ὀφλισκάνω: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> [[ὀφλήσω]], <i>ao. rar.</i> [[ὤφλησα]], <i>ao.2</i> [[ὦφλον]], <i>pf.</i> [[ὤφληκα]];<br /><b>1</b> <i>t. de droit att.</i> être débiteur d’une amende pour un procès perdu : ὀφλ. χιλίας δραχμάς PLAT, [[εἴκοσι]] μνᾶς XÉN être condamné à une amende de mille drachmes, de vingt mines ; être condamné : ἁρπαγῆς [[τε]] καὶ κλοπῆς [[δίκην]] ὀφλ. ESCHL être condamné pour pillage et pour vol ; ὀφλ. θανάτου [[δίκην]] PLAT être condamné à mort ; <i>abs.</i> perdre son procès, être condamné;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se rendre coupable de, se faire accuser de : ὀφλ. δειλίην HDT se faire accuser de lâcheté ; μωρίαν SOPH de folie ; γέλωτα AR s’exposer au rire, aux moqueries, faire rire de soi.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὀφείλω]]. | |btext=<i>f.</i> [[ὀφλήσω]], <i>ao. rar.</i> [[ὤφλησα]], <i>ao.2</i> [[ὦφλον]], <i>pf.</i> [[ὤφληκα]];<br /><b>1</b> <i>t. de droit att.</i> être débiteur d’une amende pour un procès perdu : ὀφλ. χιλίας δραχμάς PLAT, [[εἴκοσι]] μνᾶς XÉN être condamné à une amende de mille drachmes, de vingt mines ; être condamné : ἁρπαγῆς [[τε]] καὶ κλοπῆς [[δίκην]] ὀφλ. ESCHL être condamné pour pillage et pour vol ; ὀφλ. θανάτου [[δίκην]] PLAT être condamné à mort ; <i>abs.</i> perdre son procès, être condamné;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se rendre coupable de, se faire accuser de : ὀφλ. δειλίην HDT se faire accuser de lâcheté ; μωρίαν SOPH de folie ; γέλωτα AR s’exposer au rire, aux moqueries, faire rire de soi.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὀφείλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀφλισκάνω]] και [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]], ὀφλίσκω και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>, ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. [[είναι]] ο τ. όφλῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε [[πληρωμή]] προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, [[χρωστώ]], [[οφείλω]] («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> καταδικάζομαι, [[χάνω]] («[[μέλλων]] ὀφλήσειν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με γεν. του εγκλήματος ή της ποινής ή με αιτ. που δηλώνει [[κατηγορία]], [[μομφή]], εχθρική [[διάθεση]] <b>κ.λπ.</b>) μού αξίζει να πάθω [[κάτι]] (α. «ὠφληκότι φόνου», <b>Πλάτ.</b><br />β. «θανάτου [[δίκην]] ὄφλων», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «αἰσχύνην ὄφλῃ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὀφλισκάνω]] [[δίκην]]» — καταδικάζομαι [[κατά]] τη [[δίκη]], [[χάνω]] τη [[δίκη]]<br />β) «δίαιταν [[ὀφλισκάνω]]» — [[χάνω]] τη [[διαιτησία]]<br />γ) «δειλίαν [[ὀφλισκάνω]]» — [[επισύρω]] [[κατηγορία]] δειλίας [[εναντίον]] μου, [[αποκτώ]] [[φήμη]] δειλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[οφείλω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
S.Ant.470, E.Alc.1093, Pl.Tht.161e: impf.
