ἀπηνής: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπηνής:''' -ές, [[τραχύς]], [[σκληρός]], [[βάναυσος]], [[αμείλικτος]], λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ. (η προέλ. <i>-ηνης</i>, όπως στο <i>προσ-ηνής</i>, είναι αβέβαιη). | |lsmtext='''ἀπηνής:''' -ές, [[τραχύς]], [[σκληρός]], [[βάναυσος]], [[αμείλικτος]], λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ. (η προέλ. <i>-ηνης</i>, όπως στο <i>προσ-ηνής</i>, είναι αβέβαιη). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπηνής:''' <b class="num">1)</b> неласковый, суровый, жестокий Hom., Plat., Theocr., Plut., Diod.;<br /><b class="num">2)</b> непристойный Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, Ep. Adj.
A ungentle, rough, hard, of persons, Il.1.340; ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀ. 16.35, cf. Od.18.381; θυμὸς ὑπερφίαλος καὶ ἀ. Il. 15.94; μῦθον ἀπηνέα τε κρατερόν τε ib.202, cf. Od.18.381, al.; ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔη καὶ ἀπηνέα εἰδῇ cruel himself and full of cruel thoughts, 19.329.—Rare in Att. (never in Trag.), ὅπως τοῖς ἔξωθεν μηδὲν δείξειαν ἀπηνές Ar.Nu.974 (anap.); ἀπηνές τι εἰπεῖν Pl.Phdr.257b (but ἀπηχές (q.v.) Hermias adloc.), cf.Lg.950b, Call.Iamb.1.257; freq. in later Prose, as Onos.42.23, Phld.D.3Fr.69, D.S.9.24, Plu.2.678b, 970c, Luc.Nec.18; τὸ ἐς ἀλλήλους ἀ. Procop.Goth.4.35: Comp. -έστερος J.BJ5.7.4, Adam.2.44: Sup. -έστατος Ael.NA3.26; τοῖς φίλοις J.BJ 1.24.8. Adv. -νῶς D.Chr.32.53, Plu.2.19b; πρὸς φίλους ἀπηνῶς ζῆν ib.525d: Comp. -έστερον J.AJ11.6.9. II in physical sense, σπλὴν ἀ. hard, Aret.SD1.14, cf. 2.12; unpleasant to taste, CA1.5. (Cf. προσ-ηνής, Goth. ansts 'favour'.)
German (Pape)
[Seite 290] ές (den Ggstz bilden ἐνηής u. προσηνής), unfreundlich, hart, νόος Iliad. 16, 35. 23, 484 Od. 18, 381; θυμός Od. 23, 97. 230; θυμὸς ὑπερφίαλος καὶ ἀπηνής Iliad. 15, 94. 23, 6 l 1; μῦθον ἀπηνέα τε κρατερόν τε 15, 202; βασιλεύς 1, 340; Od. 19, 329 ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ; Ar. Nub. 961; neben ἀκήλητος Theocr. 22, 169; καὶ ἄγριος Plat. Legg. XII, 950 b; εἴ τίσοι ἀπηνὲς εἴπομεν Phaedr. 257 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηνής: -ές, Ἐπ. ἐπίθ., τραχύς, χαλεπός, σκληρός, ἐπὶ προσώπων ἢ πραγμάτων, καὶ πρὸς βασιλῆος ἀπηνέος Ἰλ. Α. 340· οὕτως, ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀπ. Π. 35· θυμὸς ὑπερφίαλος καὶ ἀπ. Ο. 94· μῦθον ἀπηνέα τε κρατερόν τε αὐτόθι 202, πρβλ. Ὀδ. Σ. 381, κ. ἀλλ. ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἒῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ Τ. 329: ― σπάν. παρ’ Ἀττ. (οὐδαμοῦ παρὰ Τραγ.)· ὅπως τοῖς ἔξωθεν μηδὲν δειξιαν ἀπηνὲς Ἀριστοφ. Νεφ. 974 (ἑξαμ.)· ἀπηνές τι εἰπεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 257B· πρβλ. Νόμ. 950Ε· ἀλλὰ συχνὸν παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 553. 23, Πλουτ., κλ., ἴδε Ούϋττεμβ. ἐν τοῖς Πίναξι: ― Ἐπίρρ. -νῶς Δίων Χρ. 1. 679. ΙΙ. ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, σπλὴν ἀπηνής, σκληρά, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 14., πρβλ. 2. 12, Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 5. Ἐντεῦθεν, ἀπηνοειδῶς, Ἐκκλ.: ― ἀπηνότης, ἡ, =ἀπήνεια, Ἐκκλ.: ― καὶ ἀπηνόφρων, ον ἀπηνὴς τὰς φρένας, ὠμόφρων, θηριώδης, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 159. (Ἡ ῥίζα τῆς καταλήξεως -ηνής, ἥτις ἀναφαίνεται καὶ ἐν τῇ ἐναντίᾳ λέξει προσηνής, ἴσως δὲ καὶ ἐν τῷ πρηνής, δὲν δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς βεβαιωμένη: ἴδε ὅμως Κουρτίου Ἑλλ. Ἐτυμ. ἀριθ. 419).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 rude dur, cruel;
2 indécent, obscène.
