σκηνόω: Difference between revisions
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκηνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σκηνή]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στήνω]] σκηνές, [[κατασκηνώνω]], [[σταθμεύω]], [[στρατοπεδεύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[σκηνέω]], [[διαμένω]] σε [[σκηνή]], στον ίδ.· γενικά, εγκαθίσταμαι, [[καταλύω]], στον ίδ.· σε Παθ. παρακ., ζω ή είμαι, [[υπάρχω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταγίνομαι]] επαγγελματικά με την [[κατασκευή]] σκηνών ή [[στήνω]] [[σκηνή]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''σκηνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σκηνή]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στήνω]] σκηνές, [[κατασκηνώνω]], [[σταθμεύω]], [[στρατοπεδεύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[σκηνέω]], [[διαμένω]] σε [[σκηνή]], στον ίδ.· γενικά, εγκαθίσταμαι, [[καταλύω]], στον ίδ.· σε Παθ. παρακ., ζω ή είμαι, [[υπάρχω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταγίνομαι]] επαγγελματικά με την [[κατασκευή]] σκηνών ή [[στήνω]] [[σκηνή]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκηνόω:''' тж. med. Xen., Plat., Plut., NT = [[σκηνάω]] и [[σκηνέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:36, 1 January 2019
English (LSJ)
A pitch tents, encamp, ἐσκήνωσαν v.l. for -ησαν in X.An.2.4.14; σκηνοῖεν v.l. for σκηνῷεν (cj.) in ib.7.4.12. 2 = σκηνέω (q.v. sub fin.), live or dwell in a tent, ἐν τῷ ὁμοῦ σκηνοῦν prob. cj. in Id.Cyr.2.1.25: generally, settle, take up one's abode, κατὰ τὰς κώμας σκηνοῦν Id.An.4.5.23; -οῦν ἐν ταῖς οἰκίαις ib.5.5.11; ἐν τῇ ἀκροπόλει, οὗπερ αὐτὸς ἐσκήνου Id.HG5.4.56, cf. LXX Jd.5.17, al., J.AJ3.12.6: metaph., ὁ λόγος . . ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν Ev.Jo.1.14:—hence in pf.Pass., live or be, πόρρω ἐσκήνωται (v.l. ἐσκήνηται) τοῦ θανάσιμος εἶναι Pl.R. 610e. II trans., pitch a tent, σκηνὰς . . σκηνώσας Polyaen.7.21.6. 2 τὸν τόπον τὸν νῦν σκενοῖ (sic) the place which he now inhabits, dub. in PCair.Zen.499.89 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 895] 1) ein Zelt, eine Hütte, Laube errichten, bauen, σκηνάς Polyaen. 7, 21, 6. – 2) in einem Zelte wohnen, übh. sich ansiedeln, niederlassen, aufhalten; pass. oder med., οὕτω πόῤῥω ἐσκήνωται τοῦ θανάσιμος εἶναι, Plat. Rep. X, 610 e; wie σκηνέω, lagern, Xen. An. 2, 4, 14. 7, 4, 11; ἐν ταῖς οἰκίαις, 5, 5, 11; schmausen, Cyr. 6, 1, 49.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνόω: στήνω σκηνάς, στρατοπεδεύομαι, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14., 7. 4, 11. 2) = σκηνέω (ὃ ἴδε ἐν τέλ.), ζῶ, κατοικῶ ἐν σκηνῇ, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 1, 25· καθόλου, κατοικίζομαι, καταλύω, κατὰ τὰς κώμας ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 23· ταῖς οἰκίαις αὐτόθι 5. 5, 11· ἐν τῇ ἀκροπόλει ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 56· ― ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ. πρκμ., ζῶ, εἶμαι, ὑπάρχω, πόρρω ἐσκήνωται (διάφορ. γραφ. ἐσκήνηται) τοῦ θανάσιμος εἶναι Πλάτ. Πολ. 610Ε. ΙΙ. στήνω σκηνήν, Πολύαιν, 7. 21, 6. 2) κατοικῶ μετὰ σκηνῶν, ἐρείπια Πλουτ. Κάμιλλ. 31.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. σκηνώσω, ao. ἐσκήνωσα, pf. Pass. ἐσκήνωμαι;
I. tr. dresser une tente ; fig. ἐρείπια PLUT s’établir dans des ruines;
II. intr. :
1 planter des tentes, camper;
2 vivre sous une tente;
3 en gén. prendre ses quartiers : κατὰ κώμας XÉN dans des villages ; ἐν οἰκίαις XÉN dans des habitations;
4 p. ext. habiter, résider, ἔν τινι.
Étymologie: σκήνος.
English (Strong)
from σκῆνος; to tent or encamp, i.e. (figuratively) to occupy (as a mansion) or (specially), to reside (as God did in the Tabernacle of old, a symbol of protection and communion): dwell.
English (Thayer)
σκήνω; future σκηνώσω; 1st aorist σκηνωσα; "to fix one's tabernacle, have one's tabernacle, abide (or live) in a tabernacle (or tent), tabernacle" (often in Xenophon; Demosthenes, p. 1257,6); God σκηνώσει ἐπ' αὐτούς, will spread his tabernacle over them, so that they may dwell in safety and security under its cover and protection, to dwell (ἐν with a dative of place, ἐν ταῖς οἰκίαις, Xenophon, an. 5,5, 11); ἐν ἡμῖν, among us, μετά τίνος, with one, σύν τίνι, to be one's tent-mate, Xenophon, Cyril 6,1, 49. (Compare: ἐπισκηνόω, κατασκηνόω.)
Greek Monotonic
σκηνόω: μέλ. -ώσω (σκηνή)·
I. 1. στήνω σκηνές, κατασκηνώνω, σταθμεύω, στρατοπεδεύω, σε Ξεν.
2. σκηνέω, διαμένω σε σκηνή, στον ίδ.· γενικά, εγκαθίσταμαι, καταλύω, στον ίδ.· σε Παθ. παρακ., ζω ή είμαι, υπάρχω, σε Πλάτ.
II. καταγίνομαι επαγγελματικά με την κατασκευή σκηνών ή στήνω σκηνή, σε Πλούτ.