ἀπαρτί: Difference between revisions
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
(CSV import) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπαρτί:''' adv.<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀπαρτί:''' adv.<br /><b class="num">1</b> [[точно]], [[ровно]] (ἡμέραι ἀ. [[ἐννενήκοντα]] Her.);<br /><b class="num">2</b> [[тут же]], [[немедленно]] или [[отныне]] (σώφρονας ἀ. πλουτῆσαι ποιήσω Arph.);<br /><b class="num">3</b> (тж. ἀπ᾽ ἀρτί) теперь именно, ныне (ἀ. [[λέγω]] [[ὑμῖν]] NT). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:34, 25 November 2022
English (LSJ)
[ῐ], Adv. A completely, and, of numbers, exactly, just, ἡμέραι ἀ. ἐνενήκοντα Hdt.5.53, cf. 2.158; φρόνιμος ὢν ἀ. ταύτης τῆς τέχνης Telecl.37; ἀ. ἐναρμόζειν πρός τι Hp.Art.73: of time, ἀ. ἐν καιροῖσι . . Id.Acut.41. II just the contrary, τί . . ἀποτίνειν τῷδ' ἀξιοῖς;—ἀ. δή που προσλαβεῖν παρὰ τοῦδ' ἐγὼ μᾶλλον on the contrary, I expect to receive... Pherecr.93, cf.71, Ar.Pl.388. III ἀπάρτι, properly ἀπ' ἄρτι, of time, from now, henceforth, Ev.Matt.23.39, etc. 2 just now, even now, Ev.Jo.13.19, etc. (This is not an Att. use, hence Pl.Com.143 must be incorrectly interpr. by AB79.)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῐ]
adv.
I 1c. numerales y adj. de cantidad completamente, en total ἡμέραι ἀ. ἐνενήκοντα Hdt.5.53, cf. 2.158, πάντα Dam.Pr.1.
2 c. varias determinaciones total, absolutamente φρόνιμος ... ὢν ἀ. ταύτης τῆς τέχνης siendo totalmente entendido en este arte Telecl.37
•precisamente, exactamente ἐναρμόζειν ἀ. πρός ... Hp.Art.73, ἐν καιροῖσι Hp.Acut.41, cf. A.Fr.14.
II al revés, por el contrario τί σαυτὸν ἀποτίνειν τῷδ' ἀξιοῖς; ... ἀπαρτὶ δήπου προσλαβεῖν ¿qué crees que debes pagarle? ... Al contrario, me toca cobrar Pherecr.93, cf. 71, τοὺς χρηστοὺς ... ἀπαρτὶ πλουτῆσαι ποήσω Ar.Pl.388.
German (Pape)
[Seite 280] 1) genau, gerade, ἡμέραι ἀπαρτὶ ἐνενήκοντα, genau 90 Tage, Her. 5. 53; 2, 158; B. A. 418 durch ἀπηρτισμένως, ἀκριβῶς erkl. – 2) ἀπαρτὶ μᾶλλον, gerade umgekehrt, Phereer. bei B. A. 418. – 3) von jetzt an sofort (ἀπάρτι nach B. A. p. 79 zu schreihen), Ar. Plut. 388; N. T.; Lob. Phryn. 20.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 tout juste, exactement;
2 tout juste dès ce moment, dès maintenant.
Étymologie: ἀπό, ἄρτι.
English (Thayer)
(so Tdf. in John, T and Tr in Rev.), or rather ἀπ' ἄρτι (cf. Winer's Grammar, § 5,2, p. 45, and 422 (393); (Buttmann, 320 (275); Lipsius, p. 127); see ἄρτι, adverb, from now, henceforth: ἀπό τοῦ νῦν); ἀπ' ἄρτι with μακάριοι). In the Greek of the O. T. it is not found (for the the Sept. render מֵעַתָּה by ἀπό τοῦ νῦν), and scarcely (yet Liddell and Scott cite Aristophanes Pl. 388; Plato, commentary, Sof. 10) in the earlier and more elegant Greek writings. For the similar term which the classic writers employ is to be written as one word, and oxytone (viz. ἀπαρτί), and has a different meaning (viz., completely, exactly); cf. Knapp, Scripta var. Arg. i., p. 296; Lob. ad Phryn., p. 20f.
Greek Monolingual
ἀπάρτι (AM) κ. ἀπ' ἄρτι (Α) άρτι
1. από δω και πέρα, από τώρα και στο εξής
2. τώρα
μσν.
1. πριν από λίγο, μόλις
2. ως τώρα
3. ήδη, κιόλας
4. ευθύς, αμέσως.
ἀπαρτί επίρρ. (Α) άρτι
1. τελείως, εντελώς
2. (για αριθμούς) ακριβώς
3. ακριβώς αντίθετα.
Greek Monotonic
ἀπαρτί: [ῐ], επίρρ.,
I. εντελώς, πλήρως, τελείως· λέγεται για αριθμούς, ακριβώς, ορθώς, σε Ηρόδ.·
II. 1. λέγεται για χρόνο, από τώρα, από τη στιγμή αυτή, από τώρα και στο εξής, σε Αριστοφ., Κ.Δ.
2. μόλις τώρα, ως και τώρα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρτί: adv.
1 точно, ровно (ἡμέραι ἀ. ἐννενήκοντα Her.);
2 тут же, немедленно или отныне (σώφρονας ἀ. πλουτῆσαι ποιήσω Arph.);
3 (тж. ἀπ᾽ ἀρτί) теперь именно, ныне (ἀ. λέγω ὑμῖν NT).
Middle Liddell
I. completely, of numbers, exactly, just, Hdt.
II. of time, from now, from this time, henceforth, Ar., NTest.
2. just now, even now, NTest.
Mantoulidis Etymological
(=ἐντελῶς, ἀκριβῶς). Ἀπό τό ἀπό + ἄρτιος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπαρτίζω (=ἑτοιμάζω, συμπληρώνω), ἀπαρτία, ἀπαρτικός, ἀπάρτισις (=συμπλήρωση), ἀπαρτισμός, ἀπαρτίως.