ἀνεψιός: Difference between revisions
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(1) |
(1) |
||
Line 42: | Line 42: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνεψιός:''' ὁ (эп. тж. ψῑ) двоюродный брат, перен. родственник Hom., Aesch., Her., Isae., Theocr. | |elrutext='''ἀνεψιός:''' ὁ (эп. тж. ψῑ) двоюродный брат, перен. родственник Hom., Aesch., Her., Isae., Theocr. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[cousin]] (Il.)<br />Origin: IE [Indo-European] [764[ <b class="b2">*(h₂)nepot</b> [[grandson]]<br />Etymology: Agrees with Av. <b class="b2">naptya-</b> [[descendant]], OCS. [[netьjь]] [[nephew]], derived from the word for [[grandson]], [[nephew]], Skt. <b class="b2">nápāt</b>, Lat. [[nepōs]] etc. Not to <b class="b3">νέποδες</b>. The <b class="b3">ἀ-</b> can be <b class="b2">*h₂-</b>, but possibly it represents <b class="b2">*sm̥-</b>, expressing the reciprocity of the relation (Benv. Voc. Inst. 1, 234). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 2 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A first cousin, or generally, cousin, Il.9.464, Hdt.5.30,7.82, A.Pr.856, Com.Adesp.58D., etc., v. esp. And.1.47; ἀ. πρὸς πατρός Is.11.2; ἐκ πατρός Theoc.22.170: comically, ἐγχέλεων ἀ. Stratt.39. [ἀνεψιοῦ κταμένοιο Il.15.554, = ἀνεψιόο κτ., cf. Q.S.3.295.] (Cf. Skt. ναπᾱτ 'grandson', Lat. nepos, etc.)
German (Pape)
[Seite 228] ὁ, Geschwistersohn (Andoc. 1, 47 οὗτος ἀν. ἐμός· ἡ μήτηρ ἡ ἐκείνου καὶ ὁ πατἡρ ὁ ἐμὸς ἀδελφοί, u. nachher ἀν. καὶ οὗτος τοῦ πατρός· αἱ μητέρες ἀδελφαί) von Hom. an [der Il. 15, 554 in ἀνεψιοῦ das ι lang braucht] überall; auch allgem. entferntere Blutsverwandte, Vetter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεψιός: ὁ πρῶτος ἐξάδελφος ἢ ἐν γένει ἐξάδελφος, Ἰλ. Ι. 494. Ἡρόδ. 5. 30., 7. 82, Αἰσχύλ. Πρ. 856, κτλ., ἴδε ἰδίως Ἀνδοκ. 7, 20· ἀνεψ. πρὸς πατρὸς Ἰσαῖος 83. 8· ἐκ πατρὸς Θεόκρ. 22. 170: κωμικῶς, ἐγχέλεων ἀνεψιὸς Στράττις ἐν «Ποταμίοις» 3: πρβλ. θηλ. ἀνεψιά. 2) ὡς παρ’ ἡμῖν, ἀνεψιός, Ἡρόδ. 7. 5· οὕτως ἐν τῷ Βυζαντ. δικαίῳ ἀνεψιός, -ιά, ὡς παρ’ ἡμῖν, ἔχει δὲ συσχετικὸν τὸ θεῖος, θεία. [Ὅταν ἡ λήγουσα ἐν τῇ κλίσει τῆς λέξεως ἐκτείνηται, ὁ Ὅμηρος ἐκτείνει καὶ τὴν παραλήγουσαν, ὡς π.χ. ἀνεψῑοῦ κταμένοιο Ἰλ. Ο. 554, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 3. 295]. Ἐκ ÖΝΕΠ ὁπόθεν καὶ τὸ νέποδες, ὃ ἴδε: - πρβλ. Σανσκρ. naptar, napât (nepos), napti (neptis)· Ζενδ. naptar, napat, θηλ. napti καὶ napta (οἰκογένεια), Λατ. nepos, neptis. Γοτθ. nithjîs, θηλ. nithjô (συγγενής), Παλαιο-Σκανδ. nefi (nepos) nipt (ἀδελφή), Ἀγγλο-Σαξ, nefa, Παλ. Ὑψ. Γερμ. nefo, niftila: - Τὸ α ἐν τῷ ἀνεψιὸς φαίνεται ὅτι εἶναι ἀθροιστ., οἱονεὶ con-nepos, M. Müller ἐν τοῖς Oxf. Essays 1856, σ. 21).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
cousin germain ; cousin.
Étymologie: p. *ἀνέπτιος, ἀ- cop., νεπ- ; cf. lat. nepos.
English (Autenrieth)
gen. ἀνεψιόο (sic), Il. 15.554: sister's son, nephew, Il. 15.422; sometimes of other relations, ‘cousin,’ Il. 10.519.
