Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔσημος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1
(15)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔσημος]], -ον<br />Α και εὔσαμος, -ον)<br />[[λαμπρός]], [[ξεχωριστός]], [[γεμάτος]] [[δόξα]] (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><i>το εύσημο</i> ή <i>τα εύσημα</i><br />διακριτικό [[σημάδι]], τιμητική [[αναγνώριση]]<br /><b>μσν.</b><br />(για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί [[αμέσως]] τις εντολές που του δίνει με σήματα ή με νεύματα ο κύριός του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], φημισμένος («[[μεγαλόφωνος]] [[κῆρυξ]] καὶ [[εὔσημος]]»)<br /><b>2.</b> (για ήχο) [[καθαρός]], [[ευκρινής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ξεκινά με καλά [[σημεία]], ο [[ευοίωνος]]<br /><b>2.</b> [[ευδιάκριτος]], αυτός τον οποίο βλέπει [[κανείς]] [[καθαρά]]<br /><b>3.</b> [[ευανάγνωστος]], [[σαφής]]<br /><b>4.</b> [[ολοφάνερος]], [[οφθαλμοφανής]]<br /><b>5.</b> ευκολονόητος, [[σαφής]]<br /><b>6.</b> (για [[ένδυμα]]) με ωραίες άκρες, με καλοραμμένες άκρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σήμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επί</i>-<i>σημος</i>, <i>πολύ</i>-<i>σημος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔσημος]], -ον<br />Α και εὔσαμος, -ον)<br />[[λαμπρός]], [[ξεχωριστός]], [[γεμάτος]] [[δόξα]] (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><i>το εύσημο</i> ή <i>τα εύσημα</i><br />διακριτικό [[σημάδι]], τιμητική [[αναγνώριση]]<br /><b>μσν.</b><br />(για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί [[αμέσως]] τις εντολές που του δίνει με σήματα ή με νεύματα ο κύριός του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], φημισμένος («[[μεγαλόφωνος]] [[κῆρυξ]] καὶ [[εὔσημος]]»)<br /><b>2.</b> (για ήχο) [[καθαρός]], [[ευκρινής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ξεκινά με καλά [[σημεία]], ο [[ευοίωνος]]<br /><b>2.</b> [[ευδιάκριτος]], αυτός τον οποίο βλέπει [[κανείς]] [[καθαρά]]<br /><b>3.</b> [[ευανάγνωστος]], [[σαφής]]<br /><b>4.</b> [[ολοφάνερος]], [[οφθαλμοφανής]]<br /><b>5.</b> ευκολονόητος, [[σαφής]]<br /><b>6.</b> (για [[ένδυμα]]) με ωραίες άκρες, με καλοραμμένες άκρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σήμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επί</i>-<i>σημος</i>, <i>πολύ</i>-<i>σημος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔσημος:''' -ον ([[σῆμα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[καλά]] σημάδια ή οιωνούς, [[ευοίωνος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[αναγνωρίσιμος]] από σημάδια ή οιωνούς, [[ευδιάγνωστος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν έχει [[πρόβλημα]] στην [[κατανόηση]], [[εύληπτος]], [[ευδιάκριτος]], [[ευκρινής]], [[ξεκάθαρος]], [[σαφής]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσημος Medium diacritics: εὔσημος Low diacritics: εύσημος Capitals: ΕΥΣΗΜΟΣ
Transliteration A: eúsēmos Transliteration B: eusēmos Transliteration C: eysimos Beta Code: eu)/shmos

English (LSJ)

Dor. εὔσᾱμος, ον,

   A of good signs or omens, φάσμα ναυβάταις E.IA252 (lyr.), cf. Plu. Caes.43; ἱερά Philostr. VA8.7.12; [πῦρ] ib.1.31.    II easily known by signs, conspicuous, εὔσημον γὰρ οὔ μελανθάνει [τὸ πλοῖον] A.Supp.714; καπνῷ δ' ἁλοῦσα . . εὔ. πόλις Id.Ag.818; σημεῖα Hp.Mochl.16; τόπος Annuario 4/5.225 (Rhodes, ii B.C.); ἴχνη Thphr.CP6.19.5 (Comp.); οὐκ εὔσημον, ὅθεν .. not easy to distinguish, ib.3.8.2; legible, clear, ὅπως -σαμοτέρα ὑπάρχῃ ἁ ἀναγραφά SIG1023.96 (Cos, iii/ii B.C.); εὔ. γράμματα OGI665.12 (Egypt, i A.D.); εὔ. προσαγόρευσις Men.381; of sound, distinct, βοαι S.Ant.1021; ἦχοι Phld.Po.2.16 (Sup.); wellmarked, βραχίων Philostr.Gym.35; οὐλὴ εὔσημος PPetr.1p.54 (iii B.C.).    2 clear, intelligible, λόγον εὔ. δοῦναι 1 Ep.Cor.14.9; διδασκαλία Erot.Prooem., Heliod. ap. Orib.48.20.7.    3 evident, τισι Phld.Ir. p.91 W., cf. Porph.Abst.3.5.    4 εὔσημα, τά, = Lat. insignia, f.l. for σύσσημα, D.S.36.2.    5 of garments, with fine edging, BGU1564.11 (ii A.D.).    II Adv. -μως clearly, distinctly, ἔχειν Arist.Mete. 363a27; μεμνῆσθαι Str.10.2.23; προσανένεγκε POxy.1188.5 (i A.D.): Sup. -ότατα Plu.2.1022a.

