παροξυσμός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paroksysmos
|Transliteration C=paroksysmos
|Beta Code=parocusmo/s
|Beta Code=parocusmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[irritation]], [[exasperation]], <span class="bibl">D.45.14</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Je.</span>39(32).37</span>, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>15.39</span>; <b class="b3">π. ἀγάπης</b> [[provoking]]or [[exciting to]]…, Ep.Hebr.10.24. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[severe fit of a disease]], [[paroxysm]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>1.11</span>,<span class="bibl">12</span>, Gal.17(2).387, etc.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[irritation]], [[exasperation]], <span class="bibl">D.45.14</span>, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Je.</span>39(32).37</span>, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>15.39</span>; <b class="b3">π. ἀγάπης</b> [[provoking]]or [[exciting to]]…, Ep.Hebr.10.24. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[severe fit of a disease]], [[paroxysm]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>1.11</span>,<span class="bibl">12</span>, Gal.17(2).387, etc.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:50, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροξυσμός Medium diacritics: παροξυσμός Low diacritics: παροξυσμός Capitals: ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ
Transliteration A: paroxysmós Transliteration B: paroxysmos Transliteration C: paroksysmos Beta Code: parocusmo/s

English (LSJ)

ὁ, A irritation, exasperation, D.45.14, LXX Je.39(32).37, Act.Ap.15.39; π. ἀγάπης provokingor exciting to…, Ep.Hebr.10.24. 2 severe fit of a disease, paroxysm, Hp.Aph.1.11,12, Gal.17(2).387, etc.

German (Pape)

[Seite 527] ὁ, Anreizung, Erbitterung, ἢ φιλονεικία Dem. 45, 14, u. Sp., wie N. T. – Bei den Aerzten Fieberanfall, bes. der Zeitpunkt, wo die Krankheit heftiger wird.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. action d'exciter, de stimuler;
II. en mauv. part;
1 irritation;
2 paroxysme d'une maladie.
Étymologie: παροξύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροξυσμός -οῦ, ὁ [παροξύνω] stimulering:. εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων ter stimulering van liefde en goede daden NT Hebr. 10.24. irritatie. hevige aanval (van ziekte).

Russian (Dvoretsky)

παροξυσμός:
1) раздражение, озлобление, ожесточение, Dem., NT;
2) поощрение, побуждение (ἀγαπῆς καὶ καλῶν ἔργων NT).

Greek (Liddell-Scott)

παροξυσμός: ὁ, ἐρεθισμός, φιλονικία, Δημ. 1105. 25· ἐγένετο οὖν παροξυσμός, ὥστε χωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 39· «τὸ σφοδρότερον ἀπὸ θυμοῦ κίνημα παροξυσμὸς ὀνομάζεται» Βασίλ., π. ἀγάπης, παρακίνησιςπαρόρμησις πρὸς .., Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. κ΄, 24. 2) ἡ σοβαρὰ προσβολὴ νόσου τινός, ἡ ἐπὶ τὰ χείρω τροπὴ αὐτῆς, Λατιν. accessio, Ἱππ. Ἀφ. 1243.

English (Strong)

from παροξύνω ("paroxysm"); incitement (to good), or dispute (in anger): contention, provoke unto.

English (Thayer)

παροξυσμου, ὁ (παροξύνω, which see);
1. an inciting, incitement: εἰς παροξυσμόν ἀγάπης (A. V. to provoke unto love), irritation (R. V. contention): Sept. twice for קֶצֶף, violent anger, passion, Demosthenes, p. 1105,24.'

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ παροξύνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παροξύνω, ερεθισμός, έξαψη, παρόργιση
2. ιατρ. οξεία και απότομη επιδείνωση μιας νοσηρής καταστάσεως με επίταση τών συμπτωμάτων
νεοελλ.
1. ιατρ. νευρική εκδήλωση μικρής διάρκειας που επέρχεται και τελειώνει απότομα
2. ιατρ. έξαψη, επίταση μιας ψυχικής καταστάσεως
μσν.
φρ. «παροξυσμὸς μείξεως» — σφοδρή επιθυμία για ερωτική μίξη, πόθος για συνουσία
αρχ.
παρακίνηση, παρόρμηση προς κάτι («κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων», ΚΔ).

Greek Monotonic

παροξυσμός: ὁ, διέγερση, εκνευρισμός, σε Δημ., Κ.Δ.· πρόκληση, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

παροξυσμός, οῦ, ὁ, [from παροξύ¯νω]
irritation, exasperation, Dem., NTest.: a provoking, NTest.

Chinese

原文音譯:paroxusmÒj 爬而-哦克需士摩士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在旁-銳利(的) 相當於: (קֶצֶף‎)
字義溯源:激發,爭論,激動,憤怒;源自(παροξύνω)=使其銳利);由(παρά)*=旁,出於)與(ὀξύς)*=鋒利的)組成
出現次數:總共(2);徒(1);來(1)
譯字彙編
1) 激發(1) 來10:24;
2) 爭論(1) 徒15:39

English (Woodhouse)

annoyance, bother

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)