ἀντίστροφος: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντίστροφος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀντίστροφος:'''<br /><b class="num">1</b> [[соотносительный]], [[соответственный]], [[подобный]] (τινι Plat., Arst., Polyb., Plut., τινος Plat., Isocr. и πρός τι Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[взаимный]] ([[εὔνοια]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> рит. [[обращенный]], [[обратимый]]: ἐξ ἀντιστρόφου путем перестановки.<br /><b class="num">II</b> ἡ Arst. = [[ἀντιστροφή]] 3. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:28, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, A turned so as to face one another: hence, correlative, co-ordinate, counterpart, Pl.Tht.158c, etc.; τινί to a thing, Id.Grg.464b, R.605a; ἡ ῥητορική ἐστιν ἀ. τῇ διαλεκτικῇ Arist.Rh.1354a1, Pol.1293a33, etc.; ἰατρικὴ ἀ. δικαιοσύνῃ Aristid.2.37 J.; also τινός the correlative or counterpart of .., Pl.R.530d, Grg.465d, Isoc.5.61, etc.; ἀ. . . ὥσπερ Arist.Pol.1292b7. Adv. -φως in a manner corresponding, τινί Pl.R. 539d; ἡ γλῶττα ὥσπερ -φως ἔχουσα τῷ μυκτῆρι being the counterpart of .., Arist.PA661a27; συμβαίνει δ' ἀντιστρόφως the result follows by a reversible proof, Id.Ph.265b8. 2 in Logic, converse, λόγος Phld.Rh.1.179S. Adv. -φως Id.Sign.6: also in Math., converse, θεώρημα Papp.970.20; τὰ ἀ. the converse proposition, Apollon.Perg.Con. 4.55. Adv. -φως conversely, ib.1.38, Max.Tyr.34.4. 3 contrary, opposed, τινός D.Chr.4.87; πρός τι Luc.Merc.Cond.31. Adv. -φως in the opposite way, Phld.Lib.p.31O., Ps.-Luc.Philopatr.18. II that can be retorted, D.H.Rh.9.5 (as v.l., cf. ἀγχι-). III ἐξ ἀντιστρόφου by an inverted construction (cf. ἀντιστροφή 11.2), Hdn.Fig. p.102S. IV in lyrics, antistrophic, Arist.Pr.918b27, etc.: esp. Subst. ἀντίστροφος (sc. ᾠδή), ἡ, antistrophe, Id.Rh.1409a26, D.H, Comp.19, etc.; also of members in a rhet. period, ἐν στροφῇ καὶ ἀντιστρόφῳ Hermog.Id.1.11. V f.l. for ἀμφίστροφος, wheeling both ways, A.Supp.882codd. VI retorting a charge, Procop.Arc. 17. VII ἀντίστροφος, ἡ, = ἀπόστροφος Sch.Ar.Pl.3. 2 ἀντίστροφοι, name for the two upper ribs, Poll.2.182. VIII Adv. -φως crosswise, τὰς χεῖρας ἀλλήλαις ἐπιβάλλειν Gal.UP5.14; inversely, Herod.Med. ap. Orib.10.5.4, cf. Diogenian.3.30.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que corresponde, correspondiente abs. de las características del sueño y la vigilia πάντα γὰρ ὥσπερ ἀντίστροφα τὰ αὐτὰ παρακολουθεῖ Pl.Tht.158c
•c. dat., de la justicia ἀ. τῇ ἰατρικῇ Pl.Grg.464b, cf. Aristid.2.37, del poeta mimético ἀ. ... τῷ ζωγράφῳ Pl.R.605a, ἀντιστρόφους καὶ σύζυγας καὶ σφίσιν αὐταῖς ὁμολογουμένας (τέχνας) Isoc.15.182, ἡ ῥητορική ἐστιν ἀ. τῇ διαλεκτικῇ Arist.Rh.1354a1, cf. Pol.1293a33, Plu.2.17f
•c. gen. (μάθημα) ἀ. αὐτοῦ Pl.R.530d, de la retórica ἀ. ὀψοποιίας Pl.Grg.465d
•abs. Arist.Pol.1292b7.
2 en lír., de un coral antistrófico Arist.Pr.918b27
•subst. ἡ ἀ. antístrofa Arist.Rh.1409a26, D.H.Comp.84.20, Hermog.Id.1.11 (p.292), Mar.Vict.p.59, Sch.Ar.Nu.595
•vuelta que da el coro en la escena, Sch.Ar.Pl.3.
3 ret. correlativo de ciertas metáforas, Isid.Etym.1.37.
II 1opuesto, inverso en gener. τούτων Isoc.5.61, ἕξιν ἀντίστροφον ... τῆς ... ἐμπειρίας καὶ μαντικῆς D.Chr.4.87, πρὸς τὸν πάλαι βίον Luc.Merc.Cond.31
•mat. ἡ ἀπόδειξις ἀ. τῇ ἀναλύσει Papp.144.22
•subst. anat. αἱ ἀντίστροφοι las dos costillas superiores Poll.2.182.
2 ret. inverso el elogio respecto a la censura λόγος Phld.Rh.1.179
•gram. ἐξ ἀντιστρόφου con construcción inversa Hdn.Fig.102
•mat. inverso τὸ ἀ. αὐτῷ (θεώρημα) Papp.970.20.