Étymologie: DELG étym. peu claire.
English (Autenrieth)
ές (opp. ἐν-ηής): unfeeling, harsh, Il. 1.340, Od. 19.329 ; θῦμός, Il. 15.94; νόος, Il. 16.35; μῦθος, Il. 15.202.
Spanish (DGE)
-ές
I 1de pers. y su conducta intratable, obstinado, duro, severo θυμός Il.15.94, 23.611, Od.23.97, νόος Il.16.35, 23.484, Od.18.381, ἀπείθεια Clem.Al.Strom.7.16.102, λύσσα Nonn.D.46.194, de pers. Theoc.22.169, Cyr.Al.M.72.913A
•c. dat. λατρίσι Thgn.301, νέοισιν Thgn.1353, τοῖς φίλοις I.BI 1.494, ἔργον Procop.Goth.4.35.32
•cruel, altanero, riguroso βασιλεύς Il.1.340, ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ Od.19.329, Εὔρυτος A.R.1.87, Ἀστυάγης D.S.9.23, ὁ Ἀχιλλεύς Plu.2.678b, de Homero ἀ. καὶ θηριώδης Plu.2.970b.
2 de abstr. y neutr. desagradable, inconveniente, antipático τὸ δ' ... ἄγριον καὶ ἀ. φαίνοιτ' ἂν τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις Pl.Lg.950b, γρύζω ἀ. οὐδέν Call.Fr.194.61, cf. Phld.D.3.Fr.69, M.Ant.1.16
•desagradable ὀδμὴ θηριώδης καὶ ἀπηνής Hp.Ep.16, κτύπος ... πετρῶν LXX Sap.17.17, φωνή Luc.Nec.18.
3 inconveniente, obsceno ὅπως τοῖς ἔξωθεν μηδὲν δείξειαν ἀπηνές Ar.Nu.974.
II de objetos físicos duro (σπλήν) ἀ. δὲ καὶ ἀτέραμνος ὅκως λίθος Aret.SD 1.14.1, αἱ ἀποφύσεις Aret.SD 2.12.9, τὰ νεῦρα Aret.CA 1.6.1.
III adv. -ῶς intratablemente ζῆν ... πρὸς φίλους ἀ. Plu.2.525c, ἀ. διάγειν D.Chr.32.53
•inhumanamente τῷ ἱερεῖ χρώμενον ἀ. Plu.2.19b.
• Etimología: Se propone un segundo término *anos, *anes ‘rostro’ (cf. ai. ānana- ‘boca’, ‘rostro’) de la raíz de ἄνεμος. Sería un comp. c. ἀπό formado como σαφηνής y paralelo a προσηνής.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀπηνής)
σκληρός, αμείλικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με μια σειρά συνθέτων σε -ηνής (πρβλ. πρανής κ. πρηνής, προσηνής, σαφηνής) δικαιολογεί ως α' συνθετ. το από, δεν ορίζει όμως με βεβαιότητα το β' συνθετικό
η σύνδεση αυτού με τ. άνος, (ιων. -αττ.) ήνος «πρόσωπο», σανσκρ. ᾱνας- με την ίδια σημασία ή με γοτθ. ansts «εύνοια» δεν είναι ικανοποιητική. Η λ. απαντά στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει πρόσωπο, θυμό ή μύθο, σπανίζει στην αττική διάλεκτο, είναι άγνωστη στην τραγωδία, ενώ χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μεταγενέστερη και σύγχρονη Ελληνική.
ΠΑΡ. απήνεια.
ΣΥΝΘ. απηνόφρων].
Greek Monotonic
ἀπηνής: -ές, τραχύς, σκληρός, βάναυσος, αμείλικτος, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ. (η προέλ. -ηνης, όπως στο προσ-ηνής, είναι αβέβαιη).
Russian (Dvoretsky)
ἀπηνής: 1) неласковый, суровый, жестокий Hom., Plat., Theocr., Plut., Diod.;
2) непристойный Arph.