Σειρήν: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] ῆνος, ἡ, die Sirene (s. nom. pr.). Übertr., der Zauber der Überredung, ἡ τοῦ λόγου σ. καὶ [[χάρις]], Plut. Mar. 44; auch bezaubernder Liebreiz, D. Hal., vgl. Schäf. zu C. V. p. 26. – Bei Arist. II. A. 9, 40 eine wilde Bienenart; vgl. Phot. σειρὴν μὲν φίλον ἀγγέλλει, ξεῖνον δὲ [[μέλισσα]]. – Bei Hesych. eine kleine Vogelart, vielleicht der Zeisig, franz. serin. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] ῆνος, ἡ, die Sirene (s. nom. pr.). Übertr., der Zauber der Überredung, ἡ τοῦ λόγου σ. καὶ [[χάρις]], Plut. Mar. 44; auch bezaubernder Liebreiz, D. Hal., vgl. Schäf. zu C. V. p. 26. – Bei Arist. II. A. 9, 40 eine wilde Bienenart; vgl. Phot. σειρὴν μὲν φίλον ἀγγέλλει, ξεῖνον δὲ [[μέλισσα]]. – Bei Hesych. eine kleine Vogelart, vielleicht der Zeisig, franz. serin. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆνος (ἡ) :<br />Sirène ; <i>fig.</i> une sirène, <i>càd</i> une femme habile à séduire ; grâce, séduction.<br />'''Étymologie:''' R. Σερ, lier, attacher ; cf. [[σειρά]], [[εἴρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Σειρήν''': -ῆνος, ἡ· ἐν τῷ πληθ. Σειρῆνες, αἱ, μυθικὰ πρόσωπα, ἀδελφαί, ἐπὶ τῆς νοτίου παραλίας τῆς Ἰταλίας, αἵτινες διὰ τῆς γλυκύτητος τῆς φωνῆς αὐτῶν ἐγοήτευον τούς παραπλέοντας καί ἕπειτα τούς ἐφόνευον· ὁ [[μῦθος]] εὕρηται πρῶτον ἐν Ὀδ. Μ. 39 κἑξ., 158 κἑξ. Ὁ Ὅμηρ. μνημονεύει μόνον δύο ([[ὅθεν]] καί ἡ Ἐπικ. δυϊκ. γενική Σειρήνοιιν, Ὀδ. Μ. 52, 167)· αἵτινες κατόπιν ἐγένοντο [[τρεῖς]], Πεισινόη, Ἀγλαόπη, Θελξιέπεια, ἢ Μόλπη (Μολπαδία), Ἀγλαοφήμη, Θελξιόπη, Σχόλ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. τινές δὲ προσέθηκαν καὶ τετάρτην Λίγεια· ὑπῆρχον Σειρῆνες ὀκτὼ κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 617Β, C, πρὸς παράστασιν τῶν φθόγγων ἐν τῇ μουσικῇ τῶν σφαιρῶν· περιγράφονται δὲ ὡς πτεροφόροι παρὰ τῷ Εὕρ. ἐν Ἑλ. 167, πρβλ. Ἀποσπ. 903· ὡς ἔχουσαι πόδας πτηνῶν παρὰ τῷ Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21, Λυκόφρ. 653. Οἱ Ἕλληνες [[συχνάκις]] ἔθετον ὁμοιώματα Σειρήνων ἐπί τῶν τάφων [[ὅπως]] παραστήσωσι τούς πενθοῦντας, Ἤριννα ἐν τῇ Ἀνθ. Π, 7. 710, πρβλ. 491, Λυκόφρ. 1463· πρβλ. Μüller Archaöl. d. Kunst § 393. 4. ― Περί τοῦ μύθου ἴδε Voss Antisymb. 1, σ. 253 κἑξ., 2, σ. 338, Nitzsch εἰς Ὀδ. Μ. 44. ΙΙ. μεταφορ. [[Σειρήν]], ἀπατηλὴ [[γυνή]], Εὐρ. Ἀνδρ. 936· [[ὡσαύτως]], ἡ [[γοητεία]] ἢ τὰ θέλγητρα τῆς εὐγλωττίας καὶ τῶν πειστικῶν λόγων, κ.τ.τ., Αἰσχίν. 86. 