παράπαν: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parapan | |Transliteration C=parapan | ||
|Beta Code=para/pan | |Beta Code=para/pan | ||
|Definition=Adv. for <b class="b3">παρὰ πᾶν</b>, <span class="sense"> | |Definition=Adv. for <b class="b3">παρὰ πᾶν</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[altogether]], [[absolutely]], in correct writers always joined with Art., <b class="b3">τὸ π</b>. <span class="bibl">Hdt.1.61</span>, <span class="bibl">Th.6.80</span>, etc. ; <b class="b3">εἰς τὸ π</b>. in [[perpetuity]], Rev.Bibl.39.532 (Palmyra, ii A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> freq. with neg., <b class="b3">τὸ π. οὐδέν</b> not [[at all]], <span class="bibl">Hdt. 1.32</span> ; τὸ π. οὐδὲ γρῦ <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>17</span>, cf. <span class="bibl">Isoc.17.35</span>, etc. ; <b class="b3">μὴ ζητεῖν αὐτὴν… τὸ π</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>187a</span> ; οὐκ εἰμὶ τὸ π. ἄθεος <span class="bibl">Id.<span class="title">Ap.</span>26c</span> ; <b class="b3">φωνὴν οὐκ ἔχειν ἰχθύν γε… τὸ π</b>. <span class="bibl">Pherecr.113</span> : with a neg. Verb, τὸ π. ἀρνούμενοι <span class="bibl">Antipho 3.3.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> in reckoning, <b class="b3">ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν</b> two hundred [[on the average]], <span class="bibl">Hdt. 1.193</span> ; <b class="b3">οὐδὲ πεντήκοντα δραχμῶν τὸ π</b>. [[in all]], <span class="bibl">D.55.28</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:05, 30 December 2020
English (LSJ)
Adv. for παρὰ πᾶν, A altogether, absolutely, in correct writers always joined with Art., τὸ π. Hdt.1.61, Th.6.80, etc. ; εἰς τὸ π. in perpetuity, Rev.Bibl.39.532 (Palmyra, ii A. D.). 2 freq. with neg., τὸ π. οὐδέν not at all, Hdt. 1.32 ; τὸ π. οὐδὲ γρῦ Ar.Pl.17, cf. Isoc.17.35, etc. ; μὴ ζητεῖν αὐτὴν… τὸ π. Pl.Tht.187a ; οὐκ εἰμὶ τὸ π. ἄθεος Id.Ap.26c ; φωνὴν οὐκ ἔχειν ἰχθύν γε… τὸ π. Pherecr.113 : with a neg. Verb, τὸ π. ἀρνούμενοι Antipho 3.3.7. 3 in reckoning, ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν two hundred on the average, Hdt. 1.193 ; οὐδὲ πεντήκοντα δραχμῶν τὸ π. in all, D.55.28.
German (Pape)
[Seite 492] d. i. παρὰ πᾶν, überall, gänzlich, durchaus; gew. mit dem Artikel, τὸ παράπαν; Her. τὸ π. οὐδὲν ὁμοῖον, 1, 32. 61; τὸ π. ἀμείνους τὰ πολεμικά, Thuc. 6, 80; ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν, durchaus an, d. i. wenigstens 200, Her. 1, 193; Thuc. 6, 80 u. öfter; οὐκ εἰμὶ τὸ παράπαν ἄθεος, Plat. Apol. 26 c; Theaet. 189 a u. öfter, u. Folgde überall.
Greek (Liddell-Scott)
παράπᾰν: Ἐπίρρ., ἀντὶ παρὰ πᾶν, παντελῶς, καθόλου, παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἀείποτε μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ π. Ἡρόδ. 1. 61, Θουκ. 6. 80, κλ. 2) συχν. μετὰ τοῦ ἀρνητ., τὸ π. οὐδέν, οὐδόλως, Ἡρόδ. 1. 32· τὸ π. οὐδὲ Ἀριστοφάν. Πλ. 17, Ἰσοκρ. 365E, κλ.· μὴ ζητεῖν αὐτὴν ... τὸ π. Πλάτ. Θεαίτ. 187A· οὔκ εἰμι τὸ π. ἄθεος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 26C· φωνὴν οὐκ ἔχειν ἰχθὺν γέ φασι τὸ παράπαν Φερεκράτ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 3· οὕτω μετ’ ἀρνητ. ῥήματ. τὸ π. ἀρνούμενος Ἀντιφῶν 123. 13, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 26C. 3) ἐπὶ ἀριθμοῦ, ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν, κατὰ μέσον ὅρον, οὐχὶ ὀλιγώτερα τῶν διακοσίων, Ἡρόδ. 1. 193· οὐδὲ πεντήκοντα δραχμῶν τὸ π. Δημ. 1279. 22.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’ordinaire avec l’article;
τὸ παράπαν tout-à-fait, entièrement ; ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν HDT absolument vers 200, càd 200 au moins.
Étymologie: παρά, πᾶς.
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ. (συν. με άρνηση και με το άρθρο το) ουδόλως, καθόλου («οὐκ εἰμὶ τὸ παράπαν ἄθεος», Πλάτ.)
αρχ.
1. ολωσδιόλου, τελείως («ἀπαλλάσσετο ἐκ τῆς χώρης τὸ παράπαν», Ηρόδ.)
2. κατά μέσο όρο, περίπου («ἐπι διηκόσια τὸ παράπαν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πᾶν].
Greek Monotonic
παράπᾰν: επίρρ., αντί παρὰ πᾶν,
1. ολότελα, απόλυτα, γενικά με άρθρο, τὸ παράπαν οὐδέν, καθόλου, τίποτα, σε Ηρόδ.· οὔκ εἰμι τὸ παράπαν ἄθεος, σε Πλάτ.
2. λέγεται σε υπολογισμούς, ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν, περίπου διακόσια κατά μέσο όρο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
παράπᾱν: (τό) adv. вообще, совершенно, вполне, сплошь Her., Thuc. etc.: τὸ π. οὐδέν Her. вообще (решительно) ничего; ἐπὶ διηκόσια τὸ π. Her. вообще (обыкновенно) двести, т. е. не ниже двухсот.
Middle Liddell
[for παρὰ πᾶν]
1. altogether, absolutely, generally with Art., τὸ π. Hdt., Thuc., etc.:—with a negat., τὸ π. οὐδέν not at all, Hdt.; οὔκ εἰμι τὸ π. ἄθεος Plat.
2. in reckoning, ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν up to two hundred altogether, Hdt.