Πήγασος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(6)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Πήγᾰσος:''' Δωρ. Πάγασος, ὁ, ο [[Πήγασος]], το [[άλογο]] που αναπήδησε από το [[αίμα]] της Μέδουσας και ονομάστηκε από τις πηγές (<i>πηγαί</i>) του Ωκεανού, κοντά στις οποίες σκοτώθηκε η [[Μέδουσα]]· το ίππευε ο [[Βελλεροφόντης]] όταν φόνευσε τη [[Χίμαιρα]], σε Ησίοδ.· μεταγεν. ποιητές τον περιέγραφαν ως φτερωτό, σε Αριστοφ.· μεταγεν. επίσης θεωρήθηκε ο [[αγαπημένος]] των Μουσών και λέγεται ότι [[κάτω]] από τα πόδια του ανέβλυσε το [[νερό]] της Ιπποκρήνης πηγής (ἵππου [[κρήνη]]) στον Ελικώνα, σε Στράβ. κ.λπ.· επίθ. θηλ. Πηγασὶςκρήνη, Ιπποκρήνη, σε Μόσχ.
|lsmtext='''Πήγᾰσος:''' Δωρ. Πάγασος, ὁ, ο [[Πήγασος]], το [[άλογο]] που αναπήδησε από το [[αίμα]] της Μέδουσας και ονομάστηκε από τις πηγές (<i>πηγαί</i>) του Ωκεανού, κοντά στις οποίες σκοτώθηκε η [[Μέδουσα]]· το ίππευε ο [[Βελλεροφόντης]] όταν φόνευσε τη [[Χίμαιρα]], σε Ησίοδ.· μεταγεν. ποιητές τον περιέγραφαν ως φτερωτό, σε Αριστοφ.· μεταγεν. επίσης θεωρήθηκε ο [[αγαπημένος]] των Μουσών και λέγεται ότι [[κάτω]] από τα πόδια του ανέβλυσε το [[νερό]] της Ιπποκρήνης πηγής (ἵππου [[κρήνη]]) στον Ελικώνα, σε Στράβ. κ.λπ.· επίθ. θηλ. Πηγασὶςκρήνη, Ιπποκρήνη, σε Μόσχ.
}}
{{elru
|elrutext='''Πήγᾰσος:''' дор. [[Πάγασος|Πάγᾰσος]] (πᾱ) ὁ Пегас (крылатый конь Персея, а затем Беллерофонта) Hes., Arph., Plat.
}}
}}

Revision as of 02:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πήγᾰσος Medium diacritics: Πήγασος Low diacritics: Πήγασος Capitals: ΠΗΓΑΣΟΣ
Transliteration A: Pḗgasos Transliteration B: Pēgasos Transliteration C: Pigasos Beta Code: *ph/gasos

English (LSJ)

Dor. Πάγᾰσος [ᾱγ], ὁ, Pegasus, Hes.Th.281, 325, E.Fr. 306, Apollod.2.3.2, Str.8.6.21, Paus.2.4.1, etc. : pl. Πήγασοι, as a sample of prodigies, pl.Phdr.229d, cf. Cic.

   A Pro Quinct.25.80, Plin. HN8.72, 10.136 :—Adj. Πηγάσειος [ᾰ], α, ον, πτερόν Ar.Pax76 : fem. Πᾱγᾰσὶς κράνα, Hippocrene, Mosch.3.77, cf. AP11.24 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