17 κἑξ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 349· λόγων, σ. καί [[χάρις]] Πλουτ. Μάρ. 44, πρβλ. Schäf. εἰς Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθέσ. 20· ― μεταγενέστερός τις [[ποιητής]] καλεῖ τὸν Μένανδρον σειρῆνα θεάτρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 6083. ΙΙΙ. [[εἶδος]] μεμονωμένης τινὸς ἀγρίας μελίσσης ἢ [[σφηκός]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 2. IV. μικρόν ᾠδικόν πτηνόν, Ἡσύχ.· [[ἴσως]] ὡς ἐρμηνεία τῆς χρήσεως τῆς λέξεως παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΙΓ’, 23, ΛΔ΄, 13, κτλ.), [[ἔνθα]] [[ὅμως]] φαίνεται ὅτι σημαίνεται ἡ γλαῦξ ἢ τοιοῦτόν τι μελαγχολικὸν πτηνόν. V. [[ἀστερισμός]] τις, ὡς τὸ Σείριος, Εὐστ. 1709. 54 VI. ἐλαφρὸν [[ἔνδυμα]], Γραμμ.· πρβλ. [[σείρινος]]. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως [[ἄγνωστος]]. Συνήθως παράγεται ἐκ τοῦ [[σειρά]], = αἱ ἐμπλέκουσαι, δεσμεύουσαι). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειρῆνες· οἱ λεπτοί καὶ διαφανεῖς χιτῶνες». ― Ἴδε Γ. Γαρδίκα Ἡ γυνὴ ἐν τῷ Ἑλληνικῷ Πολιτισμῷ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΔ΄, σ. 487. | |lstext='''Σειρήν''': -ῆνος, ἡ· ἐν τῷ πληθ. Σειρῆνες, αἱ, μυθικὰ πρόσωπα, ἀδελφαί, ἐπὶ τῆς νοτίου παραλίας τῆς Ἰταλίας, αἵτινες διὰ τῆς γλυκύτητος τῆς φωνῆς αὐτῶν ἐγοήτευον τούς παραπλέοντας καί ἕπειτα τούς ἐφόνευον· ὁ [[μῦθος]] εὕρηται πρῶτον ἐν Ὀδ. Μ. 39 κἑξ., 158 κἑξ. Ὁ Ὅμηρ. μνημονεύει μόνον δύο ([[ὅθεν]] καί ἡ Ἐπικ. δυϊκ. γενική Σειρήνοιιν, Ὀδ. Μ. 52, 167)· αἵτινες κατόπιν ἐγένοντο [[τρεῖς]], Πεισινόη, Ἀγλαόπη, Θελξιέπεια, ἢ Μόλπη (Μολπαδία), Ἀγλαοφήμη, Θελξιόπη, Σχόλ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. τινές δὲ προσέθηκαν καὶ τετάρτην Λίγεια· ὑπῆρχον Σειρῆνες ὀκτὼ κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 617Β, C, πρὸς παράστασιν τῶν φθόγγων ἐν τῇ μουσικῇ τῶν σφαιρῶν· περιγράφονται δὲ ὡς πτεροφόροι παρὰ τῷ Εὕρ. ἐν Ἑλ. 167, πρβλ. Ἀποσπ. 903· ὡς ἔχουσαι πόδας πτηνῶν παρὰ τῷ Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21, Λυκόφρ. 653. Οἱ Ἕλληνες [[συχνάκις]] ἔθετον ὁμοιώματα Σειρήνων ἐπί τῶν τάφων [[ὅπως]] παραστήσωσι τούς πενθοῦντας, Ἤριννα ἐν τῇ Ἀνθ. Π, 7. 710, πρβλ. 491, Λυκόφρ. 1463· πρβλ. Μüller Archaöl. d. Kunst § 393. 4. ― Περί τοῦ μύθου ἴδε Voss Antisymb. 1, σ. 253 κἑξ., 2, σ. 338, Nitzsch εἰς Ὀδ. Μ. 44. ΙΙ. μεταφορ. [[Σειρήν]], ἀπατηλὴ [[γυνή]], Εὐρ. Ἀνδρ. 936· [[ὡσαύτως]], ἡ [[γοητεία]] ἢ τὰ θέλγητρα τῆς εὐγλωττίας καὶ τῶν πειστικῶν λόγων, κ.τ.τ., Αἰσχίν. 86. 