μαρτύριον: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαρτύριον:''' [ῠ], τό, [[μαρτυρία]], [[απόδειξη]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>μαρτύρια παρέχεσθαι</i>, [[φέρνω]] στο φως τεκμήρια, στον ίδ.· [[μαρτύριον]] δέ..., ακολουθ. από το <i>γάρ</i>, [[ιδού]] η [[απόδειξη]], [[δηλαδή]]..., στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''μαρτύριον:''' [ῠ], τό, [[μαρτυρία]], [[απόδειξη]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>μαρτύρια παρέχεσθαι</i>, [[φέρνω]] στο φως τεκμήρια, στον ίδ.· [[μαρτύριον]] δέ..., ακολουθ. από το <i>γάρ</i>, [[ιδού]] η [[απόδειξη]], [[δηλαδή]]..., στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαρτύριον:''' τό свидетельство, подтверждение, довод Pind., Aesch., Thuc., Plat. etc.: μαρτύρια παρέχεσθαι и [[θέσθαι]] Her. приводить доказательство.
}}
}}

Revision as of 23:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρτύριον Medium diacritics: μαρτύριον Low diacritics: μαρτύριον Capitals: ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ
Transliteration A: martýrion Transliteration B: martyrion Transliteration C: martyrion Beta Code: martu/rion

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A testimony, proof, πρῶτον καὶ μέγιστον μ. Hdt. 2.22, cf. Pi.I.4(3).10, etc.: freq. in pl., μαρτύρια θέσθαι Hdt. 8.55, cf. A. Ag.1095 (lyr.), Eu.485, 797; μετ' ἀειμνήστου μ. Th. 1.33; μαρτύριον δέ... folld. by γάρ, here is a proof, namely... ib.8, etc.; μέγα τόδε μ., . . γάρ Hdt.8.120.    II τὰ μ. the tables of the Decalogue, LXX Le. 16.13, al.    III shrine of a martyr, Aët. 15.15 (a) Z., POxy.941.4 (vi A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

μαρτύριον: [ῠ], τό, μαρτυρία, ἀπόδειξις, Ἡρόδ. Πινδ. Ι. 3 (4). 16, κτλ.· ἰδίως ἐν τῷ πληθ., μαρτύρια παρέχεσθαι, παρέχεσθαι ἀποδείξεις, Ἡρόδ. 2. 22· θέσθαι ὁ αὐτ. 8. 55, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1095, Εὐμ. 485, 797· μετ’ ἀειμνήστου μ. Θουκ. 1. 33. 2) ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ συχνάκις μαρτύριον δέ..., ἀκολουθοῦντος τοῦ γάρ, - καὶ ἰδοὺ ἀπόδειξις, δηλαδή..., Ἡρόδ. 8. 120, Θουκ. 1. 8, κτλ.· πρβλ. τεκμήριον, σημεῖον. ΙΙ. τὰ βασανιστήρια ἃ ὑπέστη ὑπὲρ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ὁ μάρτυς καὶ ὁ θάνατος αὐτοῦ, Ἰγνάτ. 645A, Μαρτύρ. Πολυκ. 1029Β, 1044A, Κλήμ. Α. Ι, 1020C, 1213C, κλ. 2) ὁ τόπος, ἔνθα τὰ λείψανα μάρτυρος διατηροῦνται, μάρτυρος τάφος, ἱερόν, «προσκύνημα», Συλλ. Ἐπιγρ. 8616, -54, 8841-3. 3) = μαρτυρολόγιον, βιβλίον περιέχον τοὺς βίους καὶ τὰ μαρτύρια τῶν ὑπὲρ πίστεως μαρτυρησάντων, Σύνοδ. Νικ. ΙΙ, 861D, Κ. Πορφυρ. Θεμ. 16, 20.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
témoignage, preuve : μαρτύριον δέ, avec γάρ dans la prop. suiv., et la preuve, c’est que, et comme preuve.
Étymologie: μάρτυς.

English (Slater)

μαρτῠριον
   1 evidence c. gen. ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν (I. 4.10)

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of μάρτυς; something evidential, i.e. (genitive case) evidence given or (specially), the Decalogue (in the sacred Tabernacle): to be testified, testimony, witness.

English (Thayer)

μαρτυρίου, τό (μάρτυρ (cf. μάρτυς)), (from Pindar, Herodotus down), the Sept. for עֵד, עֵדָה, more often for עֵדוּת (an ordinance, precept); most frequently for מועֵד (an assembly), as though that came from עוּד to testify, whereas it is from יָעַד to appoint; testimony;
a. with a genitive of the subjunctive: τῆς συνειδήσεως, ἀποδιδόναι τό ... τῆς ἀναστάσεως Ἰησοῦ, τοῦ Χριστοῦ, concerning Christ the Saviour (cf. Winer's Grammar, § 30,1a.): the proclamation of salvation by the apostles is so called (for reasons given under μαρτυρέω, at the beginning), τοῦ κυρίου ἡμῶν, τοῦ Θεοῦ, concerning God (Winer's Grammar, as above), i. e. concerning what God has done through Christ for the salvation of men, WH text μυστήριον); with the subject. genitive ἡμῶν, given by us, εἰς μαρτύριον τῶν λαληθησομένων, to give testimony concerning those things which were to be spoken (in the Messiah's time) i. e. concerning the Christian Revelation , Riehm, Lehrbegriff d. εἰς μαρτύριον αὐτοῖς for a testimony unto them, that they may have testimony, i. e. evidence, in proof of this or that: e. g. that a leper has been cured, εἰς μαρτύριον ἐπ' αὐτούς, for a testimony against them (cf. ἐπί, C. I:2g. γ. ββ.), ἀποβήσεται ὑμῖν εἰς μαρτύριον, it will turn out to you as an opportunity of bearing testimony concerning me and my cause, εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται, it will serve as a proof of your wickedness, Winer's Grammar, § 59,9a.), τό μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις, that which (to wit, that Christ gave himself as a ransom) would be (the substance of) the testimony equivalent to was to be testified (by the apostles and the preachers of the gospel) in the times fitted for it, τί μαρτύριον); cf. the full exposition of this passage in Fritzsche, Ep. ad Romans iii., p. 12ff; ἡ σκηνή τοῦ μαρτυρίου, Sept. very often for אֹהֶל־מועֵד (see above), and occasionally for הָעֵדוּת אֹהֶל, as Leviticus 24:3, etc.

Greek Monotonic

μαρτύριον: [ῠ], τό, μαρτυρία, απόδειξη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μαρτύρια παρέχεσθαι, φέρνω στο φως τεκμήρια, στον ίδ.· μαρτύριον δέ..., ακολουθ. από το γάρ, ιδού η απόδειξη, δηλαδή..., στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μαρτύριον: τό свидетельство, подтверждение, довод Pind., Aesch., Thuc., Plat. etc.: μαρτύρια παρέχεσθαι и θέσθαι Her. приводить доказательство.