ἐπικλινής: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epiklinis | |Transliteration C=epiklinis | ||
|Beta Code=e)piklinh/s | |Beta Code=e)piklinh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sloping]], χωρίον <span class="bibl">Th.6.96</span>; λόφοι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>45</span>; <b class="b3">ἐ. τῷ στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά</b> [[inclining]], [[bending]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.22.1</span>; ἐπικλινές ἐστι τάλαντον <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span> 312</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span>. | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sloping]], χωρίον <span class="bibl">Th.6.96</span>; λόφοι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>45</span>; <b class="b3">ἐ. τῷ στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά</b> [[inclining]], [[bending]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.22.1</span>; ἐπικλινές ἐστι τάλαντον <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span> 312</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span>. [[prone]], [[inclined]], πρὸς τὸν Ἄρην <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>15.187b</span>; οικείωσις ἐ. πρός τινα <span class="bibl">Ph.1.252</span>. Adv. <b class="b3">-νῶς, ἔχειν πρός τι</b> ib.<span class="bibl">37</span>,al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:35, 30 June 2020
English (LSJ)
ές,
A sloping, χωρίον Th.6.96; λόφοι Plu.Ant.45; ἐ. τῷ στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά inclining, bending, Thphr.CP3.22.1; ἐπικλινές ἐστι τάλαντον Call.Fr. 312. 2. prone, inclined, πρὸς τὸν Ἄρην Them.Or.15.187b; οικείωσις ἐ. πρός τινα Ph.1.252. Adv. -νῶς, ἔχειν πρός τι ib.37,al.
German (Pape)
[Seite 950] ές, sich wohin neigend, abschüssig; ἐξήρτηται τὸ χωρίον καὶ ἐπικλινές ἐστι Thuc. 6, 96; im Ggstz von ὀρθός, Theophr.; λόφοι Plut. Anton. 45; – ἐπικλινεῖς ἐκραβδίζειν τοὺς πονηροὺς ἐκ τῆς πόλεως, köpflings aus der Stadt peitschen, Ar. Lys. 575. – Uebertr., ἐπικλινῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Philo.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui penche vers, qui s’incline, qui se courbe.
Étymologie: ἐπικλίνω.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπικλινής)
1. (για τόπο) αυτός που κλίνει προς τη μία πλευρά, κατηφορικός («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», Πλούτ.)
2. (για κτήρια, δέντρα, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν είναι κάθετος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά, που γέρνει προς τα κάτω
μσν.- νεοελλ.
(το ουδ. με άρθρο ως ουσ.) το επικλινές
η επικλίνεια, η ροπή, η κλίση
μσν.
αυτός που διάκειται ευνοϊκά σε κάποιον
αρχ.
αυτός που έχει τάση, προδιάθεση για κάτι, επιρρεπής.
επίρρ...
επικλινώς
σε επικλινή θέση, πλάγια, γερτά, λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κλίνης (< κλίνω)].
Greek Monotonic
ἐπικλῐνής: -ές (ἐπι-κλίνω), κατηφορικός, κεκλιμένος, κατωφερής, σε Θουκ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικλῐνής:
1) наклонный, покатый (χωρίον Thuc.);
2) отвесный, крутой (λόφος Plut.): ἐπικλινῆ τινα ἐκραβδίζειν Arph. палками заставить кого-л. стремглав бежать.