17 κἑξ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 349· λόγων, σ. καί [[χάρις]] Πλουτ. Μάρ. 44, πρβλ. Schäf. εἰς Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθέσ. 20· ― μεταγενέστερός τις [[ποιητής]] καλεῖ τὸν Μένανδρον σειρῆνα θεάτρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 6083. ΙΙΙ. [[εἶδος]] μεμονωμένης τινὸς ἀγρίας μελίσσης ἢ [[σφηκός]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 2. IV. μικρόν ᾠδικόν πτηνόν, Ἡσύχ.· [[ἴσως]] ὡς ἐρμηνεία τῆς χρήσεως τῆς λέξεως παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΙΓ’, 23, ΛΔ΄, 13, κτλ.), [[ἔνθα]] [[ὅμως]] φαίνεται ὅτι σημαίνεται ἡ γλαῦξ ἢ τοιοῦτόν τι μελαγχολικὸν πτηνόν. V. [[ἀστερισμός]] τις, ὡς τὸ Σείριος, Εὐστ. 1709. 54 VI. ἐλαφρὸν [[ἔνδυμα]], Γραμμ.· πρβλ. [[σείρινος]]. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως [[ἄγνωστος]]. Συνήθως παράγεται ἐκ τοῦ [[σειρά]], = αἱ ἐμπλέκουσαι, δεσμεύουσαι). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειρῆνες· οἱ λεπτοί καὶ διαφανεῖς χιτῶνες». ― Ἴδε Γ. Γαρδίκα Ἡ γυνὴ ἐν τῷ Ἑλληνικῷ Πολιτισμῷ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΔ΄, σ. 487. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 19:30, 1 October 2022
English (LSJ)
ῆνος, ἡ, Siren; in plural, Σειρῆνες, αἱ, Sirens, Od.12.39, al., cf. Sch.ad loc.; Ep. dual gen. Σειρήνοιιν ib.52, 167; A πτεροφόροι νεανίδες… Σειρῆνες E.Hel.169 (lyr.), cf. Fr.911 (lyr.); Σειρὴν… τὰ σκέλη δὲ κοψίχου Anaxil.22.20; cf. ἁρπυιόγουνος; σειρῆνα κόμπον… ὃς Ζεφύρου σιγάζει πνοάς Pi.Parth.2.13, cf. Hes.Fr.69; ἐπὶ τῶν κύκλων [τοῦ ἀτράκτου]… ἐφ' ἑκάστου βεβηκέναι Σειρῆνα… φωνὴν μίαν ἱεῖσαν Pl.R.617b (hence σειρῆνες· τὰ ἄστρα, Lex.Rhet.ap.Eust.1709.54, cf. Theo Sm. p.146H.); as a grave-ornament, στᾶλαι καὶ Σειρῆνες ἐμαί AP7.710 (Erinna), cf. 491 (Mnasalc.). II metaph., Siren, deceitful woman, E.Andr.936: also, the Siren charm of eloquence, persuasion, and the like, Alcm.7, Aeschin.3.228, Alex.Aet.7 (pl.); ποικίλη σ., of philosophy, Phld.Rh.2.145 S.; λόγων σ. καὶ χάρις Plu.Mar.44, cf. D.H. Comp.26, Jul.Or.2.52d; ὤλετο παρθενίη σ. ἐμή Supp.Epigr.1.567.7 (Fayum), cf. IG14.1942 (Rome); σειρῆνα θεάτρων, of Menander, ib.1183; ἔνθεον σειρῆνα χεύῃ ib.42(1).130.17 (Epid.). III ὁ, a kind of solitary bee or wasp, Arist.HA623b11. IV a small singingbird, Hsch. 2 prob. ostrich, LXX Is.13.21,al., 1Enoch 19.2. V as name of Zeus, dub. in Antim.94 (σείρινα acc. sg., codd.EM). VI a light garment, Harp. s.v. σείρινα, Phot. (Correctly written with -ει-, as name of a ship, IG22.1629.687.)
