ἀνακαλύπτω: Difference between revisions
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
(1a) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνακᾰλύπτω:''' <b class="num">1)</b> снимать покров, обнажать, открывать (τι Plut.): βλεφάρων μὴ ἀνακαλυφθέντων Arst. не поднимая век; ἀ. τι πρός τινα Polyb. открыть (рассказать) что-л. кому-л.; ἀ. λόγους Eur. говорить откровенно;<br /><b class="num">2)</b> снимать с себя покров, открывать лицо Eur., med. Xen. | |elrutext='''ἀνακᾰλύπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> снимать покров, обнажать, открывать (τι Plut.): βλεφάρων μὴ ἀνακαλυφθέντων Arst. не поднимая век; ἀ. τι πρός τινα Polyb. открыть (рассказать) что-л. кому-л.; ἀ. λόγους Eur. говорить откровенно;<br /><b class="num">2)</b> снимать с себя покров, открывать лицо Eur., med. Xen. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[uncover]], ἀν. λόγους to use [[open]] [[speech]], Eur.:—Mid. to [[unveil]] [[oneself]], [[unveil]], Xen.: —Pass., of a [[veil]], to be uplifted, NTest. | |mdlsjtxt=<br />to [[uncover]], ἀν. λόγους to use [[open]] [[speech]], Eur.:—Mid. to [[unveil]] [[oneself]], [[unveil]], Xen.: —Pass., of a [[veil]], to be uplifted, NTest. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:47, 10 January 2019
English (LSJ)
Dor. ἀγκ-,
A uncover, IG4.952.62 (Epid.); reveal, τι πρός τινα Plb.4 85.6; τινά, i. e. his character, Philoch.20; ἀ. λόγους use open speech, E.IA1146; ἀ. κάρα unveil oneself, Or. 294: so in Med., unveil oneself, X.HG5.4.6. II remove a covering, βλεφάρων μὴ ἀνακαλυφθέντων Arist.Sens.444b25, cf. 2 Ep.Cor.3.14.
German (Pape)
[Seite 191] aufdecken, enthüllen, λόγους, offen sprechen, Eur. I. A. 1146, der Or. 288 ἀνακάλυπτε absolut braucht, entschleiere dich; τὶ πρός τινα, einem etwas eröffnen, Pol. 4, 85, 6. – Med., sich enthüllen, eutschleiern, Xen. Hell. 5, 1, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακᾰλύπτω: ἀποκαλύπτω, ἐκκαλύπτω, «ξεσκεπάζω», τι πρός τινα Πολύβ. 4. 85, 6· ἀν. λόγους, μεταχειρίζομαι γλῶσσαν ἐλευθέραν, τὰ λέγω φανερά, Εὐρ. Ι. Α. 1146: ― Μέσ., ἀποκαλύπτω ἐμαυτόν, «ξεσκεπάζομαι», Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 6· ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Ὀρ. 294 εὕρηται τὸ ἐνεργητ. μετὰ τοιαύτης σημασίας, ἴδε Πόρσ. ἐν τόπῳ (288). ΙΙ. αἴρω κάλυμμά τι, ἀνοίγω, βλεφάρων μὴ ἀνακαλυφθέντων Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 5. 24· οὕτως ἴσως καὶ ἐν τῇ πρὸς Κορ. Ἐπιστ. Β΄, γ΄, 14.
French (Bailly abrégé)
découvrir, dévoiler;
Moy. ἀνακαλύπτομαι, ôter son masque, se démasquer.
Étymologie: ἀνά, καλύπτω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἀγκ- IG 42.122.62 (Epidauro)
1 c. ac. de cosa descubrir, desvelar τί δῆτά μου κρᾶτ' ἀνεκάλυψας ἡλίῳ; E.HF 1231, κάρα E.Or.294, cf. IG l.c., ποταμοῦ ... πηγάς Plu.2.776e
•en v. med. descubrirse, quitarse el velo de hombres disfrazados de mujeres ἦν δὲ σύνθημα, ἐπεὶ καθίζοιντο, παίειν εὐθὺς ἀνακαλυψαμένους X.HG 5.4.6.