English (Slater)
ᾰνεψιός
1 cousin Ἄδματος ἷκεν καὶ Μέλαμπος, εὐμενέοντες ἀνεψιόν Jason (P. 4.127) ἀνεψιὸς ζαμενὴς Ἑλένοιο Μέμνων (N. 3.63) ἀν]εψιοῦ[ (supp. Blass) ?fr. 333d. 9.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. sg. ἀνεφσιō Sol.Lg.5a]
primo carnal, Il.9.464, Sol.Lg.5a, b, Pi.P.4.127, N.3.63, Hdt.5.30, 7.82, A.Pr.856, E.IT 919, Th.1.132, Pl.Lg.766c, Isoc.21.9, Is.7.20, 10.13, D.19.290, LXX Nu.36.11, PTeb.323.12 (II d.C.), Luc.DMort.29.1, I.BI 1.662, ἀ. πρὸς πατρός primo por parte de padre Sol.Lg.50b, cf. Is.11.2, ἀ. ἐκ πατρός Theoc.22.170
•cóm. ἐγχελέων ἀ. Stratt.39
•οἱ Ἀνεψιοί Los primos tít. de una obra de Menandro, Stob.4.20.53.
• Etimología: De ἀ- protética y *nepti̯o- que se encuentra reflejado en av. naptya- ‘descendiente’, cf. aesl. netĭjĭ ‘sobrino’. Sin suf. -i̯o, cf. lat. nepōs y ai. napāt ‘sobrino’, tb. gr. νέποδες.
English (Strong)
from Α (as a particle of union) and an obsolete nepos (a brood); properly, akin, i.e. (specially) a cousin: sister's son.
English (Thayer)
ἀνεψιου, ὁ (for ἀνεπτιος con-nepot-ius, cf. Latin nepos, German nichte, English nephew, niece; Curtius, § 342), a cousin: Lob. ad Phryn., p. 306; but especially Lightfoot on Colossians , the passage cited; also B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Sister's Son.)
Greek Monolingual
και ανιψιός, ο (θηλ. ανεψιά) (AM ἀνεψιός)
ο γιος αδελφού ή εξαδέλφου
αρχ.
μσν.
εξάδελφος, κυρίως ο πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της ΙΕ που δήλωνε την έμμεση συγγένεια (μέσω γυναικών). Σ' αυτό οφείλονται οι σημασιολογικές του αποχρώσεις μεταξύ των εννοιών «ανιψιός-γιόκας-απόγονος». Πιστεύεται πως σ' ένα παλαιότερο σύστημα συγγένειας η λ. σήμαινε τον γιο της αδελφής του πατέρα, από τον Όμηρο όμως και εξής δεν παρατηρείται πια αυτή η διάκριση και ο τ. απαντά με τη σημερινή του σημασία. Ετυμολογικά η λ. παρουσιάζει προβλήματα ως προς το αρχικό α- το οποίο λαμβάνεται ως προθεματικό (ή αθροιστικό). Προέρχεται από sm-neptiios / ανέπτιος / ανεψιός και συνδέεται με τα αβεστ. naptya- «απόγονος», αρχ. σλαβ. netĭjĭ, αρχ. ινδ. napat, λατ. nepōs, αγγλ. nephew, γαλλ. neveu, ιταλ. nipote «ανιψιός» κ.λπ. Η λ. χρησιμοποιείται και σήμερα από κοινού με τον παράλληλο τ. ανιψιός, (< ανεψιός με προληπτική αφομοίωση)].
Greek Monotonic
ἀνεψιός: ὁ,
1. πρώτος ξάδερφος, ξάδερφος σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
2. ανηψιός, σε Ηρόδ. Όταν η λήγουσα είναι μακρά, ο Όμηρ. εκτείνει και την παραλήγουσα, ἀνεψῑοῦ κταμένοιο (από το α ευφωνικό ή αθροιστικό και το ΝΕ-) απ' όπου επίσης το Λατ. nepos, neptis).
Russian (Dvoretsky)
ἀνεψιός: ὁ (эп. тж. ψῑ) двоюродный брат, перен. родственник Hom., Aesch., Her., Isae., Theocr.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: cousin (Il.)
Origin: IE [Indo-European] [764[ *(h₂)nepot grandson
Etymology: Agrees with Av. naptya- descendant, OCS. netьjь nephew, derived from the word for grandson, nephew, Skt. nápāt, Lat. nepōs etc. Not to νέποδες. The ἀ- can be *h₂-, but possibly it represents *sm̥-, expressing the reciprocity of the relation (Benv. Voc. Inst. 1, 234).