ἠώς: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "qq.v." to "qq.v.")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ἠοῦς (ἡ) ; <i>dat.</i> [[ἠοῖ]], <i>acc.</i> [[ἠῶ]];<br /><b>I.</b> l’aurore :<br /><b>1</b> le point du jour, le matin ; [[ἅμα]] [[ἠοῖ]] HDT, [[ἅμα]] [[τῇ]] [[ἠοῖ]] PLAT au point du jour ; ἠοῦς IL dès le matin ; <i>acc.</i> [[ἠῶ]] OD à l’aurore;<br /><b>2</b> la durée d’un jour;<br /><b>3</b> la lumière du jour <i>en gén.</i><br /><b>II.</b> l’orient.<br />'''Étymologie:''' pour *ἀϜώς, *ἀυώς, de la R. Ὑς, brûler, briller ; v. [[ἥλιος]].
|btext=ἠοῦς (ἡ) ; <i>dat.</i> [[ἠοῖ]], <i>acc.</i> [[ἠῶ]];<br /><b>I.</b> l'aurore :<br /><b>1</b> le point du jour, le matin ; [[ἅμα]] [[ἠοῖ]] HDT, [[ἅμα]] [[τῇ]] [[ἠοῖ]] PLAT au point du jour ; ἠοῦς IL dès le matin ; <i>acc.</i> [[ἠῶ]] OD à l'aurore;<br /><b>2</b> la durée d’un jour;<br /><b>3</b> la lumière du jour <i>en gén.</i><br /><b>II.</b> l'orient.<br />'''Étymologie:''' pour *ἀϜώς, *ἀυώς, de la R. Ὑς, brûler, briller ; v. [[ἥλιος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 11:10, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠώς Medium diacritics: ἠώς Low diacritics: ηώς Capitals: ΗΩΣ
Transliteration A: ēṓs Transliteration B: ēōs Transliteration C: ios Beta Code: h)w/s

English (LSJ)

ἡ, gen. ἠοῦς: dat. ἠοῖ: acc. (A ἠόα A.D.Pron.88.5) ἠῶ, also ἠοῦν Hedyl. ap. Ath.11.473a, AP7.472 (Leon.); Ep. loc. ἠῶθι: never used (exc. by Gramm.) in the uncontr. forms, unless Ἀόος be read in Pi.N. 6.52:—Att. ἕως, gen. and acc. ἕω: Dor. ἀώς, ἀβώρ (qq.v.): Aeol. αὔως Sapph.18, gen. αὔως Epigr.Gr.992 (Balbilla), acc. αὔων Sapph. Oxy.1787 Fr.1 + 2.18: Boeot. ἄας· ἐς αὔριον, Hsch.:—dawn, ἦμος δ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς Od.2.1; light of day, ὅσον τ' ἐπικίδναται ἠ. Il.7.451, etc.; esp. morning as a time of day, opp. μέσον ἦμαρ, δείλη, 21.111, etc.: gen. ἠοῦς at morn, early, 8.470,525: acc. ἠῶ the morning long, Od.2.434; στάντα πρὸς πρώτην ἕω S.OC477; ἐξ ἠοῦς μέχρι δείλης ὀψίης Hdt.7.167; ἐξ ἠοῦς εἰς ἠοῦν Hedyl.l.c.; ἠοῦν ἐξ ἠοῦς APl.c.; ἅμα ἠοῑ with, i.e. at, daybreak, Hdt.7.219; Att. ἅμα ἕῳ or ἅμα τῇ ἕῳ, Th.2.90, 4.72; τρὸ τῆς ἕω ib.31; Ep. ἠῶθι πρό Il.11.50, Od.5.469, 6.36; ἐπὶ τὴν ἕω Th.2.84; εἰς τὴν ἐπιοῦσαν ἕω X.An.1.7.1; ἐς ἀῶ tomorrow, Theoc.18.14. 2 day, Il.1.493, al., Od.19.192, Theoc.12.1, Call.Aet.1.1.1; ἠ. δέ μοί ἐστιν ἥδε δυωδεκάτη, ὅτε. . Il.21.80; κατήϊεν ἐς δύσιν ἠ. Musae.110; μεσάτη ἠ. Orph.A.649. 3 life, Q.S.10.431; φῶς λίπες ἠοῦς IG14.1853. 4 the East, πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε Il.12.239 (South acc. to Str.10.2.12); ἀπὸ ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην Hdt.2.8; τὰ πρὸς τὴν ἠῶ ibid.; τὰ πρὸς ἠῶ τε καὶ ἥλιον ἀνατέλλοντα Id.4.40, cf. Pl.Lg.760d, etc.; πρὸς ἕω τῆς πόλεως, τοῦ ποταμοῦ, to the East of... X.HG5.4.49, Plu.Luc.27; πρὸ ἠοῦς τοῦ βωμοῦ IG 7.235.45 (Oropus, iv B.C.). II pr. n., Ἠώς the goddess of dawn, Il. 11.1, Hes.Th.372,378, etc. (Cf. Skt. uṣā´s 'dawn', Lat. aurora, etc.)