3 de pers. que se revuelve contra una acusación Procop.Arc.17.24.
III adv. -ως
1 de forma correspondiente γυμναζομένῳ Pl.R.539d, ἡ γλῶττα ὥσπερ ἀντιστρόφως ἔχουσα τῷ μυκτῆρι Arist.PA 661a27.
2 en forma inversa Phld.Sign.6.7, Lib.p.31, Luc.Philopatr.18, Max.Tyr.28.4, Herod.Med. en Orib.10.5.4, Diogenian.1.3.30.
3 mat. en forma recíproca Procl.in Euc.345.2, Apollon.Perg.Con.1.38.
4 lóg. en forma en que puede haber conversión lógica συμβαίνειν Arist.Ph.265b8.
5 de través, en posición inversa τὰς χεῖρας ἀλλήλαις ἐπιβάλλειν Gal.3.394.
German (Pape)
[Seite 261] 1) nach der entgegengesetzten Seite gewandt, entgegengekehrt, βᾶρις Aesch. Suppl. 859. – 2) einander entsprechend, ἡ μουσικὴ ἀντίστροφος τῆς γυμναστικῆς Plat. Rep. VII, 522 a; δικαιοσύνη ἀντ. τῇ ἰατρικῇ Gorg. 464 b. Dah. geradezu ähnlich, Plut.; τὸ ἀντίστροφον, Gegenstück. Bei Arist. Polit. 4, 51, wie ἀνάλογος, in bestimmter Gliederung einander ausschließlich entsprechend; vgl. de ort. anim. 3, 11 rhet. 1, 1. Bei Gramm., z. B. Dion. Hal. C. V. 19, ἡ ἀντίστροφος, die Gegenstrophe. – Adv. ἀντιστρόφως, auf entgegengesetzte Weise, Plat. Rep. VII, 539 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 renversé sens dessus dessous;
2 tourné de façon à faire face ; qui fait la contrepartie de, corrélatif à, dat. ou gén. ou avec πρός et l'acc.;
3 ἡ ἀντίστροφος antistrophe, partie du chant correspondant à la strophe.
Étymologie: ἀντιστρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίστροφος:
1 соотносительный, соответственный, подобный (τινι Plat., Arst., Polyb., Plut., τινος Plat., Isocr. и πρός τι Luc.);
2 взаимный (εὔνοια Plut.);
3 рит. обращенный, обратимый: ἐξ ἀντιστρόφου путем перестановки.
II ἡ Arst. = ἀντιστροφή 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίστροφος: -ον, ἐστραμμένος οὕτως ὥστε νὰ εἶναι πρόσωπον πρὸς πρόσωπον πρὸς ἕτερον, τεθειμένος ἀπέναντι, ἑπομ. ἀντίστοιχος, Πλάτ. Θεαίτ. 158C, κτλ.· τινὶ ὁ αὐτ. Γοργ. 464Β, Πολ. 665Α, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 1, Πολ. 4. 6, 11, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως, τινὸς ὡς ἐὰν ἦτο τὸ ἀντίστροφος οὐσιαστ., τὸ ἀντίστοιχον τοῦ…, Πλάτ. Πολ. 530D, Γοργ. 465D, Ἰσοκρ. 94D, κτλ. ἀντ. πρός τι Λουκ. Περὶ τῶν ἐπὶ μ. συν. 31: ― ἀντ. ὥσπερ Ἀριστ. Πολ. 4. 5, 2. ― Ἐπίρρ. -φως, τινὶ Πλάτ. Πολ. 539D. ΙΙ. ὅ,τι δύναται νὰ ἀνταποδοθῇ ὡς ἀπάντησις, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5. ΙΙΙ. ἐξ ἀντιστρόφου, δι’ ἀνεστραμμένης συντάξεως, Ρήτορες. ΙV. ἀντίστροφος, = ἀντιστροφὴ Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 19, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 253: ὡσαύτως, τὰ ἀντ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 15.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀντίστροφος, -ον)
νεοελλ.
στραμμένος αντίθετα, γυρισμένος ανάποδα
αρχ.
1. ο απέναντι
2. αντίστοιχος, ανάλογος
3. αντίξοος, ανάποδος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀντίστροφα
οι αντιστροφές.
Greek Monotonic
ἀντίστροφος: -ον (ἀντιστρέφω), γυρισμένος ώστε να αντικρύζει ο ένας τον άλλο· σχετικός, αντίστοιχος, ισότιμος, τινι, ως προς κάτι, σε Πλάτ.· επίσης, ἀντίστροφός τινος, όπως αν το ἀντ. ήταν ουσ., το αντίστοιχό του ή ανάλογό του, στον ίδ.· επίρρ. -ρως, αντίστοιχα, τινί, στον ίδ.
Middle Liddell
ἀντιστρέφω
turned so as to face one another: correlative, coordinate, counterpart, τινι to a thing, Plat.: also ἀντίστροφός τινος, as if ἀντ. were a Subst., the correlative or counterpart of, Plat.; adv. -φως, coordinately, τινί Plat.