ἀμνός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
(3)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και [[ἀμνίς]], Ν [[αμνάδα]])<br /><b>1.</b> το [[νεογνό]] του προβάτου, [[αρνί]], [[αρνάκι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ο [[αμνός]] του Θεού» ο [[Χριστός]]<br /><b>μσν.</b><br />το ύφασμα του επιταφίου, όπου εικονίζεται το [[σώμα]] του Χριστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανόητος]], [[κουτός]]<br /><b>2.</b> [[άκακος]], [[πράος]], [[μαλακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ἀμνὸς</i> χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελληνική παράλληλα [[προς]] το <i>ἀρὴν</i> ([[ἀρνός]]), για να δηλώσει το [[αρνί]], το μικρό του προβάτου. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε IE <i>ag</i><sup>w</sup><i>nos</i> (&GT; <i>abvos</i> &GT; [[ἀμνός]], με [[αφομοίωση]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ιρλ. <i>ū</i><i>an</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>o</i><i>ū</i><i>an</i>). Οι συγγενείς τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών -λατ. <i>agnus</i> (από όπου τα γαλλ. <i>agneau</i>, ιταλ. <i>agno</i>), αρχ. σλαβ. <i>agnę</i>, αγγλ. <i>yean</i> «[[βελάζω]]»- θα μπορούσαν να αναχθούν σε IE <i>ag</i><sup>w</sup><i>hnos</i> (με δασύ χειλοϋπερωικό [[σύμφωνο]] -<i>g</i><sup>ω</sup><i>h</i>- [[αντί]] μέσου ηχηρού -<i>g</i><sup>w</sup>-), εφόσον το υπερωικό -<i>g</i>- στους τύπους αυτούς [[είναι]] αρχικό και όχι (υστερογενές) [[προϊόν]] αφομοιώσεως. Στη Ν. Ελληνική επικράτησε, [[αντί]] του [[αμνός]], ο τ. [[αρνί]]: [[ἀρήν]], <i>ἀρν</i>-<i>ὸς</i> &GT; <i>ἀρνί</i>-<i>ον</i> υποκορ. &GT; <i>αρν</i>-<i>ί</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[παῖς]], <i>παιδ</i>-<i>ὸς</i> &GT; <i>παιδ</i>-<i>ίον</i> &GT; <i>παιδ</i>-<i>ί</i>), ενώ ο τ. [[αμνός]] διατηρήθηκε και παγιώθηκε ως όρος της εκκλησιαστικής [[κυρίως]] (και της λόγιας) γλώσσας. Όπως η λ. [[ἄρτος]] [[έναντι]] της λ. [[ψωμί]], η [[οἶνος]], [[έναντι]] του [[κρασί]], [[έτσι]] και η λ. <i>ἀμνὸς</i> [[έναντι]] του τ. [[αρνί]] απετέλεσαν μια [[σειρά]] από λέξεις στερεότυπες της εκκλησιαστικής γλώσσας που καθιερώθηκαν με τον παραδεδομένο τους τύπο στη [[γλώσσα]] της λατρείας, ενώ τη [[θέση]] τους στην καθημερινή [[γλώσσα]] πήραν άλλες, [[κατά]] κανόνα, νεώτερες λέξεις.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμνεῖος]]-<i>ἀμναῖος</i>, [[ἀμνειός]], [[ἀμνίον]], [[ἄμνιος]], [[ἀμνοκῶν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμνοσκοπία]], <i>αμνοφαγία</i>].
|mltxt=ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και [[ἀμνίς]], Ν [[αμνάδα]])<br /><b>1.</b> το [[νεογνό]] του προβάτου, [[αρνί]], [[αρνάκι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ο [[αμνός]] του Θεού» ο [[Χριστός]]<br /><b>μσν.</b><br />το ύφασμα του επιταφίου, όπου εικονίζεται το [[σώμα]] του Χριστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανόητος]], [[κουτός]]<br /><b>2.</b> [[άκακος]], [[πράος]], [[μαλακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ἀμνὸς</i> χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελληνική παράλληλα [[προς]] το <i>ἀρὴν</i> ([[ἀρνός]]), για να δηλώσει το [[αρνί]], το μικρό του προβάτου. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε IE <i>ag</i><sup>w</sup><i>nos</i> (&GT; <i>abvos</i> &GT; [[ἀμνός]], με [[αφομοίωση]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ιρλ. <i>ū</i><i>an</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>o</i><i>ū</i><i>an</i>). Οι συγγενείς τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών -λατ. <i>agnus</i> (από όπου τα γαλλ. <i>agneau</i>, ιταλ. <i>agno</i>), αρχ. σλαβ. <i>agnę</i>, αγγλ. <i>yean</i> «[[βελάζω]]»- θα μπορούσαν να αναχθούν σε IE <i>ag</i><sup>w</sup><i>hnos</i> (με δασύ χειλοϋπερωικό [[σύμφωνο]] -<i>g</i><sup>ω</sup><i>h</i>- [[αντί]] μέσου ηχηρού -<i>g</i><sup>w</sup>-), εφόσον το υπερωικό -<i>g</i>- στους τύπους αυτούς [[είναι]] αρχικό και όχι (υστερογενές) [[προϊόν]] αφομοιώσεως. Στη Ν. Ελληνική επικράτησε, [[αντί]] του [[αμνός]], ο τ. [[αρνί]]: [[ἀρήν]], <i>ἀρν</i>-<i>ὸς</i> &GT; <i>ἀρνί</i>-<i>ον</i> υποκορ. &GT; <i>αρν</i>-<i>ί</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[παῖς]], <i>παιδ</i>-<i>ὸς</i> &GT; <i>παιδ</i>-<i>ίον</i> &GT; <i>παιδ</i>-<i>ί</i>), ενώ ο τ. [[αμνός]] διατηρήθηκε και παγιώθηκε ως όρος της εκκλησιαστικής [[κυρίως]] (και της λόγιας) γλώσσας. Όπως η λ. [[ἄρτος]] [[έναντι]] της λ. [[ψωμί]], η [[οἶνος]], [[έναντι]] του [[κρασί]], [[έτσι]] και η λ. <i>ἀμνὸς</i> [[έναντι]] του τ. [[αρνί]] απετέλεσαν μια [[σειρά]] από λέξεις στερεότυπες της εκκλησιαστικής γλώσσας που καθιερώθηκαν με τον παραδεδομένο τους τύπο στη [[γλώσσα]] της λατρείας, ενώ τη [[θέση]] τους στην καθημερινή [[γλώσσα]] πήραν άλλες, [[κατά]] κανόνα, νεώτερες λέξεις.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμνεῖος]]-<i>ἀμναῖος</i>, [[ἀμνειός]], [[ἀμνίον]], [[ἄμνιος]], [[ἀμνοκῶν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμνοσκοπία]], <i>αμνοφαγία</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμνός:''' ὁ, αρνί, σε Σοφ., Αριστοφ.· <i>ἀμνοὶ τοὺς τρόπους</i>, πρόβατα ως προς τον χαρακτήρα, στη [[συμπεριφορά]], στον ίδ.· για τις πλάγιες πτώσεις χρησιμ. τα [[ἀρνός]], [[ἀρνί]], [[ἄρνα]]· βλ. [[ἀρνός]].
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμνός Medium diacritics: ἀμνός Low diacritics: αμνός Capitals: ΑΜΝΟΣ
Transliteration A: amnós Transliteration B: amnos Transliteration C: amnos Beta Code: a)mno/s

