δημιουργώ: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(9) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-έω) (ΑΝ) [[δημιουργός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]], [[κατασκευάζω]], [[παράγω]] [[κάτι]] (α. «ἡ [[φύσις]] οὐδὲν δημιουργεῑ [[μάτην]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «δημιούργησε [[έξοχα]] έργα»<br /><b>2.</b> (για τη [[θεία]] [[δύναμη]]) [[φέρνω]] σε ύπαρξη, [[πλάθω]] εκ του μηδενός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αίτιος]], [[προκαλώ]] [[κάτι]] («η [[γλώσσα]] του δημιούργησε όλη αυτή τη [[χασμωδία]]»)<br /><b>2.</b> [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], [[σκαρώνω]]<br /><b>3.</b> (για καλλιτέχνες) [[εκτελώ]] έργα πρωτότυπα («δημιούργησε [[έργο]] καθαρής φαντασίας»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>δημιουργούμαι</i><br />διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[δημιουργός]], [[ασκώ]] βιοτεχνικό [[επάγγελμα]] («πολλών οἰκετῶν ἐπιμελούμενος ἑαυτῷ δημιουργούντων»)<br /><b>2.</b> έχω το [[αξίωμα]] του δημιουργού<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> έχω κάποια [[πολιτική]] [[αρχή]]<br /><b>4.</b> (με αιτ.) [[διοικώ]], [[διευθύνω]]<br />(«δημιουργεόντων τὰ [[ἱερά]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> διαπλάθω, [[ασκώ]], [[διαμορφώνω]] («εἰς ἀρετήν... πλάττοντι και | |mltxt=(-έω) (ΑΝ) [[δημιουργός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]], [[κατασκευάζω]], [[παράγω]] [[κάτι]] (α. «ἡ [[φύσις]] οὐδὲν δημιουργεῑ [[μάτην]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «δημιούργησε [[έξοχα]] έργα»<br /><b>2.</b> (για τη [[θεία]] [[δύναμη]]) [[φέρνω]] σε ύπαρξη, [[πλάθω]] εκ του μηδενός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αίτιος]], [[προκαλώ]] [[κάτι]] («η [[γλώσσα]] του δημιούργησε όλη αυτή τη [[χασμωδία]]»)<br /><b>2.</b> [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], [[σκαρώνω]]<br /><b>3.</b> (για καλλιτέχνες) [[εκτελώ]] έργα πρωτότυπα («δημιούργησε [[έργο]] καθαρής φαντασίας»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>δημιουργούμαι</i><br />διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[δημιουργός]], [[ασκώ]] βιοτεχνικό [[επάγγελμα]] («πολλών οἰκετῶν ἐπιμελούμενος ἑαυτῷ δημιουργούντων»)<br /><b>2.</b> έχω το [[αξίωμα]] του δημιουργού<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> έχω κάποια [[πολιτική]] [[αρχή]]<br /><b>4.</b> (με αιτ.) [[διοικώ]], [[διευθύνω]]<br />(«δημιουργεόντων τὰ [[ἱερά]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> διαπλάθω, [[ασκώ]], [[διαμορφώνω]] («εἰς ἀρετήν... πλάττοντι και δημιουργοῦν | ||
τι τον [[υἱόν]]»)<br /><b>6.</b> <i>τα δημιουργούμενα</i><br />τα προϊόντα τών τεχνών. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 27 March 2021
Greek Monolingual
(-έω) (ΑΝ) δημιουργός
1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῑ μάτην», Αριστοτ.
β. «δημιούργησε έξοχα έργα»
2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ του μηδενός
νεοελλ.
1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα του δημιούργησε όλη αυτή τη χασμωδία»)
2. επινοώ, μηχανεύομαι, σκαρώνω
3. (για καλλιτέχνες) εκτελώ έργα πρωτότυπα («δημιούργησε έργο καθαρής φαντασίας»)
4. παθ. δημιουργούμαι
διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι
αρχ.
1. είμαι δημιουργός, ασκώ βιοτεχνικό επάγγελμα («πολλών οἰκετῶν ἐπιμελούμενος ἑαυτῷ δημιουργούντων»)
2. έχω το αξίωμα του δημιουργού
3. γεν. έχω κάποια πολιτική αρχή
4. (με αιτ.) διοικώ, διευθύνω
(«δημιουργεόντων τὰ ἱερά», επιγρ.)
5. διαπλάθω, ασκώ, διαμορφώνω («εἰς ἀρετήν... πλάττοντι και δημιουργοῦν
τι τον υἱόν»)
6. τα δημιουργούμενα
τα προϊόντα τών τεχνών.