἄρξαντας καὶ εὐθύνειν Plat. Polit. 299 a; ἡ τῶν ἐφόρων ἀρχὴ πάσας εὐθύνει τὰς ἀρχάς Arist. rhet. 2, 9; εὐθύνεσθαι τῆς ἐφορίας, darüber zur Rechenschaft gezogen werden, 3, 18; vgl. τῶν ἀδικημάτων εὐθύνθη Thuc. 1, 95, D. Hal. 11, 46; verurtheilen, προβατείαις εὐθύνειν, Plut. Poplic. 11, zu einer Strafe, die in Schaafen entrichtet wird. – Das Amt des εὔθυνος verwalten, Plat. Legg. XII, 946 c.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύνω: (ῠ): μέλλ. ῠνῶ. (εὐθὺς) = τῷ Ὅμ. ἰθύνω (ὅπερ ἀπαντᾷ συχνάκις ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἀττ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 773): ὁδηγῶ κατ’ εὐθεῖαν, διευθύνω, οἰωνὸν γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 287· εὐθ ἡνίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1738· ἅρματα Ἰσοκρ. 9Α· ηὔθυνον ἀμφῆρες δόρυ, διηύθυνον τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐρεσσόμενον πλοῖον, Εὐρ. Κύκλ. 15· εὐθ. πλάταν ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 39· εὐθ. ἀγέλας, ὁδηγεῖν, Ξεν. Κύρ. 1. 1. 2· εὐθ. χερσί, διευθύνειν ὁδηγεῖν αὐτόν, Σοφ. Αἴ. 542· εὐθ. πόδα Εὐρ. Ἡρακλ. 728, κτλ. 2) μεταφ., διοικῶ, κυβερνῶ, διευθύνω, Κύρου δὲ παῖς… ηὔθυνε στρατὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 773· πᾶσαν εὐθύνων πόλιν Σοφ. Ἀντ. 178, πρβλ. 1164, Εὐρ. Ἑκ. 9, Πλάτ. Μίνως 320D. II. ποιῶ τι εὐθύ, εὐθ. δίκας σκολιάς, διεστραμμένας δίκας διευθετεῖν, ποιεῖν αὐτὰς δικαίας, Σόλων 5. 36· εὐθ. δίκας λαοῖς Πινδ. Π. 4. 273· εὐθ. οὖρον, πέμπειν οὔριον ἄνεμον, ὁ αὐτ. Ο. 13. 38· εὐθ. ὄλβον ὁ αὐτ. Π. 1. 88· ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον… εὐθ. ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Πλάτ. Πρωταγ. 325D, πρβλ. 236Ε. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις ἀκούω λογοδοσίαν (πρβλ. εὔθυνα), ἐπὶ ἄρχοντος, καλῶ αὐτὸν εἰς λογοδοσίαν, Πλάτ. Πολιτικ. εὐθ. τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 26., 12. 5, κ. ἀλλ. - Παθ., 299Α· ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 18, 6. 2) μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, προσκαλῶ τινα ὅπως δώσῃ εὐθύνας περὶ... τινὰ κλοπῆς Πλουτ. Κικ. 9. -Παθ., τῶν ἀδικημάτων εὐθύνθη Θουκ. 1. 95. 3) καθόλου, κατακρίνω, τὴν Φιλίστου διάλεκτον Πλουτ. Νικ. 1. IV. ἀμετάβ., ὑπηρετῶ ὡς εὔθυνος. Πλάτ. Νόμ. 946.

French (Bailly abrégé)

impf. ηὔθυνον, f. εὐθυνῶ, ao. ηὔθυνα, pf. inus.
1 diriger : ἅρματα ISOCR des chars ; ἀγέλας XÉN conduire des troupeaux ; fig. στρατόν ESCHL conduire une armée ; πόλιν SOPH gouverner une cité;
2 redresser, corriger ; censurer, blâmer;
3 à Athènes vérifier les comptes ou la gestion des magistrats ; traduire en justice : τινα κλοπῆς PLUT qqn pour vol ; τινα παρά τινι qqn devant un magistrat ; Pass. τῶν ἀδικημάτων εὐθ. THC être traduit en justice pour ses méfaits.
Étymologie: εὔθυνος.

English (Slater)

εὐθῡνω
   1 set on a straight path λτ;γτ;ενοφῶντος εὔθυνε δαίμονος οὖρον (O. 13.28) εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι (P. 1.46) “ἱππόταις εὔθυνε λαοῖς δίκας” (P. 4.153) εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα (N. 6.28)

English (Strong)

from εὐθύς; to straighten (level); technically, to steer: governor, make straight.

English (Thayer)

1st aorist imperative 2nd person plural εὐθύνατε; (εὐθύς);
a. to make straight, level, plain: τήν ὁδόν, to lead or guide straight, to keep straight, to direct, (often so in Greek writings): ὁ ἐυθυνων, the steersman, helmsman of a ship, Euripides, Cycl. 15; of a charioteer, Isocrates, p. 9; others) (Compare: κατευθύνω.)

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐθύνω) ευθύς
κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζωευθύνω μέταλλο»)
νεοελλ.
1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες
2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι
είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές ενέργειες»)
αρχ.-μσν.
1. διοικώ, κυβερνώ («φίλιππον λαὸν εὐθύνων δορί», Ευρ.)
2. αναιρώ, ανασκευάζω («τὴν Φιλίστου διάλεκτον εὐθύνειν», Πλούτ.)
μσν.
καταδικάζω
αρχ.
1. οδηγώ στην ευθεία ή κατ' ευθείαν («πρὸς οἶκον εὐθύνοντες ἐναλίαν πλάτην», Ευρ.)
2. (για δρόμο) στρώνω, αφαιρώ τα εμπόδια («φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου», ΚΔ)
3. δικάζω σύμφωνα με το δίκαιο
4. στέλνωχρόνος ὄλβον... εὐθύνει», Πίνδ.)
5. (στην Αθήνα για τους άρχοντες) καλώ κάποιον σε λογοδοσία
6. υποβάλλω σε βασανιστήρια
7. υπηρετώ ως εύθυνος
8. διοικούμαι, κυβερνώμαι
9. παθ. εὐθύνομαι
α) ανασκευάζομαι, εξελέγχομαι
β) υποβάλλομαι σε κριτική έρευνα
10. α) (αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ εὐθύνων
ο πηδαλιούχος
β) (η μτχ. παθ. ενεστ. στο αρσ. πληθ.) οἱ εὐθυνόμενοι
οι κατηγορούμενοι.