English (LSJ)

ὁ,

   A lamb, S.Fr.751, Ar.Av.1559; ἀμνοὶ τοὺς τρόπους lambs in temper, Id.Pax935: metaph., ὁ ἀ. τοῦ θεοῦ Ev.Jo.1.36: fem. (cf. ἀμνή, ἀμνίς), Theoc.5.144,149, AP5.205.—Oblique casesusu. formed from ἀρήν, q. v. (For ἀβνός, i.e. agynos, cf. Lat. agnus.)

German (Pape)

[Seite 126] ὁ, agnus, Lamm, Ar. Av. 1559, auch ἡ, Theocr. 5, 144; ἀμνὸς τοὺς τρόπους P. 901. Die Alten leiten es meist von ἀμένος, schwach, ab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνός: ὁ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἀρνίον, Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1559· ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, δηλ. τὴν διάθεσιν, «σὰν ἀρνάκια», Ἀριστοφ. Εἰρ. 935: ὡς θηλ. ἐν Θεοκρ. 5. 144. 149, Ἀνθ. Π. 5. 205· ― ἂν καὶ ἔχομεν «ὡσαύτως διὰ τὸ θηλ. ἀμνὴ ἢ ἀμνίς. ― Αἱ πλάγιαι πτώσεις σπανίως εὑρίσκονται, ἀντ’ αὐτῶν δὲ εἶναι ἐν χρήσει ἀρνός, ἀρνί, ἄρνα, κτλ., ἴδε ἐν λέξ ἀρνός. Ὁ Κούρτιος ὑπολαμβάνει ὅτι τὸ μ ἐν τῷ ἀμνὸς παριστάνει τὸ F ἐν τῷ ὄϊς (ὄFις), Λατ. ovis. Σανσκρ. avis, ἀλλ’ ἀμφιβάλλει ἂν ἡ Λατ. λέξ. agnus παρήχθη ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης).