Πήγᾰσος: Δωρ. Πάγασος, ὁ, ἵππος ἀναπηδήσας ἐκ τοῦ αἵματος τῆς Μεδούσης καὶ λαβὼν τὸ ὄνομα τοῦτο διότι ἐγεννήθη περὶ τὰς πηγὰς τοῦ Ὠκεανοῦ ἔνθα ὁ Περσεὺς ἔσφαξε τὴν Μέδουσαν, Ἡσ. Θεογ. 281· ἐπ’ αὐτοῦ ἵππευσεν ὁ Βελλεροφόντης ὅτε ἐφόνευσε τὴν Χίμαιραν, αὐτόθι 325· οἱ μετέπειτα ποιηταὶ περιγράφουσιν αὐτὸν ὡς ὑπόπτερον, Εὐρ. Ἀποσπ. 308, 309, Ἀριστοφ. Εἰρ. 76, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 3, 2· καὶ ἔτι ὕστερον ἐθεωρεῖτο προσφιλὴς ταῖς Μούσαις καὶ ὑπὸ τὴν ὁπλὴν αὐτοῦ ἀνέβλυσε τὸ ὕδωρ τῆς Ἱπποκρήνης (ἵππου κρήνης) ἐπὶ τοῦ Ἑλικῶνος, Στράβ. 379, Παυσ. 2. 1, 4, κτλ.· ― πληθ. Πήγασοι, ὡς εἶδος τεράτων, Γοργόνων καὶ Πηγάσων Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε, κτλ. ― Ὑποκορ. Πηγάσιον, τό, Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἐπίθ. θηλ. Πηγασὶς κρήνη, ἡ Ἱπποκρήνη, Μόσχ. 3. 78, Ἀνθ. Π. 11. 24· καὶ παρὰ τοῖς Λατ. ποιηταῖς Pegasides καλοῦνται αἱ Μοῦσαι, Προπέρτ., κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Pégase, cheval ailé de Persée.
Étymologie: πήγνυμι, πηγή.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. μυθολ. φτερωτό άλογο, γιος του Ποσειδώνος και της Μέδουσας ή της Γης, γονιμοποιημένης από το αίμα της Γοργούς, ή της Γης από την οποία ξεπήδησε κατά την έριδα του Ποσειδώνος και της Αθηνάς στην Ακρόπολη τών Αθηνών
2. αστρον. εκτεταμένος ευδιάκριτος αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου
νεοελλ.
1. ως προσηγ.
α) ζωολ. μικρόσωμο θαλάσσιο ψάρι, μήκους 15 περίπου εκατοστομέτρων, με επίμηκες σώμα, καλυμμένο, εκτός από την ουρά, από θώρακα με οστέινους δακτυλίους
β) φυσ. ονομασία πυρηνικού αντιδραστήρα τύπου κολυμβητικής δεξαμενής, προορισμένου για επιστημονική έρευνα, για δοκιμές καυσίμων
2. αστροναυτ. ονομασία σειράς τριών αμερικανικών επιστημονικών τεχνητών δορυφόρων που εκτοξεύθηκαν το 1965
3. φρ. «ιππεύει τον Πήγασο» ή «καβάλα στον Πήγασο» — έχει ποιητική έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα -(α)σος (πρβλ. κόμπασος, μέθυσος, πέτασος) που θυμίζει υποκορ. ανθρωπωνύμια όπως: Δάμασος, Ἔλασος, Ἄρκεσος, Πήδασος (πρβλ. πηδώ). Η άποψη, σύμφωνα με την οποία το όνομα παράγεται από τη λ. πηγή οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία. Πιθανότερη φαίνεται η παραγωγή του από το επίθ. πηγός (< πήγνυμι), με την αρχική του σημ. «συμπαγής, δυνατός» και όχι με τη σημ. «άσπρος» που αποδόθηκε στο επιθ. μτγν. (βλ. λ. πηγός). Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι το όνομα ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα].

Greek Monotonic

Πήγᾰσος: Δωρ. Πάγασος, ὁ, ο Πήγασος, το άλογο που αναπήδησε από το αίμα της Μέδουσας και ονομάστηκε από τις πηγές (πηγαί) του Ωκεανού, κοντά στις οποίες σκοτώθηκε η Μέδουσα· το ίππευε ο Βελλεροφόντης όταν φόνευσε τη Χίμαιρα, σε Ησίοδ.· μεταγεν. ποιητές τον περιέγραφαν ως φτερωτό, σε Αριστοφ.· μεταγεν. επίσης θεωρήθηκε ο αγαπημένος των Μουσών και λέγεται ότι κάτω από τα πόδια του ανέβλυσε το νερό της Ιπποκρήνης πηγής (ἵππου κρήνη) στον Ελικώνα, σε Στράβ. κ.λπ.· επίθ. θηλ. Πηγασὶςκρήνη, Ιπποκρήνη, σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

Πήγᾰσος: дор. Πάγᾰσος (πᾱ) ὁ Пегас (крылатый конь Персея, а затем Беллерофонта) Hes., Arph., Plat.