German (Pape)
[Seite 868] ῆνος, ἡ, die Sirene (s. nom. pr.). Übertr., der Zauber der Überredung, ἡ τοῦ λόγου σ. καὶ χάρις, Plut. Mar. 44; auch bezaubernder Liebreiz, D. Hal., vgl. Schäf. zu C. V. p. 26. – Bei Arist. II. A. 9, 40 eine wilde Bienenart; vgl. Phot. σειρὴν μὲν φίλον ἀγγέλλει, ξεῖνον δὲ μέλισσα. – Bei Hesych. eine kleine Vogelart, vielleicht der Zeisig, franz. serin.
French (Bailly abrégé)
ῆνος (ἡ) :
Sirène ; fig. une sirène, càd une femme habile à séduire ; grâce, séduction.
Étymologie: R. Σερ, lier, attacher ; cf. σειρά, εἴρω.
Greek (Liddell-Scott)
Σειρήν: -ῆνος, ἡ· ἐν τῷ πληθ. Σειρῆνες, αἱ, μυθικὰ πρόσωπα, ἀδελφαί, ἐπὶ τῆς νοτίου παραλίας τῆς Ἰταλίας, αἵτινες διὰ τῆς γλυκύτητος τῆς φωνῆς αὐτῶν ἐγοήτευον τούς παραπλέοντας καί ἕπειτα τούς ἐφόνευον· ὁ μῦθος εὕρηται πρῶτον ἐν Ὀδ. Μ. 39 κἑξ., 158 κἑξ. Ὁ Ὅμηρ. μνημονεύει μόνον δύο (ὅθεν καί ἡ Ἐπικ. δυϊκ. γενική Σειρήνοιιν, Ὀδ. Μ. 52, 167)· αἵτινες κατόπιν ἐγένοντο τρεῖς, Πεισινόη, Ἀγλαόπη, Θελξιέπεια, ἢ Μόλπη (Μολπαδία), Ἀγλαοφήμη, Θελξιόπη, Σχόλ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. τινές δὲ προσέθηκαν καὶ τετάρτην Λίγεια· ὑπῆρχον Σειρῆνες ὀκτὼ κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 617Β, C, πρὸς παράστασιν τῶν φθόγγων ἐν τῇ μουσικῇ τῶν σφαιρῶν· περιγράφονται δὲ ὡς πτεροφόροι παρὰ τῷ Εὕρ. ἐν Ἑλ. 167, πρβλ. Ἀποσπ. 903· ὡς ἔχουσαι πόδας πτηνῶν παρὰ τῷ Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21, Λυκόφρ. 653. Οἱ Ἕλληνες συχνάκις ἔθετον ὁμοιώματα Σειρήνων ἐπί τῶν τάφων ὅπως παραστήσωσι τούς πενθοῦντας, Ἤριννα ἐν τῇ Ἀνθ. Π, 7. 710, πρβλ. 491, Λυκόφρ. 1463· πρβλ. Μüller Archaöl. d. Kunst § 393. 4. ― Περί τοῦ μύθου ἴδε Voss Antisymb. 1, σ. 253 κἑξ., 2, σ. 338, Nitzsch εἰς Ὀδ. Μ. 44. ΙΙ. μεταφορ. Σειρήν, ἀπατηλὴ γυνή, Εὐρ. Ἀνδρ. 936· ὡσαύτως, ἡ γοητεία ἢ τὰ θέλγητρα τῆς εὐγλωττίας καὶ τῶν πειστικῶν λόγων, κ.τ.τ., Αἰσχίν. 86. 17 κἑξ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 349· λόγων, σ. καί χάρις Πλουτ. Μάρ. 44, πρβλ. Schäf. εἰς Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθέσ. 20· ― μεταγενέστερός τις ποιητής καλεῖ τὸν Μένανδρον σειρῆνα θεάτρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 6083. ΙΙΙ. εἶδος μεμονωμένης τινὸς ἀγρίας μελίσσης ἢ σφηκός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 2. IV. μικρόν ᾠδικόν πτηνόν, Ἡσύχ.