ὑπεράλλομαι: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperallomai | |Transliteration C=yperallomai | ||
|Beta Code=u(pera/llomai | |Beta Code=u(pera/llomai | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[spring]] or [[leap over]], or [[beyond]], c. gen., <b class="b3">αὐλῆς ὑπεράλμενον</b> (aor. 2 part.) <span class="bibl">Il.5.138</span>: also c. acc., <b class="b3">πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο</b> (aor. 2) <span class="bibl">20.327</span>; so in Prose, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.4.17</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eq.</span>8.4</span>; <b class="b3">ὑ. πλοίων ἱστούς</b>, of dolphins, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>631a22</span>; <b class="b3">τὰς μαχαίρας</b>, of sword-dancers, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.74S.; τὴν σκιὰν τὴν ἑαυτῶν Plu.2.1071b. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., [[leap to a high place]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Si.</span>38.33</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:35, 13 December 2020
English (LSJ)
A spring or leap over, or beyond, c. gen., αὐλῆς ὑπεράλμενον (aor. 2 part.) Il.5.138: also c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο (aor. 2) 20.327; so in Prose, X.An.7.4.17, Eq.8.4; ὑ. πλοίων ἱστούς, of dolphins, Arist.HA631a22; τὰς μαχαίρας, of sword-dancers, Phld.Rh.1.74S.; τὴν σκιὰν τὴν ἑαυτῶν Plu.2.1071b. II metaph., leap to a high place, LXX Si.38.33.
German (Pape)
[Seite 1190] (s. ἅλλομαι), darüberweg sprinqen, αὐλῆς ὑπεράλμενον, Il. 5, 138; überspringen, c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο, 20, 327; auch Xen. An. 7, 4, 17 u. Sp., wie Luc. Gymnas. 8, τάφρον 27.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράλλομαι: ἀποθ., ἅλλομαι, πηρῶ ὑπεράνω ἢ πέραν τινός, μετὰ γεν., αὐλῆς ὑπεράλμενος (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄ μετοχ.), Ἰλ. Ε. 138· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄) Υ. 327· οὕτως ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 4, 17, Ἱππ. 8, 4· ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς, ἐπὶ δελφίνων, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 48, 4· τὴν σκιὰν ὑπεράλλεσθαι τὴν ἑαυτῶν Πλούτ. 2. 1071Β. ΙΙ. μεταφ., πηδῶ εἰς ὑψηλὴν θέσιν, ἀναβαίνω ὑψηλά, ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῦνται Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΗ΄, 33).
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. sync. ao.2 ind. ὑπερᾶλτο, part. poét. ὑπεράλμενος, η, ον :
franchir d’un bond.
Étymologie: ὑπέρ, ἅλλομαι.
English (Autenrieth)
aor. ὑπερᾶλτο, part. ὑπεράλμενον: leap or spring over, w. gen. or acc. (Il.)
Greek Monolingual
ΜΑ
1. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι (α. «ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς», Αριστοτ.
β. «λέοντα... ἐπ' εἰροπόκοις ὀΐεσσιν... αὐλῆς ὑπεράλμενον», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. υψώνομαι πάνω από κάτι, είμαι υπέρτερος (α. «ὑπεράλλομαι θανάτου», Ωριγ.
θ. «ὑπεράλλομαι σκάνδαλα», Νείλ.)
μσν.
υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον
αρχ.
ανέρχομαι, καταλαμβάνω υψηλή θέση («ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῡνται», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»].
Greek Monotonic
ὑπεράλλομαι: αόρ. αʹ -ηλάμην· συγκοπτ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ὑπερ-ᾶλτο, μτχ. -άλμενος· αποθ., πηδώ πάνω από ή πέρα από, πιο πέρα, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ.· ομοίως, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεράλλομαι: (эп. 3 л. sing. aor. 2 ὑπερᾶλτο) перепрыгивать, перескакивать: ὑ. τινος Hom. и τι Hom., Xen., Arst., Plut. перепрыгивать через что-л.
Middle Liddell
aor1 -ηλάμην syncop. 3rd sg. aor2 ὑπερ-ᾶλτο part. -άλμενος
Dep.:— to leap over or beyond, c. gen., Il.; also c. acc., Il.; so Xen.