A ὠφλίσκανον D.30.2: fut. ὀφλήσω S.OT511 (lyr.), E.Hec.327, Ar.Pax172, Pl. Phd.117a: pf. ὤφληκα Ar.Nu.34, etc.; Arc. part. dat. pl. Ϝοφληκόσι IG5(2).262.18 (Mantinea, v B. C.), and 3pl. Ϝοφλέασι prob. in ib.1: aor. ὤφλησα Lys.13.65 codd. (ὦφλεν Sauppe), Aristid.2.143 J., Sopat. in Rh.8.243 W., (προσ-) Alciphr.3.26; in correct writers the aor. is ὦφλον, Hdt.8.26, And.1.73, etc.; inf. ὀφλεῖν Th.5.101, etc.; part. ὀφλών IG12.6.31, Th.3.70, etc.: sts. wrongly written ὄφλειν, ὄφλων, as if there were an Att. pres. ὄφλω; but this pres., though quoted by Hdn. Gr.1.448, occurs only in late writers as D.Chr.31.143, 153(f.l.): ὀφλέω is a still more doubtful form; for in Hsch. ὀφλεῖ shd. be corrected ὄφλει; ὤφλεε in Hdt.8.26 is an error for ὦφλε (which is given by some codd.): pres. ὀφλίσκω is cited by Suid.; ὀφλάνω by Phot. and Hsch.; and 3sg. fut. ὀφλανεῖ from Sol. by Sch.Gen.Il.21.282. (From same root as ὀφείλω, q. v.; origin doubtful: ὀφλισκάνω and ὀφλήσω may be recent formations from ὦφλον, ὤφληκα.):—become a debtor, prop. of one condemned to pay a fine, become liable to pay, ζημίαν E.Med.581, etc.; χρήματα Lys.20.14; πέντε τάλαντα Ar.Pax 172; χιλίας δραχμάς Pl.Ap.36a; τὸ μείωμα εἴκοσι μνᾶς X.An.5.8.1; τὴν ἐπωβελίαν Isoc.18.12. 2 δίκην ὀφλεῖν to be cast in a suit, lose one's cause, δίκας ὤφληκα Ar.Nu.34, cf. Av.1457; ἤν τις ὄφλῃ παρὰ τοῖς ἄρχουσι δίκην τῳ Id.Ec.655; ὀφλεῖν δίαιταν to lose in an arbitration, Is.12.12 (prob. cj. for ὤφειλον codd.), D.29.58, etc.; ἐρήμην ὀ. τὴν δίκην to let judgement go against one by default, Antipho 5.13; ἐξούλας ἢ γραφὰς ἢ ἐπιβολάς And.1.73; κλοπῆς ἕνεκα τὰς εὐθύνας ὀ. Aeschin.3.10. 3 abs., to be cast, to be the losing party, μέλλων ὀφλήσειν Ar.Nu.777; κᾆτ' ὀφλὼν ἀπέρχεται Id.Ach.689, cf. Th.3.70, Pl.Lg.745a, PHal.1.200 (iii B. C.); ὀφλεῖν τῷ δημοσίῳ ἐπί τινι for an offence, D.39.14. 4 c. gen. criminis, ὀφλὼν ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην A.Ag.534: without δίκην, ὠφληκὼς φόνου Pl.Lg.874b; ὀ. τραύματος ἐκ προνοίας ib.877c; ὀψὲ ὁδοῦ Id.Cra.433a(s.v.l.); ὀ. κλοπῆς, δώρων, And.1.74; ἀστρατείας, ἀποστασίου, D.24.103, 25.65; butalso b c. gen. poenae, θανάτου δίκην ὀ. Pl.Ap.39b, Lg.856d. c c. inf., ὦφλεν δύο τριήρεις καινὰς ἀποδοῦναι IG22.1623.149. d c. part., ἄν τις ὄφλῃ φαρμακείαις τισὶ βλάπτων Pl.Lg.845e. II generally, of anything which one deserves or brings on oneself, αἰσχύνην, βλάβην ὀ., incur them, E.Hel.67, Andr.188; ὀ. γέλωτα to be laughed at, Id.Med. 404, Ar.Nu.1035; τινι by one, E.Ba.854; παρά τινι, πρός τινα, Pl. Phd.117a, Hp.Ma.282a. 2 δειλίαν ὀ. incur a charge of cowardice, get a character for cowardice, δειλίην ὦφλε (v.l. ὤφλεε) πρὸς βασιλέος he drew upon himself the reproach of cowardice from the king, Hdt.8.26, cf. E.Heracl.985; μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω S.Ant.470, cf. E.Med. 1227, etc.; αὐθαδία τοι σκαιότητ' ὀ. S.Ant.1028; ἀπ' ἐμᾶς φρενὸς οὔποτ' ὀφλήσει κακίαν Id.OT511 (lyr.); ἀμαθίαν ὀφλήσομεν E.Hec.327, cf. Ion443; μοχθηρίαν καὶ ἀδικίαν Pl.Ap.39b; ἄνοιαν D.1.26; αἰσχύνην Id.2.3.