· ἴσως ὡς ἐρμηνεία τῆς χρήσεως τῆς λέξεως παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΙΓ’, 23, ΛΔ΄, 13, κτλ.), ἔνθα ὅμως φαίνεται ὅτι σημαίνεται ἡ γλαῦξ ἢ τοιοῦτόν τι μελαγχολικὸν πτηνόν. V. ἀστερισμός τις, ὡς τὸ Σείριος, Εὐστ. 1709. 54 VI. ἐλαφρὸν ἔνδυμα, Γραμμ.· πρβλ. σείρινος. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως ἄγνωστος. Συνήθως παράγεται ἐκ τοῦ σειρά, = αἱ ἐμπλέκουσαι, δεσμεύουσαι). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειρῆνες· οἱ λεπτοί καὶ διαφανεῖς χιτῶνες». ― Ἴδε Γ. Γαρδίκα Ἡ γυνὴ ἐν τῷ Ἑλληνικῷ Πολιτισμῷ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΔ΄, σ. 487.
English (Autenrieth)
pl. Σειρῆνες, du. Σειρήνοιιν: pl., the Sirens, two in number, si<<>*<>>ging maidens, by their enchanting song luring mariners to destruction, Od. 12.39 ff., 158, 167, 198, Od. 23.326. (The conception of the Sirens as bird-footed and three in number, as seen in the cut, is post-Homeric.)
Greek Monotonic
Σειρήν: -ῆνος, ἡ, Σειρήνα· πληθ. Σειρῆνες, αἱ,
I. Σειρήνες, μυθολογικά πρόσωπα· επρόκειτο για αδελφές μεταξύ τους, στη νότια ακτή της Ιταλίας, που με τα τραγούδια τους αποπλανούσαν τους διερχόμενους ναυτικούς και κατόπιν τους σκότωναν, σε Ομήρ. Οδ. Ο Όμηρος μνημονεύει μόνον δύο, απ' όπου η Επικ. γεν. δυϊκ., Σειρήνοιιν.
II. μεταφ., Σειρήνα, ξελογιάστρα γυναίκα, σε Ευρ.· τα θέλγητρα της ευγλωττίας των Σειρήνων, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Σειρήν -ῆνος, ἡ Sirene, meest plur.; overdr. betovering:. ἡ τῶν λόγων σειρὴν καὶ χάρις de betovering en charme van de woorden Plut. Mar. 44.6.
Frisk Etymological English
ῆνος
Grammatical information: f.
Meaning: Sirene(s), mythical destructive bird-like creatures (woman-birds), who, in the Od., attract those navigating by with their beautiful chant and kill them (Od.; Nilsson Gr. Rel. I2 228f.), also as des. of various seductive women and creatures (Alcm., E., Aeschin. a.o.); as des. of a wild kind of bees (Arist. a.o.; Gil Fernández Nombres de insectos 214f.).
Other forms: (Att. vase-inscr. Σιρ-; s. Kretschmer Glotta 10, 61 f. w. lit.), often pl. -ῆνες, gen. du. -ήνοιιν (Od.). Byforms Σειρην-ίδες (Dor. Σηρην-) pl. (Alcm. a.o.), -άων gen. pl. (Epich. 123, verse-end).
Dialectal forms: As 1. member in Myc. se-re-mo-ka-ra-o-re, -a-pi (Mühlestein Glotta 36,152ff.)??; wellfounded doubts by Risch Studi Micenei (Roma 1966) 1, 53 ff. Aura Jorro 255.
