ἐρέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(14)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρέω]] και επικ. τ. [[ἔρομαι]], [[ἐρεείνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ρωτώ]], [[ζητώ]] να μάθω, [[ερευνώ]], [[εξετάζω]] («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ. προσ.) [[ρωτώ]] κάποιον («ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν [[ἐρείομεν]] ἢ ἱερῆα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναζητώ]] κάποιον, [[εξερευνώ]], [[ψάχνω]] για να βρω κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>4.</b> μέλλ. του [[εἴρω]]<br /><b>5.</b> ασυναίρ. ιων. τ. του μέλλ. του [[λέγω]], ἐρῶ<br /><b>6.</b> ασυναίρ. ιων. τ. [[αντί]] του ενεστ. [[ἐράω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι θεματικοί ενεστ. [[ερέω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ερέ</i>(<i>F</i>)-<i>ω</i>) —με υποτ. <i>ερείομεν</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ερε</i>(<i>F</i>)<i>ο</i>-<i>μεν</i>)- και <i>είρομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>έρ</i>(<i>F</i>)<i>ομαι</i>) ανάγονται πιθ. σε αθέμ. <i>έρευ</i>-<i>μι</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>ereu</i>- «[[ερευνώ]], [[ζητώ]] να μάθω, [[ρωτώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερευνώ]], [[ερωτώ]])].
|mltxt=[[ἐρέω]] και επικ. τ. [[ἔρομαι]], [[ἐρεείνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ρωτώ]], [[ζητώ]] να μάθω, [[ερευνώ]], [[εξετάζω]] («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ. προσ.) [[ρωτώ]] κάποιον («ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν [[ἐρείομεν]] ἢ ἱερῆα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναζητώ]] κάποιον, [[εξερευνώ]], [[ψάχνω]] για να βρω κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>4.</b> μέλλ. του [[εἴρω]]<br /><b>5.</b> ασυναίρ. ιων. τ. του μέλλ. του [[λέγω]], ἐρῶ<br /><b>6.</b> ασυναίρ. ιων. τ. [[αντί]] του ενεστ. [[ἐράω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι θεματικοί ενεστ. [[ερέω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ερέ</i>(<i>F</i>)-<i>ω</i>) —με υποτ. <i>ερείομεν</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ερε</i>(<i>F</i>)<i>ο</i>-<i>μεν</i>)- και <i>είρομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>έρ</i>(<i>F</i>)<i>ομαι</i>) ανάγονται πιθ. σε αθέμ. <i>έρευ</i>-<i>μι</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>ereu</i>- «[[ερευνώ]], [[ζητώ]] να μάθω, [[ρωτώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερευνώ]], [[ερωτώ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρέω:''' (Α), Επικ. [[ρήμα]], = [[ἐρεείνω]], [[ἔρομαι]], [[ἐρωτάω]] (δεν πρέπει να συγχέεται με το [[ἐρέω]] Β)·<br /><b class="num">1.</b> [[ρωτώ]], ζητώ πληροφορίες, <i>τι</i>, για [[κάτι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[ρωτώ]], μάντιν [[ἐρείομεν]] (Επικ. αντί <i>ἐρέωμεν</i>), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀλλήλοις ἐρέοιμεν</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">• [[ἐρέω]]:</b> (Β), Ιων. αντί [[ἐρῶ]], θα πω· βλ. Αττ. [[ἐρῶ]].
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρέω Medium diacritics: ἐρέω Low diacritics: ερέω Capitals: ΕΡΕΩ
Transliteration A: eréō Transliteration B: ereō Transliteration C: ereo Beta Code: e)re/w

English (LSJ)

(A), Ep. Verb,

   A = ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτάω, ask, inquire, c. acc. rei, about a thing, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Il.7.128, cf. Od.21.31 ; seek for, Ὕλαν A.R.1.1354.    2 c. acc. pers., question, μάντιν ἐρείομεν (v. infr.) ἢ ἱερῆα Il.1.62 ; ἀλλήλους ἐρέοιμεν Od.4.192 ; ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην 11.229.    3 c. acc. rei, search, explore, ἰλυούς Nic.Th.143 (v.l. ἐρέθοντες). (Prob. ἐρε (ϝ)-, cf. ἐρευτής : ἐρείομεν perh. metri gr. for ἐρέ (ϝ) -ο-μεν, pres. subj. of non-thematic stem.)
ἐρέω (B), Ion. for ἐρῶ, I

   A will say ; v. ἐρῶ.
ἐρέω (C), Ion. for ἐράω (A).

