φλήναφος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)") |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φλήνᾰφος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. пустая болтовня, вздор Men., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> пустомеля Men. | |elrutext='''φλήνᾰφος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. пустая болтовня, вздор Men., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> пустомеля Men. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φλήνᾰφος, ὁ, [[φλέω]]<br />[[idle]] [[talk]], [[nonsense]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A idle talk, nonsense, ἡ πρόνοια δ' ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φ. Men.482.6, cf. Kol.21, Luc.Dem.Enc.35, Amelius ap.Porph.Plot.17; τοὺς θεοὺς ἡγεῖτο εἶναι φλήναφον Lib.Ep.803.4: pl., Phld.Rh.2.267S., Luc.Somn.7, Pisc.25, etc. II babbler, ὦ φλήναφε Men.109, cf. Poll.6.119.
German (Pape)
[Seite 1291] ὁ (vgl. φλεδών, φλῆνος, schwerlich zusammengesetzt), 1) unnützes Geschwätz, Schwatzhaftigkeit, Menand., Liban. – 2) als adj. φλήναφος, ον, schwatzhaft, geschwätzig, Men. Deisidaem. frg. 2; vgl. Poll. 6, 119.
Greek (Liddell-Scott)
φλήνᾰφος: ὁ, (ἴδε φλέω ΙΙΙ)· ― ματαιολογία, φλυαρία, ἀνοησία, μωρολογία, ἡ πρόνοια δ’ ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φλ. Μένανδρ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3α, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 35· πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἐνυπν. 7, ἐν Ἁλιεῖ 25, κλπ. ΙΙ. φληναφῶν, μωρολογῶν, μωρολόγος, ὦ φλήναφε Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 119. ― Ἐπίρρ. φληνάφως, τὸ αὐτοῖς φληνάφως δοκοῦν Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5. σ. 483Α.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sot bavardage, sottise, niaiserie.
Étymologie: DELG langue fam., étym. obscure;
cf. φλάζω² ???
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί
αρχ.
φλυαρία, μωρολογία.
επίρρ...
φληνάφως Α
με φληναφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. του καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην- / φλᾱν- το οποίο πρέπει να αναχθεί στη ρίζα bhel- / bhle-u- τών ρ. φλέω, φλύω και έχει πιθ. προέλθει είτε από μια μορφή bhlē- της ρίζας είτε από μια μορφή bhl - (με μακρό το φωνηεντικό -l- της συνεσταλμένης βαθμίδας) με έρρινο ένθημα -n-. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να καθοριστεί με ακρίβεια ούτε ο τρόπος σχηματισμού ούτε η σχέση μεταξύ τών τ. φλήναφος και φληναφῶ. Κατά μία άποψη, αρχαιότερο είναι το ρ. φληναφῶ (από το οποίο προήλθε υποχωρητικά το όν. φλήναφος), το οποίο αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από τα ρ. φληνύω και ἁφῶ «αγγίζω, ψηλαφώ» (βλ. και λ. ψηλαφώ, μηλαφώ). Κατ' άλλη, αντίθετη, άποψη, πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία ο τ. φλήν-αφος, ο οποίος έχει σχηματισθεί από το θ. φλην / φλᾱν- με το επίθημα -αφος του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. κόλ-αφος, οὔλ-αφος). Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η λ. φλήναφος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο στον δράστη της ενέργειας όσο και την ίδια την ενέργεια (πρβλ. φλύαρος, φλύαξ)].
Greek Monotonic
φλήνᾰφος: ὁ (φλέω), ανόητη κουβέντα, μωρολογία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
φλήνᾰφος: ὁ
1) тж. pl. пустая болтовня, вздор Men., Luc.;
2) пустомеля Men.