ἐπάγγελμα: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(c1)
(cc1)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐπαγγελματος, τό ([[ἐπαγγέλλω]]), a [[promise]]: [[Demosthenes]], Isocrates, others.)  
|txtha=ἐπαγγελματος, τό ([[ἐπαγγέλλω]]), a [[promise]]: [[Demosthenes]], Isocrates, others.)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':™p£ggelma 誒普-昂給而馬<p>'''詞類次數''':名詞(2)<p>'''原文字根''':在上-信息(果效)<p>'''字義溯源''':自受約束,應許,宣告;源自([[ἐπαγγέλλομαι]])=在宣告);由([[ἐπί]])*=因著)與([[ἄγγελος]])=使者)組成;而 ([[ἄγγελος]])出自([[ἀγγελία]])X*=帶來消息)<p/>'''出現次數''':總共(2);彼後(2)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 應許(2) 彼後1:4; 彼後3:13
|sngr='''原文音譯''':™p£ggelma 誒普-昂給而馬<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':在上-信息(果效)<br />'''字義溯源''':自受約束,應許,宣告;源自([[ἐπαγγέλλομαι]])=在宣告);由([[ἐπί]])*=因著)與([[ἄγγελος]])=使者)組成;而 ([[ἄγγελος]])出自([[ἀγγελία]])X*=帶來消息)<br />'''出現次數''':總共(2);彼後(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 應許(2) 彼後1:4; 彼後3:13
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάγγελμα Medium diacritics: ἐπάγγελμα Low diacritics: επάγγελμα Capitals: ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
Transliteration A: epángelma Transliteration B: epangelma Transliteration C: epaggelma Beta Code: e)pa/ggelma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A promise, profession, D.19.178 (pl.); τὸ Πρωταγόρου ἐ. Arist.Rh.1402a25, cf. Pl.Prt.319a; ὑπὸ τοῦ μεγέθους τοῦ ἐ. οὐδὲν θαυμαστὸν ἀπιστεῖν Id.Euthd.274a: pl., Metrod. ap. Phld. Rh.1.88S.; ἐπαγγέλματι, opp. κατ' ἀλήθειαν, S.E.M.1.182.    2 subject of a treatise, that which it purports to contain, τὸ ἐ. τοῦ λόγου D.H.Dem.33; τὸ ἐ. τοῦ συγγράμματος Ael.Tact.Praef.7.    3 = ἐπαγγελία 7, Crito ap.Gal.13.878, Id. ap. Aët.15.16.    4 art, profession, τὸ ἐ. τῆς ἀοτοποιΐας M.Ant.3.2.

German (Pape)

[Seite 893] τό, Ankündigung; D. Hal. de vi Dem. 33; das Versprechen, καὶ ὑποσχέσεις 19, 178; wie professio, das Fach, zu welchem sich Einer bekennt, ἐπαγγέλλεσθαι Plat. Prot. 319 a Euthyd. 274 a. Dah. ἐπαγγέλματι μέν εἰσι τέχναι dem κατ' ἀλήθειαν entggstzt, Sext. Emp. adv. gramm. 182.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάγγελμα: τό, ἀγγελία, ἄγγελμα, Διον. Ἀλ. π. Δημ. 33. 2) τὸ ὑπισχνεῖσθαι ἄνευ σκοποῦ ἐκτελέσεως, ταῖς ὑποσχέσεσι καὶ τοῖς ἐπαγγέλμασι τοῖς τούτου προκαταληφθέντας τότε Δημ. 397· 3· τὸ Πρωταγόρου ἐπάγγελμα ψεῦδος γάρ ἔστι καὶ οὐκ ἀληθές, ἀλλὰ φαινόμενον εἰκὸς Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 11. 3) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Εὐθύδ. 274Α, Πρωτ. 319Α: πρβλ. ἐπαγγέλλω 5. 4) ἐν τῷ πληθ. = τῷ Λατ. comitia, ἐκκλησία, συνέλευσις Ρωμαίων πολιτῶν, Πλούτ. 2. 276C, ἔνθα διάφ. γρ. ἐπαγγελία. 5) διαταγή, προσταγή, Λεόντ. Μοναχ. 693Α.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 déclaration, promesse ; chose promise;
2 τὰ ἐπαγγέλματα les comices à Rome.
Étymologie: ἐπαγγέλλω.

English (Strong)

from ἐπαγγέλλω; a self-committal (by assurance of conferring some good): promise.

English (Thayer)

ἐπαγγελματος, τό (ἐπαγγέλλω), a promise: Demosthenes, Isocrates, others.)

Greek Monolingual

το (AM ἐπάγγελμα) επαγγέλλομαι
βιοποριστική εργασία («το επάγγελμα του δικηγόρου»)
νεοελλ.
φρ.
1. «ελευθέρια ή ελεύθερα επαγγέλματα» — αυτά που δεν ανήκουν στην εξαρτημένη εργασία, που ασκούνται από επιστήμονες ή επαγγελματίες που δεν ανήκουν στον υπαλληλικό κλάδο
2. «εξ επαγγέλματος»
α) (για δικαστή) από δική του πρωτοβουλία, από επαγγελματική υποχρέωση, αυτεπάγγελτα, χωρίς μήνυση κάποιου
β) (γι' αυτόν που θεωρεί έργο του να κάνει κάτι) από μακρόχρονη άσκηση και συνήθεια
μσν.
1. καλή αγγελία («ἐνεφύης δὲ γαστρί, φέρων αὐτοῑς τὸ ἐπάγγελμα», Μηναία)
2. προσταγή
αρχ.
1. επαγγελία, υπόσχεση («τοῡτό ἐστιν, ἔφη... τὸ ἐπάγγελμα, ὅ ἐπαγγέλλομαι», Πλάτ.)
2. το θέμα μιας πραγματείας
3. ἐπαγγέλματα
σύνοδος, εκκλησία, συνέλευση τών Ρωμαίων πολιτών
4. η διαφημιζόμενη ιαματική ιδιότητα ενός φαρμάκου.

Greek Monotonic

ἐπάγγελμα: -ατος, τό, υπόσχεση, διακήρυξη, εξαγγελία, σε Δημ.· η επαγγελματική ιδιότητα κάποιου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάγγελμα: ατος τό
1) объявление, заявление (τὸ ἐ. ὃ ἐππαγγέλλομαι Plat.): ἐπαγγέλματι μὲν, οὐ πάντως δὲ καὶ κατὰ ἀλήθειαν Sext. на словах, но отнюдь не на деле;
2) обещание, предложение (ὑποσχέσεις καὶ ἐπαγγέλματα Dem.);
3) pl. (в Риме) комиции Plut.

Middle Liddell

ἐπάγγελμα, ατος, τό, [from ἐπαγγέλλω
a promise, profession, Dem.:— one's profession, Plat.

Chinese

原文音譯:™p£ggelma 誒普-昂給而馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-信息(果效)
字義溯源:自受約束,應許,宣告;源自(ἐπαγγέλλομαι)=在宣告);由(ἐπί)*=因著)與(ἄγγελος)=使者)組成;而 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)
出現次數:總共(2);彼後(2)
譯字彙編
1) 應許(2) 彼後1:4; 彼後3:13