German (Pape)
[Seite 426] dazu gehört fut. ὀφλήσω, perf. ὤφληκα u. aor. ὦφλον, ὀφλεῖν, denn ein praes. ὄφλω kommt nicht vor, obschon der inf. oft ὄφλειν, auch von den Alten schon, accentuirt ist, vgl. Lehrs de stud. Aristarch. Hom. p. 263; Phot. p. 364, 16 bemerkt ὄφλειν ausdrücklich als att. und führt auch ὄφλουσι an; bei Bekker steht ὄφλειν Antiph. 5, 13, wo es aor. ist; ὄφλων Ar. Ach. 659. 661; ὄφλειν ist vulg. l. Plat. Rep. V, 451 a Alc. I, 121 b, u. so auch beim partic. in den unten angeführten Stellen; aor. ὤφλησε Lys. 13, 65; – sich schuldig machen, verwirken, schulden; besonders δίκην, einen Proceß verlieren und Strafe verwirken, ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην, Aesch. Ag. 520; ἀπ' ἐμᾶς φρενὸς οὔποτ' ὀφλήσει κακίαν, Soph. O. R. 512; αὐθαδία τοι σκαιότητ' ὀφλισκάνει, Ant. 1015, wie μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω 966, ich ziehe mir den Vorwurf der Thorheit zu, erscheine als thöricht; vgl. ἀμαθίαν ὀφλήσομεν Eur. Hec. 327; δειλίην ὤφλεε (v. l. ὦφλε) πρὸς βασιλῆος, Her. 8, 26; γέλωτα, sich lächerlich machen, Ar. Nubb. 1018; Plat. Theaet. 161 e; auch γέλωτ' ἂν ὄφλοι πρὸς ἡμᾶς, Hipp. mai 282 a; γέλωτα ὀφλήσειν παρ' ἐμαυτῷ, Phaed. 117 a; häufig bei Folgdn, wie Pol. 40, 6, 9; ἄνοιαν ὀφλισκάνειν Dem. 1, 26, αἰσχύνην ὤφληκε 2, 3. – Am häufigsten mit dem accus. oder gen. (wobei man δίκην ergäntzt, wie es vollständig heißt ἐάν τινι πατὴρ καὶ πάππου πα τὴρ ὄφλωσι θανάτου δίκην, Plat. Legg. IX, 856 d, wie Apol. 39 b; δίκας, δίκην, Ar. Nubb. 34 Av. 1457; ἐξούλας, γραφάς, Andoc. 1, 73; κλοπῆς, δώρων, ib. 74) des Rechtshandels, den man verloren, der Sache, für die man Strafe verwirkt hat, der Schuld, der man überführt ist, τῷ ὠφληκότι φόνου, Plat. Legg. IX, 874 b; ὠφληκότες μοχθηρίαν καὶ ἀδικίαν, Apol. 39 b; ἢν δέ τις ὄφλῃ τὴν τοιαύτην δίκην, Legg. VIII, 843 b; ὅτι ἂν ὦφλε χιλίας δραχμάς, Apol. 36 a; u. absol., ἵνα μὴ ὄφλωμεν, Crat. 433 a; ὀφλεῖν ἐρήμην δίκην, Antiph. 5, 13; φόνου δίκην ὠφληκώς, 5, 16; ὤφλησεν ὑμῖν μυρίας δραχμάς, Lys. 13, 65; ἐάν τις ἀστρατείας ὄφλῃ, Dem. 24, 103, wenn Einer wegen nicht geleisteter Kriegsdienste verurtheilt worden; ἐπ' ἀμφοτέροις (συκοφαντίᾳ καὶ παρανομίᾳ) ὤφληκεν, 25, 19; ὄφλειν u. ὄφλων steht auch 29, 34; Xen. An. 5, 8, 1 sagt Φιλήσιος μὲν ὦφλε καὶ Ξανθικλῆς τῆς φυλακῆς τῶν χρημάτων τὸ μείωμα, εἴκοσι μνᾶς. – Sp. = ὀφείλω, Schulden haben, App. B. C. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφλισκάνω: Σοφ. Ἀντ. 470, Εὐρ., Πλάτ.