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
agneau ; ἡ ἀμνός agneau femelle, agnelle, animal.
Étymologie: DELG cf. lat. agnus.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Morfología: [ἡ ἀ. Theoc.5.144, AP 5.205]
cordero S.Fr.751, Ar.Au.1559, Achae.14, Autocr.3 (cód.), Arist.Fr.507, SEG 25.166.5 (Ática IV a.C.), Theoc.5.24, 144, 149, 8.14, Arat.1106, SIG 1024.9 (III a.C.), Nic.Al.151, Ph.1.602, LXX Ge.30.40, Nu.6.12, 29.23, Le.9.3, 12.6, AP 5.205, 6.282 (Theodorus), Ael.NA 4.15, Poll.7.184, Ael.Dion.α 99, Paus.Gr.α 89, Eust.1627.12
fig. ref. a la mansedumbre de carácter ἐσόμεθ' ἀλλήλοισιν ἀμνοὶ τοὺς τρόπους Ar.Pax 935
del Cordero de Dios ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου Eu.Io.1.29, cf. 1.36, Nonn.Par.Eu.Io.1.29, 1.36, PBerol.inv.1163.23 (V/VI d.C.) en AfP 21.1971.63.

• Etimología: De *H2og(h)nós, cf. lat. agnus, aesl. (j)agnę, aingl. ēnian, airl. ūan, etc.

English (Strong)

apparently a primary word; a lamb: lamb.

English (Thayer)

(οῦ, ὁ (from Sophocles and Aristophanes down), a lamb: τοῦ θεοῦ, consecrated to God, ἀρνίον.

Greek Monolingual

ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα)
1. το νεογνό του προβάτου, αρνί, αρνάκι
2. φρ. «ο αμνός του Θεού» ο Χριστός
μσν.
το ύφασμα του επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα του Χριστού
αρχ.
1. ανόητος, κουτός
2. άκακος, πράος, μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀμνὸς χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελληνική παράλληλα προς το ἀρὴν (ἀρνός), για να δηλώσει το αρνί, το μικρό του προβάτου. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε IE agwnos (> abvos > ἀμνός, με αφομοίωση)
πρβλ. αρχ. ιρλ. ūan (< oūan). Οι συγγενείς τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών -λατ. agnus (από όπου τα γαλλ. agneau, ιταλ. agno), αρχ. σλαβ. agnę, αγγλ. yean «βελάζω»- θα μπορούσαν να αναχθούν σε IE agwhnos (με δασύ χειλοϋπερωικό σύμφωνο -gωh- αντί μέσου ηχηρού -gw-), εφόσον το υπερωικό -g- στους τύπους αυτούς είναι αρχικό και όχι (υστερογενές) προϊόν αφομοιώσεως. Στη Ν. Ελληνική επικράτησε, αντί του αμνός, ο τ. αρνί: ἀρήν, ἀρν-ὸς > ἀρνί-ον υποκορ. > αρν-ί (πρβλ. παῖς, παιδ-ὸς > παιδ-ίον > παιδ-ί), ενώ ο τ. αμνός διατηρήθηκε και παγιώθηκε ως όρος της εκκλησιαστικής κυρίως (και της λόγιας) γλώσσας. Όπως η λ. ἄρτος έναντι της λ. ψωμί, η οἶνος, έναντι του κρασί, έτσι και η λ. ἀμνὸς έναντι του τ. αρνί απετέλεσαν μια σειρά από λέξεις στερεότυπες της εκκλησιαστικής γλώσσας που καθιερώθηκαν με τον παραδεδομένο τους τύπο στη γλώσσα της λατρείας, ενώ τη θέση τους στην καθημερινή γλώσσα πήραν άλλες, κατά κανόνα, νεώτερες λέξεις.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμνεῖος-ἀμναῖος, ἀμνειός, ἀμνίον, ἄμνιος, ἀμνοκῶν.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμνοσκοπία, αμνοφαγία].

Greek Monotonic

ἀμνός: ὁ, αρνί, σε Σοφ., Αριστοφ.· ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, πρόβατα ως προς τον χαρακτήρα, στη συμπεριφορά, στον ίδ.· για τις πλάγιες πτώσεις χρησιμ. τα ἀρνός, ἀρνί, ἄρνα· βλ. ἀρνός.