αλήθεια: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀλήθεια]])<br /><b>1.</b> η πραγματική [[κατάσταση]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[ψεύδος]]<br /><b>2.</b> η αντικειμενική ύπαρξη (σε [[αντίθεση]] με τη [[φαινομενικότητα]]), η [[πραγματικότητα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) αληθινά, πραγματικά, όντως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λόγος]] που δεν περιέχει [[ψεύδος]], [[αληθινός]] [[λόγος]]<br /><b>2.</b> [[αρχή]] ή [[δόγμα]] που δεν επιδέχεται [[αμφισβήτηση]], [[αξίωμα]] καθολικού κύρους, αδιάσειστο γνωμικό<br /><b>3.</b> [[ορθότητα]], [[ακρίβεια]]<br /><b>4.</b> (ως δηλωτικό όρκου στη φρ.) «μα την [[αλήθεια]]»<br /><b>5.</b> ως εισαγωγικό [[μόριο]] στην [[αρχή]] του λόγου «[[αλήθεια]], ξέρεις τί μού είπε ο [[φίλος]] σου;»<br /><b>6.</b> ως [[επιφώνημα]] θαυμασμού, απορίας ή αγανάκτησης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αληθινή [[έκβαση]], [[επαλήθευση]] ονείρου ή οιωνού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πραγματικός]] [[πόλεμος]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] την πολεμική [[άσκηση]] ή την [[παράταξη]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) το μη επίπλαστο, το άδολο, [[φιλαλήθεια]], [[ειλικρίνεια]]<br /><b>3.</b> το [[σύμβολο]] της αλήθειας, [[κόσμημα]] που φορούσε ο [[Αιγύπτιος]] [[αρχιερέας]]<br /><b>4.</b> <b>Μυθ.</b> <b>προσωποπ.</b> η Αλήθεια<br /><b>5.</b> (επιρρηματικές χρήσεις) «(τῇ) ἀληθείᾳ», «ταῑς ἀληθείαις» — αληθινά, όντως<br />(με [[πρόθεση]]) «ἐν τῇ ἀληθείᾳ», «ἐπὶ τῆς ἀληθείας», «μετ' ἀληθείας», «κατὰ τὴν ἀλήθειαν», «ξὺν ἀληθείᾳ» κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀληθής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αληθιανός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αληθειογράφος]]].
|mltxt=η (Α [[ἀλήθεια]])<br /><b>1.</b> η πραγματική [[κατάσταση]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[ψεύδος]]<br /><b>2.</b> η αντικειμενική ύπαρξη (σε [[αντίθεση]] με τη [[φαινομενικότητα]]), η [[πραγματικότητα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) αληθινά, πραγματικά, όντως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λόγος]] που δεν περιέχει [[ψεύδος]], [[αληθινός]] [[λόγος]]<br /><b>2.</b> [[αρχή]] ή [[δόγμα]] που δεν επιδέχεται [[αμφισβήτηση]], [[αξίωμα]] καθολικού κύρους, αδιάσειστο γνωμικό<br /><b>3.</b> [[ορθότητα]], [[ακρίβεια]]<br /><b>4.</b> (ως δηλωτικό όρκου στη φρ.) «μα την [[αλήθεια]]»<br /><b>5.</b> ως εισαγωγικό [[μόριο]] στην [[αρχή]] του λόγου «[[αλήθεια]], ξέρεις τί μού είπε ο [[φίλος]] σου;»<br /><b>6.</b> ως [[επιφώνημα]] θαυμασμού, απορίας ή αγανάκτησης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αληθινή [[έκβαση]], [[επαλήθευση]] ονείρου ή οιωνού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πραγματικός]] [[πόλεμος]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] την πολεμική [[άσκηση]] ή την [[παράταξη]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) το μη επίπλαστο, το άδολο, [[φιλαλήθεια]], [[ειλικρίνεια]]<br /><b>3.</b> το [[σύμβολο]] της αλήθειας, [[κόσμημα]] που φορούσε ο [[Αιγύπτιος]] [[αρχιερέας]]<br /><b>4.</b> <b>Μυθ.</b> <b>προσωποπ.</b> η Αλήθεια<br /><b>5.</b> (επιρρηματικές χρήσεις) «(τῇ) ἀληθείᾳ», «ταῖς ἀληθείαις» — αληθινά, όντως<br />(με [[πρόθεση]]) «ἐν τῇ ἀληθείᾳ», «ἐπὶ τῆς ἀληθείας», «μετ' ἀληθείας», «κατὰ τὴν ἀλήθειαν», «ξὺν ἀληθείᾳ» κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀληθής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αληθιανός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αληθειογράφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 08:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

η (Α ἀλήθεια)
1. η πραγματική κατάσταση σε αντίθεση προς το ψεύδος
2. η αντικειμενική ύπαρξη (σε αντίθεση με τη φαινομενικότητα), η πραγματικότητα
μσν.- νεοελλ.
(ως επίρρ.) αληθινά, πραγματικά, όντως
νεοελλ.
1. λόγος που δεν περιέχει ψεύδος, αληθινός λόγος
2. αρχή ή δόγμα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αξίωμα καθολικού κύρους, αδιάσειστο γνωμικό
3. ορθότητα, ακρίβεια
4. (ως δηλωτικό όρκου στη φρ.) «μα την αλήθεια»
5. ως εισαγωγικό μόριο στην αρχή του λόγου «αλήθεια, ξέρεις τί μού είπε ο φίλος σου;»
6. ως επιφώνημα θαυμασμού, απορίας ή αγανάκτησης
αρχ.-μσν.
αληθινή έκβαση, επαλήθευση ονείρου ή οιωνού
αρχ.
1. ο πραγματικός πόλεμος σε αντίθεση προς την πολεμική άσκηση ή την παράταξη
2. (για πρόσωπα) το μη επίπλαστο, το άδολο, φιλαλήθεια, ειλικρίνεια
3. το σύμβολο της αλήθειας, κόσμημα που φορούσε ο Αιγύπτιος αρχιερέας
4. Μυθ. προσωποπ. η Αλήθεια
5. (επιρρηματικές χρήσεις) «(τῇ) ἀληθείᾳ», «ταῖς ἀληθείαις» — αληθινά, όντως
(με πρόθεση) «ἐν τῇ ἀληθείᾳ», «ἐπὶ τῆς ἀληθείας», «μετ' ἀληθείας», «κατὰ τὴν ἀλήθειαν», «ξὺν ἀληθείᾳ» κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθής.
ΠΑΡ. νεοελλ. αληθιανός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αληθειογράφος].