· π αρατ. ὠφλίσκανον Δημ. 864: μέλλ. ὀφλήσω Σοφοκλ. Ο. Τ. 511, Εὐρ., Πλάτ.: πρκ. ὤφληκα Ἀριστοφ. Νεφ. 34, κλ.: ἀόρ. ὤφλησα Λυσ. 136, 1 (ἀλλ’ ἔνθα ἴσως διορθωτέον ὠφείλησεν, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 115), Walz Ρήτορ. 8. 243, (προσ-) Ἀλκίφρ. 3. 26 παρὰ τοῖς δοκίμοις ὁ ἐν χρήσει ἀόρ. εἶναι ὦφλον, ἀπαρέμφ. ὀφλεῖν, μετοχ. ὀφλών, - ἐνίοτε ἐσφαλμένως φέρονται: ὄφλειν, ὄφλων, ὡς εἰ ὑπῆρχεν Ἀττ. ἐνεστὼς ὄφλω· ἀλλ’ ὁ ἐνεστῶς οὗτος καίπερ μνημονευόμενος ὑπὸ τῶν γραμματικῶν (Ἀρκάδ. 158. 26, Ἐτυμολ. Μέγ. 232. 9), ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγεν., οἷον Δίωνι Χρ., Ἀριστείδ., Ἀλκίφρ., Εὐστ., κλ., καὶ ἴσως προέκυψεν ἐκ τῆς ἐσφαλμένης γραφῆς ὄφλειν, ὄφλων ἀντὶ ὀφλεῖν, ὀφλών, ὡς ἐν Εὐρ. Βάκχ. 854, Πλάτ. Ἀπολ. 39Β, ἴδε Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 689, Ἡρακλ. 985, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 523· - ὀφλέω εἶναι πιθανῶς ἔτι μεταγεν. τύπος· διότι παρ’Ἡσυχ. ὀφλεῖ διορθωτέον εἰς ὄφλει· ὤφλεε παρ’ Ἡροδ. 8. 26 εἶναι σφάλμα ἀντὶ ὦφλε (ὅπερ ἔχουσί τινα τῶν Ἀντιγράφων): ἐνεστ. ὀφλίσκω μνημονεύεται παρὰ Σουΐδ., ὀφλάνω παρὰ Φωτ. κ. Ἡσυχ. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς Ε’ , σελ. 41. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ ὀφείλω, ὃ ἴδε). Ὀφείλω, χρεωστῶ, κυρίως ἐπὶ ἀνθρώπου καταδικασθέντος εἰς πληρωμὴν προστίμου, εἶμαι καταδεδικασμένος νὰ πληρώσω, ζημίαν Εὐρ. Μήδ. 581, κτλ.· χρήματα Λυσ. 159. 17· πέντε τάλαντα Ἀριστοφάν. Εἰρ. 172· χιλίας δραχμὰς Πλάτ. Ἀπολ. 36Α· εἴκοσι μνᾶς Ξενοφ. Ἀν. 5. 8, 1· τὴν ἐπωβελίαν Ἰσοκρ. 373C. 2) δίκην ὀφλισκάνω, καταδικάζομαι ἔν τινι δίκῃ, χάνω τὴν δίκην, ὠφληκέναι δίκην Ἀριστοφάν. Νεφέλ. 34, Ὄρν. 1457· ἤν τις ὄφλῃ παρὰ τοῖς ἄρχουσι δίκην τῷ ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 655· οὕτως, ὀφλισκάνω δίαιταν, χάνω κατὰ τὴν δίαιταν, Ἰσαῖ. 111. 7, Δημ. 862, 2, κλ.· ἐρήμην ὀφλ. τὴν δίκην, καταδικάζομαι ἐρήμην, ὡς μὴ παρουσιασθείς, Ἀντιφῶν 131. 1· ὀφλ. ἐξούλης Ἀνδοκ. 10. 15· κλοπῆς ἕνεκα τὰς εὐθύνας ὀφλ. Αἰσχίν. 55. 17. 3) ἀπολ., καταδικάζομαι, χάνω, μέλλων ὀφλήσειν Ἀριστοφ. Νεφέλ. 777· κᾆτ’ ὀφλὼν ἀπέρχεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 689, πρβλ. Θουκ. 3. 70, Πλάτ. Νόμ. 745Α· ὀφλεῖν τῷ δημοσίῳ ἐπί τινι, διά τι σφάλμα, Δημ. 998. 23. 4) μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, ὀφλὼν ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 534 (πρβλ. ἐκτίνω)· ἀκολούθως συχν. ἄνευ τοῦ δίκην, ὠφληκὼς φόνου, καταδικασθεὶς ἐπὶ φόνῳ, Πλάτ. Νόμ. 873Β κἑξ.· ὀφλ. τραύματος ἐκ προνοίας αὐτόθι 877Β· ὀφλ. κλοπῆς, δώρων Ἀνδοκ. 10. 20 ἀστρατείας, ἀποστασίου Δημ. 732. 23., 790. 