German (Pape)

[Seite 1180] dor. ἀώς, äol. αὔως, att. ἕως (s. oben), gen. ἠοῦς u. s. w., die Morgenröthe, Curtius Grundz. d. Gr. Et. 2 Aufl. S. 358; bei Hom. personificirt (vgl. nom. pr.), wie in dem häufig vorkommenden Verse ἦμος δ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς; vgl. ἠὼς διέφαινε Her. 8, 83; – ἅμα τῇ ἠοῖ, mit Tagesanbruch, Plat. Hipp. min. 371 b. Auch der Morgen als Tageszeit, ἔσσεται ἢ ἠώς, ἢ δείλη, ἢ μέσον ἦμαρ Il. 21, 111; ἐξ ἠοῦς ἀρξάμενοι μέχρι δείλης ὀψίης Her. 7, 167, wie Plat. defin. 411 a; ἐξ ἠοῦς εἰς νύκτα καὶ ἐκ νυκτῶν εἰς ἠοῦν (wo die Form des accus. zu bemerken) Hedyl. bei Ath. XI, 473 a; ἠοῦν ἐξ ἠοῦς Leon. Tar. 70 (VII,472, 13); ἠῶ, den ganzen Morgen hindurch, Od. 2, 434, wo Nitzsch zu vgl. Die Griechen zählten die Tage nach Morgenröthen, ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἐκ τοῖο δυωδεκάτη γένετ' ἠώς Il. 1, 493, τῷ δ' ἤδη δεκάτη ἢ ἑνδεκάτη πέλεν ἠώς Od. 19, 192; ἠὼς δέ μοί ἐστιν ἥδε δυωδεκάτη, ὅτε Il. 21, 80. Auch = das Tageslicht, τοῦ δ' ἤτοι κλέος ἔσται ὅσον τ' ἐπικίδναται ἠώς, Il. 7, 45. 458; so bes. bei sp. D., φέγγος ἀναστείλασα κατήϊεν ἐς δύσιν ἠώς Mus. 109. 288, μεσάτη ἠώς Orph. Arg. 652; = das Leben, Qu. Sm. 10, 431. – Als Himmelsgegend, Morgen, Osten, τῆς ὁδοῦ ἀπὸ ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην Her. 2, 8; Sp., wie Pol. 4, 70, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἠώς: ἡ, γεν. (ἠόος) ἠοῦς, Ἐπ. ἠῶθι, δοτ. ἠοῖ, αἰτ. ἠῶ, ὡσαύτως ἠοῦν, Ἡδύλος παρ᾿ Ἀθην. 473Α, Ἀνθ. Π. 7. 472· οὐδέποτε ἐν χρήσει ἐν τοῖς ἀσυναιρέτ. τύποις, πλὴν ἐν Πινδ. Ν. 6. 88 (Ἀόος· τὰ χ/φα ἀοῦς)· - Ἀττικ. ἕως, γεν. ἕω, αἰτιατ. ἕω, ὡς τὸ λεώς· - Δωρ. ἀώς· - Αἰολ. ἄυος (ἀλλ. ἄϝως), οὐχὶ αὔως. (Ἐκ τῆς √ΑϜ παράγονται ὡσαύτως ἀώς, αὐώς, Λακων. ἀβώρ, αὔριον, ἦρι, ἠέριος, ἄγχαυρος (πρβλ. Ε. Μ. 14. 38, αὔρα δὲ ἡ ἡμέρα) πρβλ. Σανσκρ. ush (mane), ushas (splendens), ushâsâ (aurora), Λατ. aurora (ἴσως ἀντὶ ausosa), Ἀρχ. Νορβηγ. austr (Ἀγγλ. east, ἀνατολή), Ἀρχ. Γερμ. ôstan, Λιθ. auszra (aurora).) Τὸ «γλυκοχάραγμα», ἡ «αὐγή», τὰ «χαράγματα», ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠὼς Ὁμ.· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπ., Ἡροδ., κλπ. (ἴδε ἐν λ. διαφαίνω, ἐπιλάμπω, ὑποφαίνω)· τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, ὅσον τ᾿ ἐπικίδναται ἠὼς Ἰλ. Η. 451, κτλ.· - ἰδίως ἡ πρωία ὡς χρονικὸν μέρος τῆς ἡμέρας, ἀντίθ. μέσον ἦμαρ καὶ δείλη Ἰλ. Φ. 111, κλ.· γεν. ἠοῦς, κατὰ τὴν πρωίαν, ἐνωρίς, Θ. 470, 525· αἰτ. ἠῶ, τὴν πρωίαν, Ὀδ. Β. 434· στάντα πρὸς πρώτην ἕω Σοφ. Ο. Κ. 477· - ἐξ ἠοῦς μέχρι δείλης ὀψίης Ἡρόδ. 7. 167· ἠοῦν ἐξ ἠοῦς Ἡδύλος καὶ Ἀνθ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· - ἅμα ἠοῖ, μετὰ τῆς αὐγῆς, κατὰ τὴν αὐγήν, Ἡρόδ. 7. 219· Ἀττ. ἅμ᾿ ἕῳ ἢ ἅμα τῇ ἕῳ, Θουκ. 2. 90., 4. 72 - πρὸς τῆς ἕω ὁ αὐτ. 4. 31· Ἐπ. ἠῶθι πρὸ Ἰλ. Λ. 50, Ὀδ. Ε. 469, Ζ. 36· - ἐπὶ τὴν ἕω Θουκ. 2. 84· - εἰς τὴν ἐπιοῦσαν ἕω Ξεν. Ἀν. 1. 7, 1· ἐς ἀῶ, αὔριον, Θεόκρ. 18. 14. 2) ἐπειδὴ δὲ οἱ Ἕλληνες ὑπελόγιζον τὰς ἡμέρας κατὰ πρωίας, ὡς τἀνάπαλιν οἱ ἀρχαῖοι Γερμανοὶ καὶ Σκανδιναυοὶ κατὰ νύκτας, ἡ λέξις ἠὼς συχνάκις ἐσήμαινεν ἡμέραν, Ἰλ. Α. 493, Ν. 794, Ω. 31, 413, 781, Ὀδ. Τ. 192· ἠὼς δέ μοί ἐστιν ἥδε δυωδεκάτη, ὅτε… Ἰλ. Φ. 80· ἐντεῦθεν, κατήϊεν ἐς δύσιν ἠὼς Μουσαῖ. 109· μεσάτη ἠὼς Ὀρφ. Ἀργ. 652· ἂν καὶ παρ᾿ Ὁμήρῳ οὐδέποτε ἔλαβεν ἐντελῶς τὴν σημασίαν τοῦ ἦμαρ· - μεταφ. ἀντὶ τοῦ ζωή, Κόϊντ. Σμ. 10. 431· φῶς λίπες ἠοῦς Συλλ. Ἐπιγρ. 6258. 3) ἐνίοτε ὡσαύτως, ἡ ἀνατολή, Ὅμ. (ἴδε ἐν λ. ἥλιος)· ἀπὸ ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην Ἡρόδ. 2. 8· τὰ πρὸς τὴν ἠῶ αὐτ.· τὸ πρὸς τὴν ἠῶ ὁ αὐτ. 4. 40, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 760D, κτλ.· πρὸς ἕω τῆς πόλεως, τοῦ ποταμοῦ, πρὸς ἀνατολὰς τοῦ…, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 49, Πλούτ. ἐν Λουκούλλ. 27. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα Ἠώς, Aurora, ἡ θεὰ τῆς πρωίας ἢ αὐγῆς, ἥτις ἐξεγείρεται ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἐκ τῆς κλίνης τοῦ συζύγου αὐτῆς Τιθωνοῦ, Ἰλ. Λ. 1, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 158· - κατὰ τὸν Ἡσ. Θ. 372, εἶνε θυγάτηρ τοῦ Ὑπερίονος καὶ τῆς Θείας, μήτηρ δὲ τοῦ Ζεφύρου, Νότου καὶ Βορέου, αὐτόθι 377.