Derivatives: Σειρήν(ε)ιος sirene-like (LXX, Hld.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As the orig. (appellative) meaning is unknown, only hypotheses are possible. Purely formal (cf. Schwyzer 487) one should connect either σειρά ("the one who grasps, who snares") or Σείριος (as personification of the midday-blaze and the midday-magic), s. Solmsen Wortforsch. 126ff. (w. older lit.; to this Güntert Kalypso 174 f.), where the last idea is preferred. Acc. to others (Brandenstein Kratylos 6, 169 with Tomaschek, Lagercrantz Eranos 17, 101 ff. with diff. interpretations) Thrac.-Phryg. For Pre-Greek-Mediterr. origin e.g. Chantraine Form. 167 (with Cohen); further hypotheses in Brandenstein Festschr. Jul. Fr. Schütz (Graz-Köln 1954) 56 f. -- On the development of the word sirène in French Chantraine Institut de France (Lecture) 1954: 19, 5 f. -- Furnée 172 takes the wild bees for Pre-Greek.
Middle Liddell
Σειρήν, ῆνος, ἡ,
I. a Siren: in plural Σειρῆνες, αἱ, the Sirens, mythical sisters on the south coast of Italy, who enticed seamen by their songs, and then slew them, Od. Hom. only knows of two, whence epic dual. gen. Σειρήνοιιν.
II. metaph. a Siren, deceitful woman, Eur.: the Siren charm of eloquence, Aeschin. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
Σειρήν: -ῆνος
{Seirḗn}
Forms: (att. Vaseninschr. Σιρ-; s. Kretschmer Glotta 10, 61 f. m. Lit.), oft pl. -ῆνες, Gen. du. -ήνοιιν (Od.) Nebenformen Σειρηνίδες (dor. Σηρην-) pl. (Alkm. u. a.), -άων Gen. pl. (Epich. 123, Versende).
Grammar: f.
Meaning: ‘Sirene(n)’, märchenhafte schadenbringende Vogelwesen (Menschenvögel), die in d. Od. durch ihren schönen Gesang die Vorüberschiffenden an sich locken und töten (seit Od.; Nilsson Gr. Rel. I2 228f.), auch als Bez. verschiedener verführerischer Frauen und Wesen (Alkm., E., Aeschin. u. a.), als Bez. einer wilden Bienenart (Arist. u. a.; Gil Fernández Nombres de insectos 214f.).
Composita: Als Vorderglied in myk. se-re-mo-ka-ra-o-re, -a-pi (Mühlestein Glotta 36,152ff.)??; wohlbegründeter Zweifel bei Risch Studi Micenei (Roma 1966) 1, 53 ff.
Derivative: Davon Σειρήν(ε)ιος sirenenähnlich (LXX, Hld.).
Etymology: Da die urspr. (appellativische) Bed. unbekannt ist, sind wir für die Etymologie auf Hypothesen angewiesen. Rein formal (vgl. Schwyzer 487) empfiehlt sich Anknüpfung entweder an σειρά ("die Fasserin, die Umstrickerin") oder an Σείριος (als Personifikation der Mittagsglut und des Mittagszaubers), s. Solmsen Wortforsch. 126ff. (m. älterer Lit.; dazu Güntert Kalypso 174 f.), wo die letztgenannte Auffassung bevorzugt wird. Nach anderen (Brandenstein Kratylos 6, 169 mit Tomaschek, Lagercrantz Eranos 17, 101 ff. mit verschiedenen Deutungen) thrak.-phryg. Für vorgr. -mediterr. Herkunft z.B. Chantraine Form. 167 (mit Cohen); weitere Hypothesen bei Brandenstein Festschr. Jul. Fr. Schütz (Graz-Köln 1954) 56 f. — Über die Bed.entwicklung des Wortes sirène im Franz. Chantraine Institut de France (Lecture) 1954: 19, 5 f.
Page 2,687-688