German (Pape)

[Seite 1026] s. ἔρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρέω: (Α), Ἐπ. ῥῆμα. = ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτάω (δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται πρὸς τὸ ἐρέω (Β): - ἐξετάζω νὰ μάθω, μ. αἰτ. πράγμ., περί τινος, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Ἰλ. Η. 128, πρβλ. Ὀδ. Φ. 31. 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ, ἀλλ· ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα (Ἐπικ. ἀντὶ ἐρέωμεν), Ἰλ. Α. 62· ἀλλήλους ἐρέοιμεν Ὀδ. Δ. 192· ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην Λ. 229.

French (Bailly abrégé)

1demander : τι, qch ; τινα, interroger qqn.
Étymologie: cf. ἔρομαι et εἴρομαι.
2f. ion. de εἴρω².

English (Autenrieth)

= ἐρῶ, see εἴρ Od. 24.1.
part. ἐρέων, subj. ἐρείομεν, opt. ἐρέοιμεν, mid. ἐρέομαι, ipf. ἐρέοντο, subj. ἐρέωμαι, inf. ἐρέεσθαι: ask, τινά, and abs.; ἔκ (adv.) τ' ἐρέοντο, ‘made inquiry,’ Il. 9.671.

English (Slater)

ἐρέω (ἐρέω, -εῖ: fut. pass. εἰρήσεται; aor. pass.
   1 ῥηθέν. ϝερ- (P. 4.142), fr. 42. 2. the act. is used as fut. of λέγω.)
   a abs. I shall speak “εἰδότι τοι ἐρέω” (P. 4.142) “εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” (P. 9.51)
   b c. acc. καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν (O. 8.57) [[[ἐρέω]] codd., contra met.: ἄρα Wil.: ἀπὸ Stone) (P. 1.77) ] μάντευμα πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος (P. 4.74) λεγόμενον ἐρέω (P. 5.108) τοῦτό γέ τοι ἐρέω fr. 42. 2. [ῥηθὲν (codd.: del. Bothe) fr. 121. 3.]
   c followed by indirect. quest. [μαθὼν δέ τις ἂν ἐρεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι (codd., Snell: ἀνερεῖ Gildersleeve) (N. 7.68) ]
   d pass., impers. τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (I. 6.59)

English (Strong)

probably a fuller form of ῥέω; an alternate for ἔπω in certain tenses; to utter, i.e. speak or say: call, say, speak (of), tell.

Greek Monolingual

ἐρέω και επικ. τ. ἔρομαι, ἐρεείνω (Α)
1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, ερευνώ, εξετάζω («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», Ομ. Οδ.)
2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον («ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.)
3. αναζητώ κάποιον, εξερευνώ, ψάχνω για να βρω κάποιον ή κάτι
4. μέλλ. του εἴρω
5. ασυναίρ. ιων. τ. του μέλλ. του λέγω, ἐρῶ
6. ασυναίρ. ιων. τ. αντί του ενεστ. ἐράω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι θεματικοί ενεστ. ερέω (< ερέ(F)-ω) —με υποτ. ερείομεν (< ερε(F)ο-μεν)- και είρομαι (< έρ(F)ομαι) ανάγονται πιθ. σε αθέμ. έρευ-μι < ΙΕ ereu- «ερευνώ, ζητώ να μάθω, ρωτώ» (πρβλ. ερευνώ, ερωτώ)].

Greek Monotonic

ἐρέω: (Α), Επικ. ρήμα, = ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτάω (δεν πρέπει να συγχέεται με το ἐρέω Β)·
1. ρωτώ, ζητώ πληροφορίες, τι, για κάτι, σε Όμηρ.
2. με αιτ. προσ., ρωτώ, μάντιν ἐρείομεν (Επικ. αντί ἐρέωμεν), σε Ομήρ. Ιλ.· ἀλλήλοις ἐρέοιμεν, σε Ομήρ. Οδ.
ἐρέω: (Β), Ιων. αντί ἐρῶ, θα πω· βλ. Αττ. ἐρῶ.