French (Bailly abrégé)

ἠοῦς (ἡ) ; dat. ἠοῖ, acc. ἠῶ;
I. l'aurore :
1 le point du jour, le matin ; ἅμα ἠοῖ HDT, ἅμα τῇ ἠοῖ PLAT au point du jour ; ἠοῦς IL dès le matin ; acc. ἠῶ OD à l'aurore;
2 la durée d’un jour;
3 la lumière du jour en gén.
II. l'orient.
Étymologie: pour *ἀϜώς, *ἀυώς, de la R. Ὑς, brûler, briller ; v. ἥλιος.

English (Autenrieth)

ἠοῦς, ἠοῖ, ἠῶ: dawn, morning, Il. 21.111; for day, Il. 24.31; east, Od. 9.26 .— Ἠώς, Eos (Aurora), consort of Tithōnus, cf., however, Od. 5.121, Od. 15.250. Mother of Memnon, Od. 4.188; her abode, Od. 12.3, Il. 11.1, Il. 19.1, Od. 22.197. Epithets, ἠριγένεια, ῥοδοδάκτυλος, δῖα, ἐύθρονος, κροκόπεπλος, χρῦσόθρονος.</div1>

Greek Monotonic

ἠώς: ἡ, γεν. (ἠόος) ἠοῦς, Επικ. ἠῶθι, δοτ. ἠοῖ, αιτ. ἠῶ, Αττ. ἕως, γεν. ἕω, αιτ. ἕω, όπως το λεὼς — Δωρ. ἀώς, Αιολ. ἄυως (δηλ. ἄϜως), όχι αὔως·
I. 1. χάραμα, αυγή, ξημέρωμα, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· το πρωί, ως χρονικό σημείο της ημέρας, αντίθ. προς τα μέσον ἦμαρ και δείλη, σε Ομήρ. Ιλ.· γεν. ἠοῦς, το πρωί, νωρίς, στο ίδ.· αιτ. ἠῶ, κατά τη διάρκεια του πρωινού, σε Ομήρ. Οδ.· ἐξἠοῦς μέχρι δείλης ὀψίης, σε Ηρόδ.· ἅμα ἠοῖ, κατά το ξημέρωμα, στον ίδ.· ἅμ' ἕῳ ή ἅμα τῇ ἕῳ, σε Θουκ.· Επικ. ἠῶθι πρό, σε Όμηρ.· ἐς ἀῶ, αύριο, σε Θεόκρ.
2. επειδή οι Έλληνες μετρούσαν τις ημέρες με τα πρωινά, το ἠώς συχνά σήμαινε την ημέρα, σε Όμηρ.
II. η ανατολή, στον ίδ.· ἀπὸ ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην, σε Ηρόδ. κ.λπ.
III. ως κύριο όνομα, Ἠώς, Λατ. Aurora, η θεά της Αυγής, η οποία αναδύεται από τον Ωκεανό, από την κλίνη του συζύγου της Τιθωνού, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἠώς: ἡ эп.-ион. = ἕως.

Middle Liddell

[aeolic ἄυως, i. e. ἄϝως, not αὔως
I. the morning red, daybreak, dawn, Hom., Hdt., etc.:— morning as a time of day, opp. to μέσον ἦμαρ and δείλη, Il.; gen. ἠοῦς at morn, early, Il.; ἠῶ the morning long, Od.:— ἐξ ἠοῦς μέχρι δείλης ὀψίης Hdt.:— ἅμα ἠοῖ at daybreak, Hdt.; ἅμ' ἕῳ or ἅμα τῇ ἕῳ Thuc.; epic ἠῶθι πρό Hom.; ἐς ἀῶ tomorrow, Theocr.
2. since the Greeks counted their days by mornings, ἠώς often denoted a day, Hom.
II. the East, Hom.; ἀπὸ ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην Hdt., etc.
III. as prop. n. Ἠώς, Aurora, the goddess of morn, who rises out of her ocean-bed, Il., Eur.

English (Woodhouse)

dawn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)