πορθμεύω: Difference between revisions
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[πορθμός]]<br />[[μεταφέρω]] στην [[απέναντι]] όχθη ή [[ακτή]], [[είμαι]] [[πορθμέας]] («...τοὺς [[πορθμέας]]... εἰς Σαλαμῑνα πορθμεύοντας», Αισχίν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] κάποιον [[κάπου]] («ἀλλὰ μ' ἔκ γε τῆσδε γῆς πόρθμευσον ὡς τάχιστα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] κάποιον σε μια [[κατάσταση]] («εἰς αἱματηρὸν γάμον ἐπόρθμευσας δόλῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταβιβάζω]]<br /><b>4.</b> [[μεταδίδω]], [[παρέχω]]<br /><b>5.</b> [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]] («πορθμεύειν Ἀχέροντος [[ὕδωρ]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>πορθμεύομαι</i><br />[[περνώ]] διά μέσου ή από [[πάνω]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πορθμεύω]] [[πόδα]]» ή «[[πορθμεύω]] [[ἴχνος]]» — [[κατευθύνω]] τα βήματά μου<br />β) «[[πορθμεύω]] διωγμόν» — [[επεκτείνω]] την [[καταδίωξη]]. | |mltxt=ΝΑ [[πορθμός]]<br />[[μεταφέρω]] στην [[απέναντι]] όχθη ή [[ακτή]], [[είμαι]] [[πορθμέας]] («...τοὺς [[πορθμέας]]... εἰς Σαλαμῑνα πορθμεύοντας», Αισχίν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] κάποιον [[κάπου]] («ἀλλὰ μ' ἔκ γε τῆσδε γῆς πόρθμευσον ὡς τάχιστα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] κάποιον σε μια [[κατάσταση]] («εἰς αἱματηρὸν γάμον ἐπόρθμευσας δόλῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταβιβάζω]]<br /><b>4.</b> [[μεταδίδω]], [[παρέχω]]<br /><b>5.</b> [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]] («πορθμεύειν Ἀχέροντος [[ὕδωρ]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>πορθμεύομαι</i><br />[[περνώ]] διά μέσου ή από [[πάνω]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πορθμεύω]] [[πόδα]]» ή «[[πορθμεύω]] [[ἴχνος]]» — [[κατευθύνω]] τα βήματά μου<br />β) «[[πορθμεύω]] διωγμόν» — [[επεκτείνω]] την [[καταδίωξη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πορθμεύω:''' ([[πορθμός]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] ή [[διαπορθμεύω]] σε ισθμό, σε ποταμό, Λατ. trajicere, σε Ευρ.· [[πορθμεύω]] τινὰς εἰς Σαλαμῖνα, σε Αισχίν.· [[έπειτα]], γενικά, [[μεταφέρω]], [[φέρω]], [[κουβαλώ]], σε Τραγ. — Παθ., μεταφέρομαι ή διαπορθμεύομαι, περνώ από τη μια [[πλευρά]] στην [[άλλη]], σε Ηρόδ., Ευρ.· με αιτ. τόπου, περνώ διαμέσου, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> η Ενεργ. ως αμτβ., όπως Λατ. trajicere, [[διέρχομαι]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A carry or ferry over a strait, river, etc., στρατόν E.Rh.429; τινὰς εἰς Σαλαμῖνα Aeschin.3.158: then, generally, carry over, carry, ἐφετμὰς τάσδε πόρθμευσον πάλιν A.Ch.685; δεῦρο π. βρέφος E.Ion 1599; γραφὰς πρὸς Ἄργος Id.IT735; also, π.τινὰ ἐκ γῆς S.Tr.802, cf. E.IT1358; π. πόδα, ἴχνος, advance, ib.936, 266: metaph., εἰς δάκρυα π. ὑπομνήσει κακῶν Id.Or.1032; τινὰ εἰς αἱματηρὸν γάμον δόλῳ Id.IT371; ποῖ διωγμὸν πορθμεύεις; how far dost thou carry it? ib.1435; Ἀχέρων ἄχεα π. βροτοῖσιν Licymn.2; πορθμεύει γὰρ ἔμοιγε κύλιξ παρὰ σοῦ τὸ φίλημα AP5.260 (Agath.):—Pass., to be carried or ferried over from place to place, Hdt.2.97; ἐπ' ὄχοις π. E.Tr. 569(anap.): c.acc. loci, pass over or through, λευκὴν αἰθέρα πορθμευόμενος Id.Andr. 1229(anap.). II Act.intr., pass over, ποταμούς Pl.Ax. 371c; Ἀχέροντος ὕδωρ AP7.68 (Arch.); κύματα Epigr.Gr.522.1 (Thessalonica); τίς ἀστὴρ ὅδε π.; E.IA6(anap.).
German (Pape)
[Seite 683] trans., über eine Meerenge, einen Fluß u. dgl. überfahren, übersetzen; στρατόν, Eur. Rhes. 429; δεῦρο βρέφος, Ion 1599; übtr. sagt Aesch. ἐφετμὰς τάσδε πόρθμευσον πάλιν, Ch. 674; zu Schiffe führen, ἀλλά μ' ἔκ γε τῆσδε γῆς πόρθμευσον ὡς τάχιστα, Soph. Tr. 799; u. allgemeiner, ποῖ διωγμὸν τόνδε πορθμεύεις, Eur. I. T. 1435; εἰς δάκρυα πορθμεύουσ' ὑπόμνησιν κακῶν, Or. 1032, die Erinnerung an das Leid zu den Thränen überführen, bis zu Thränen steigern; ἄκροισι δακτύλοισι πορθμεύων ἴχνος, I. T. 266, d. i. vorschreitend, wie τί ποτ' εἰς γῆν τήνδε ἐπόρθμευσας πόδα, 936. – Pass. übergesetzt werden, übersetzen, intr.; Her. 2, 97; λευκὴν αἰθέρα πορθμευόμενος, zum Aether, Eur. Andr. 1230; πορθμευθείς, Mel. 7 (XII, 52); wie auch das activ. (sc. ἑαυτόν) gebraucht ist, ποταμούς, Plat. Ax. 371 b; τίς ἀστὴρ ὅδε πορθμεύει, geht über den Himmel weg, Eur. I. A. 6. Auch in sp. Prosa, mit dem allgemeinen Begriff »Seefahrt treiben«.