2 c. ac. de cosa de ciertas características, abrir, destapar (βλεφάρων) μὴ ἀνακαλυφθέντων Arist.Sens.444b25, cf. 2Ep.Cor.3.14, ἀὴρ χωρήσει καὶ διὰ τῶν ἀνακεκαλυμμένων σωλήνων Hero Spir.2.4, un paquete POxy.1297.9.
3 c. ac. de cosa en contextos de ‘hablar’ descubrir, revelar esp. palabras ἀνακαλύψω γὰρ λόγους hablaré claramente E.IA 1146, πρὸς τοὺς Ἀχαιοὺς ἀνακαλύπτειν τι τούτων Plb.4.85.6, ἡ δ' ἀν' ἐτῶς πᾶν ἐκάλυψεν ἔπος Call.Fr.75.39.
4 c. ac. de pers. descubrir, revelar el carácter de alguien ἕκαστον ἀνακαλύπτουσι παρρησίαν ἄγοντες Philoch.170, τὸν μόνον ἀληθῆ τοῖς πᾶσιν ἀνεκάλυψε θεόν Eus.LC 10 (p.222.11)
•adv. sobre el perf. ἀνακεκαλυμμένως q.u.
5 part. subst. ὁ Ἀνακαλύπτων El Desvelador tít. de una comedia de Filemón, Philem.7, ἡ Ἀνακαλυπτομένη La Desvelada tít. de una comedia de Evángelo, Euang.
English (Strong)
from ἀνά (in the sense of reversal) and καλύπτω; to unveil: open, (un-)taken away.
English (Thayer)
(passive, present participle ἀνακαλυπτόμενος; perfect participle ἀνακεκαλυμμένος); to unveil, to uncover (by drawing back the veil) (equivalent to גָּלָה, κάλυμμα ... μή ἀνακαλυπτόμενον the veil ... not being lifted (literally, unveiled) (so WH punctuate, see Winer s Grammar, 534 (497); but L T Alford etc. take the participle as a neuter accusative absolutely referring to the clause that follows with ὅτι: it not being revealed that, etc.; (for ἀνακαλύπτω in this sense see Polybius 4,85, 6; ἀνακαλύπτειν συγκάλυμμα, Alex.); ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ with unveiled face, Euripides, Xenophon, (Aristotle, de sens. 5, vol. i., p. 444b, 25), Polybius, Plutarch.)
Greek Monolingual
(Α ἀνακαλύπτω)
νεοελλ.
1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα
2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα
3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστό
αρχ.
1. ξεσκεπάζω, φανερώνω
2. αφαιρώ το κάλυμμα, ανοίγω, αποκαλύπτω
3. φρ. «ἀνακαλύπτω λόγους», μιλώ απερίφραστα, ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + καλύπτω.
ΠΑΡ. ανακαλυπτήρια, ανακάλυψις
νεοελλ.
ανακαλυπτικός].
Greek Monotonic
ἀνακᾰλύπτω: μέλ. -ψω, αποκαλύπτω, ἀν. λόγους, μεταχειρίζομαι ελεύθερη γλώσα, μιλώ φανερά, σε Ευρ. — Μέσ., αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για καλύπτρα, αφαιρούμαι, αποτραβιέμαι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνακᾰλύπτω:
1) снимать покров, обнажать, открывать (τι Plut.): βλεφάρων μὴ ἀνακαλυφθέντων Arst. не поднимая век; ἀ. τι πρός τινα Polyb. открыть (рассказать) что-л. кому-л.; ἀ. λόγους Eur. говорить откровенно;
2) снимать с себя покров, открывать лицо Eur., med. Xen.
Middle Liddell
to uncover, ἀν. λόγους to use open speech, Eur.:—Mid. to unveil oneself, unveil, Xen.: —Pass., of a veil, to be uplifted, NTest.