2· ἀλλ’ὡσαύτως, β) μετὰ γεν. τῆς ποινῆς, θανάτου δίκην ὀφλ. Πλάτ. Ἀπολ. 39Β, Νόμ. 856D. ΙΙ. καθόλου, ἐπὶ πράγματος, ὅπερ ἐπισύρει τὶς καθ’ ἑαυτοῦ ἢ τοῦ ὁποίου εἶναι ἄξιος, αἰσχύνην, βλάβην ὀφλ., ἐπισύρω κατ’ ἐμαυτοῦ δυσφημίαν, ἀπώλειαν, Εὐρ. Ἑλ. 67, Ἀνδρ. 188· ὀφλ. γέλωτα, καταγελῶμαι, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 403, Ἀριστοφ. Νεφ. 1035· τινι, ὑπό τινος, Εὐρ. Βάκχ. 854· παρά τινι, πρός τινα Πλάτ. Φαίδων 117Α, Ἱππ. Μείζων 282Α. 2) δειλίαν ὀφλ. (σχεδὸν ὡς τὸ ὀφλ. δίκην δειλίας), ἐπισύρω κατηγορίαν δειλίας, ἔχω φήμην δειλοῦ, δειλίην ὤφλεε πρὸς βασιλῆος, ἐπέσυρε καθ’ ἑαυτοῦ τὴν μομφὴν δειλίας παρὰ τοῦ βασιλέως, Ἡρόδ. 8. 26, πρβλ. Ἡρακλ. 985· οὕτω, μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνῳ σοφ. Ἀντ. 470, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1227, κτλ.· αὐθαδία τοι σκαιότητ’ ὀφλ. Σοφ. Ἀντ. 1028· ἀπ’ ἐμᾶς φρενὸς οὔποτ’ ὀφλήσει Εὐρ. Ἑκ. 327, Ἴων 443· ἄνοιαν Δημ. 16. 24· αἰσχύνην 18. 26. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 530.
French (Bailly abrégé)
f. ὀφλήσω, ao. rar. ὤφλησα, ao.2 ὦφλον, pf. ὤφληκα;
1 t. de droit att. être débiteur d’une amende pour un procès perdu : ὀφλ. χιλίας δραχμάς PLAT, εἴκοσι μνᾶς XÉN être condamné à une amende de mille drachmes, de vingt mines ; être condamné : ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην ὀφλ. ESCHL être condamné pour pillage et pour vol ; ὀφλ. θανάτου δίκην PLAT être condamné à mort ; abs. perdre son procès, être condamné;
2 fig. se rendre coupable de, se faire accuser de : ὀφλ. δειλίην HDT se faire accuser de lâcheté ; μωρίαν SOPH de folie ; γέλωτα AR s’exposer au rire, aux moqueries, faire rire de soi.
Étymologie: cf. ὀφείλω.
Greek Monolingual
ὀφλισκάνω και κατά το λεξ. Σούδα, ὀφλίσκω και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. είναι ο τ. όφλῶ, -έω (Α)
1. (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε πληρωμή προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, χρωστώ, οφείλω («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει», Ευρ.)
2. καταδικάζομαι, χάνω («μέλλων ὀφλήσειν», Αριστοφ.)
3. (με γεν. του εγκλήματος ή της ποινής ή με αιτ. που δηλώνει κατηγορία, μομφή, εχθρική διάθεση κ.λπ.) μού αξίζει να πάθω κάτι (α. «ὠφληκότι φόνου», Πλάτ.
β. «θανάτου δίκην ὄφλων», Πλάτ.
γ. «αἰσχύνην ὄφλῃ», Ευρ.)
4. φρ. α) «ὀφλισκάνω δίκην» — καταδικάζομαι κατά τη δίκη, χάνω τη δίκη
β) «δίαιταν ὀφλισκάνω» — χάνω τη διαιτησία
γ) «δειλίαν ὀφλισκάνω» — επισύρω κατηγορία δειλίας εναντίον μου, αποκτώ φήμη δειλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οφείλω].