Greek (Liddell-Scott)
πορθμεύω: (πορθμὸς) διαπορθμεύω, μεταβιβάζω διὰ στενοῦ πόρου θαλάσσης ἢ ποταμοῦ κτλ. εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Λατ. trajicere, στρατὸν Εὐρ. Ρῆσ. 429· τινὰς εἰς Σαλαμῖνα Αἰσχίν. 76. 10· ἀκολούθως καθόλου, μεταβιβάζω, διαβιβάζω, ἐφετμὰς τάσδε πόρθμευσον πάλιν Αἰσχύλ. Χο. 685· δεῦρο βρέφος Εὐρ. Ἴων 1599· γραφὰς πρὸς Ἄργος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 735· ὡσαύτως, π. τινὰ ἐκ γῆς Σοφ. Τρ. 802, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1358· π. πόδα, ἴχνος, ἄγω, τί γάρ ποτ’ ἐς γῆν τήνδ’ ἐπόρθμευσας πόδα; Εὐρ. Ι. Τ. 936· ἄκροισι δακτύλοισι πορθμεύων χνος 266· ― μεταφ. παρὰ τῷ Εὐρ., ὑπόμνησιν κακῶν εἰς δάκρυα π. Ὀρ. 1032· π. τινὰ εἰς αἱματηρὸν γάμον Ι. Τ. 371· ποῖ διωγμὸν πορθμεύεις; μέχρι τίνος ἐκτείνεις τὴν καταδίωξιν; αὐτόθι 1435· Ἀχέρων ἄχεα π. βροτοῖσιν Λικύμνιος 2· πορθμεύει γὰρ ἔμοιγε κύλιξ παρὰ σοῦ τὸ φίλημα Ἀνθ. Π. 5. 261. ― Παθ., διαπορθμεύομαι ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, Ἡρόδ. 2. 97· π. ὄχοις Εὐρ. Τρῳ. 569· μετ’ αἰτ. τόπου, διέρχομαι ὑπεράνω ἢ διὰ μέσου, λευκὴν αἰθέρα πορθμευόμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1229. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. κεῖται ὡσαύτως ἀμετάβ., ὡς τὸ Λατ. trajicere, διέρχομαι, διαβαίνω, ποταμοὺς Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β· Ἀχέροντος ὕδωρ Ἀνθ. Π. 7. 68· κύματα Συλλ. Ἐπιγρ. 1988b. 1· τίς ἀστὴρ ὅδε π. Εὐρ. Ι. Α. 6.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 passer qqn d’un bord à un autre, transporter sur l’autre rive;
2 p. ext. faire passer, transporter en gén. γραφὰς πρὸς Ἄργος EUR un message à Argos ; fig. τινα εἰς αἱματηρὸν γάμον EUR amener qqn à un hymen sanglant ; Pass. être transporté, se faire transporter, passer;
II. intr. passer, traverser en gén.
Étymologie: πορθμός.
Greek Monolingual
ΝΑ πορθμός
μεταφέρω στην απέναντι όχθη ή ακτή, είμαι πορθμέας («...τοὺς πορθμέας... εἰς Σαλαμῑνα πορθμεύοντας», Αισχίν.)
αρχ.
1. μεταφέρω κάποιον κάπου («ἀλλὰ μ' ἔκ γε τῆσδε γῆς πόρθμευσον ὡς τάχιστα», Σοφ.)
2. οδηγώ κάποιον σε μια κατάσταση («εἰς αἱματηρὸν γάμον ἐπόρθμευσας δόλῳ», Ευρ.)
3. μεταβιβάζω
4. μεταδίδω, παρέχω
5. διέρχομαι, διαβαίνω («πορθμεύειν Ἀχέροντος ὕδωρ», Ανθ. Παλ.)
6. μέσ. πορθμεύομαι
περνώ διά μέσου ή από πάνω
7. φρ. α) «πορθμεύω πόδα» ή «πορθμεύω ἴχνος» — κατευθύνω τα βήματά μου
β) «πορθμεύω διωγμόν» — επεκτείνω την καταδίωξη.
Greek Monotonic
πορθμεύω: (πορθμός), μέλ. -σω,
I. μεταφέρω ή διαπορθμεύω σε ισθμό, σε ποταμό, Λατ. trajicere, σε Ευρ.· πορθμεύω τινὰς εἰς Σαλαμῖνα, σε Αισχίν.· έπειτα, γενικά, μεταφέρω, φέρω, κουβαλώ, σε Τραγ. — Παθ., μεταφέρομαι ή διαπορθμεύομαι, περνώ από τη μια πλευρά στην άλλη, σε Ηρόδ., Ευρ.· με αιτ. τόπου, περνώ διαμέσου, σε Ευρ.
II. η Ενεργ. ως αμτβ., όπως Λατ. trajicere, διέρχομαι, σε Ανθ.