αὐθέκαστος: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />one who calls [[each]] [[thing]] by its [[name]], Arist. | |mdlsjtxt=<br />one who calls [[each]] [[thing]] by its [[name]], Arist. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[jeder]] an und für sich</i>, dah. <i>[[einfach]], [[natürlich]]</i>, [[αὐθέκαστος]] καὶ [[ἀληθευτικός]] steht bei Arist. <i>Eth. Nic</i>. 4.7 [[zwischen]] dem [[ἀλαζών]] und dem [[εἴρων]], wie es Philem. Stob. <i>Flor</i>. 2.27 dem [[εἴρων]] entggstzt, und wie Plut. [[ὄρθιος]] καὶ αὐθ. und [[ἁπλοῦς]] καὶ αὐθ. vrbdt. Es nimmt aber auch den [[Begriff]] des Durchgreifenden, Strengen, Eigensinnigen an, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:58, 24 November 2022
English (LSJ)
ον,
A one who calls things by their right names, one who calls a spade a spade, down-right, blunt, Arist.EN1127a23, cf. Cleanth.Stoic.1.127; οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος = the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward Philem.89.7, cf. Posidipp.40; in later Prose, λόγος Phld.Piet.102 (Comp.), cf. Ph.2.51, Plu.Cat.Ma.6. Adv. αὐθεκάστως = bluntly, Phld.Sign.32.
2 of style, inartificial, plain, D.H.Comp.22.
3 in bad sense, self-willed (αὐτάρεσκος, Hsch.; = ἀπαρέγκλητος, Suid.), αὐθέκαστος τὸν τρόπον, αὐθέκαστος τῷ τρόπῳ, Men.843, Sam.205, cf. Luc.Phal.1.2, Plu.2.11e; οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθὴς ὁ χρηστός, οὐδὲ αὐθέκαστος ὁ σώφρων ἀνήρ = the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not smug, ib. 823a, cf. Phld.Vit.p.30J.
4 self-controlled, self-sufficient, ζῷον οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν = an animal which is not solitary and self-sufficient, but social and political, Them.Or.34p.446D. Adv. αὐθεκάστως = rigidly, severely Plu.Lys.21.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [compar. αὐθεκαστότερος Phld.Piet.p.120.14]
I 1sincero, sin artificio, auténtico de pers. como intermedio entre el ἀλαζών y el εἴρων Arist.EN 1127a23, como sinón. de αὐστηρός y ἁπλός Cleanth.Fr.Poet.3.4, Posidipp.41, ἐν τῷ δικαίῳ ὄρθιος καὶ αὐ. Plu.Cat.Ma.6, fig. de la zorra οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων ... ἡ δ' αὐ. Philem.93.7
•del λόγος Phld.l.c.
•del estilo de Tucídides, D.H.Comp.22.6.
2 en sent. peyor. rígido, tozudo, áspero τραχὺς ἄνθρωπος ... αὐ. τῷ τρόπῳ Men.Sam.550, cf. Men.Fr.736, Plu.2.11d, Luc.Phal.1.2, ὁ νουθετητὴς παραγίνεται ὁ αὐ. Ph.2.519.
II autosuficiente τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν Them.Or.34.446.
III adv. αὐθεκάστως
1 sinceramente, sin artificio πρὸς τὸ τῇ Σπάρτῃ συμφέρον αὐ. στρατηγοῦντος Plu.Lys.21.
2 tajantemente αὐθεκάστως ... φασι τὸ καλού[μ]ενον Phld.Sign.32.32; cf. αὐτοέκαστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
chaque personne ou chaque chose telle qu’elle est ; franc, simple, droit, naturel.
Étymologie: αὐτός, ἕκαστος.
Russian (Dvoretsky)
αὐθέκαστος:
1) прямой, прямодушный (αὐ. καὶ ἀληθευτικός Arst.; ὄρθιος και αὐ. Plut.);
2) суровый, строгий (αὐστηρὸς καὶ αὐ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐθέκαστος: -ον, ὁ λέγων τὰ πράγματα αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ ἕκαστα, κοινῶς, «ὀρθὰ κοφτά», ὁ μὴ λέγων αὐτὰ πλαγίως, ἀλλ’ ὡς ἔχουσιν, ἀνυπόκριτος, ἀληθής, εἰλικρινής, ἁπλοῦς, ὁ δὲ μέσος αὐθέκαστός τις ἂν ἀληθευτικὸς καὶ τῷ βίῳ καὶ τῷ λόγῳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 4· ἀκολούθως ἐν τῇ Νέᾳ Κωμῳδία, οὐκ ἔστ’ ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων…, ἡδ’ αὐθέκαστος Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 3, πρβλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 229, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 13· - ἐπὶ λόγων, ἀκόμψευτος, σαφής, ἀληθής, Διον. Ἁλ. π. συνθ. 22· ἴδε Α. Β. 462, 25, Ἡσύχ. ἐν λέξει. Παρὰ παλαιοτέροις συγγραφ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 950, Εὐρ. Ἑκ. 1227, τὸ αὐθέκαστα, νῦν γράφεται, αὐθ’ ἕκαστα. Ἐπίρρ. -τως Πλουτ. Λύσ. 21. - Τὸ οὐσιαστ. αὐθεκαστότης, ητος, ἡ, κατακρίνεται ὑπὸ τοῦ Φρυν. σ. 349, ἔνθα ἴδε Λοβ.
Greek Monolingual
αὐθέκαστος, -ον (AM)
απότομος, θρασύς, αυθάδης
μσν.
1. αυθαίρετος
2. αυτάρκης
αρχ.
1. όποιος λέει κάθε πράγμα με το πραγματικό του όνομα, ο ειλικρινής
2. (για λόγο) σαφής, απερίφραστος.
Greek Monotonic
αὐθέκαστος: -ον, αυτός που λέει τα πράγματα με το όνομά τους, σε Αριστ.
Middle Liddell
one who calls each thing by its name, Arist.
German (Pape)
jeder an und für sich, dah. einfach, natürlich, αὐθέκαστος καὶ ἀληθευτικός steht bei Arist. Eth. Nic. 4.7 zwischen dem ἀλαζών und dem εἴρων, wie es Philem. Stob. Flor. 2.27 dem εἴρων entggstzt, und wie Plut. ὄρθιος καὶ αὐθ. und ἁπλοῦς καὶ αὐθ. vrbdt. Es nimmt aber auch den Begriff des Durchgreifenden, Strengen, Eigensinnigen an, Plut.