German (Pape)

[Seite 1097] 1) mit gutem Zeichen, guter Vorbedeutung, εὔσ. φάσμα ναυβάταις Eur. I. A. 252; ἐνορᾷ τι τοῖς ἱερείοις εὔσημον Plut Caes. 43. – 2) leicht erkennbar, deutlich, Aesch. Suppl. 695, der es auch mit dem partic. vrbdt, καπνῷ δ' ἁλοῦσα νῦν ἔτ' εὔσημος πόλις Ag. 792, aus dem Rauche erkennt man, daß die Stadt eingenommen; οὐδ' ὄρνις εὐσήμους ἀποῤῥοιβδεῖ βοάς Soph. Ant. 1008, deutlich, zu verstehen; in späterer Prosa, ἴχνη Theophr.; περιγραφή Pol. 10, 44, 9, öfter Plut. – Adv. εὐσήμως, z. B. ἔχειν Arist. Meteor. 2, 6; gtrab. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσημος: -ον, ἔχων καλὰ σημεῖα, εὐοίωνος, φάσμα Εὐρ. Ι. Α. 252, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 43. ΙΙ. εὐδιάγνωστος, εὐόρατος, εὔσημον γὰρ οὔ με λανθάνει τὸ πλοῖον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 714· καπνῷ δ’ ἁλοῦσα... εὔσημος πόλις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 818· σήματα Ἱππ. Μοχλ. 851· ἴχνη Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 19, 5· οὐκ εὔσημον, ὅθεν... αὐτόθι 3. 8, 2· εὔσ. προσαγόρευσις Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1, 3. 2) εὐκόλως νοούμενος, εὔληπτος, εὐδιάκριτος, σαφής, οὐδ’ ὄρνις εὐσήμους ἀπορροιβδεῖ βοὰς Σοφ. Ἀντ. 1021· ἀντίθετον τῷ ἄσημος, αὐτόθι 1004. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 2· ― Ὑπερθετ. -ότατα, Πλούτ. 2. 1022Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est bon signe, de bon augure;
2 qui offre un signe certain, évident, clair, significatif ; καπνῷ δ’ ἁλοῦσα εὔσημος πόλις ESCHL la fumée montre par un signe certain que la ville a été prise;
3 facile à reconnaître, distinct (cri).
Étymologie: εὖ, σῆμα.

English (Strong)

from εὖ and the base of σημαίνω; well indicated, i.e. (figuratively) significant: easy to be understood.

English (Thayer)

εὔσημον (εὖ and σῆμα a sign), well-marked, clear and definite, distinct: λόγος, A. V. easy to be understood). (Aeschylus (Sophocles), Theophrastus, Polybius, Plutarch.)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔσημος, -ον
Α και εὔσαμος, -ον)
λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
το εύσημο ή τα εύσημα
διακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώριση
μσν.
(για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί αμέσως τις εντολές που του δίνει με σήματα ή με νεύματα ο κύριός του
μσν.-αρχ.
1. ένδοξος, φημισμένος («μεγαλόφωνος κῆρυξ καὶ εὔσημος»)
2. (για ήχο) καθαρός, ευκρινής
αρχ.
1. εκείνος που ξεκινά με καλά σημεία, ο ευοίωνος
2. ευδιάκριτος, αυτός τον οποίο βλέπει κανείς καθαρά
3. ευανάγνωστος, σαφής
4. ολοφάνερος, οφθαλμοφανής
5. ευκολονόητος, σαφής
6. (για ένδυμα) με ωραίες άκρες, με καλοραμμένες άκρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σημος (< σήμα), πρβλ. επί-σημος, πολύ-σημος].

Greek Monotonic

εὔσημος: -ον (σῆμα),
I. αυτός που έχει καλά σημάδια ή οιωνούς, ευοίωνος, σε Ευρ.
II. 1. αυτός που γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμος από σημάδια ή οιωνούς, ευδιάγνωστος, σε Αισχύλ.
2. αυτός που δεν έχει πρόβλημα στην κατανόηση, εύληπτος, ευδιάκριτος, ευκρινής, ξεκάθαρος, σαφής, σε Σοφ.