πολυχρόνιος: Difference between revisions
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polychronios | |Transliteration C=polychronios | ||
|Beta Code=poluxro/nios | |Beta Code=poluxro/nios | ||
|Definition= | |Definition=πολυχρόνιον,<br><span class="bld">A</span> [[of olden time]], [[ancient]], h.Merc. 125.<br><span class="bld">2</span> [[of long standing]], <b class="b3">τὴν πολυχρονίων</b> (leg. <b class="b3">πολυχρόνιον</b>) Μαρμαριτῶν [[θρασύτητα]] ''Sammelb.''6026 (Cyrenaica, iii A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[lasting for long]], νουσήματα Hp.''Aph.''4.23, cf.7.6; [[μουναρχίη]] Hdt.1.55; π. ἔχειν τὴν ζωήν Arist.''Long.''464b25; ἀρχαί Id.''Pol.''1299a7 (Comp.); opp. [[αἰώνιος]], Epicur.''Sent.''28; βιότω τέρμα [[long-protracted]], Call.''Lav. Pall.''128; πολιορκίαι Onos.38.6; [[πλέγμα]] ''AP''5.254.14 (Paul. Sil.): Comp., Hp.''Fract.''10, Pl.''Ti.''75b: Sup., τὰ πολυχρoνιώτατα τῶν ἀνθρωπίνων [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.4.16. Adv. [[πολυχρoνίως]] dub. l. in Hp.''Ep.''17.<br><span class="bld">2</span> [[long-lived]], Arist.''HA''29b32, al.: Comp. [[πολυχρoνιώτερος]] [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 87c, Arist.''HA''613a25, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.18.4: Sup. [[πολυχρoνιώτατος]], [[αἷμα]] Call.''Del.''282, cf. Dam.''Pr.'' 23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:11, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυχρόνιον,
A of olden time, ancient, h.Merc. 125.
2 of long standing, τὴν πολυχρονίων (leg. πολυχρόνιον) Μαρμαριτῶν θρασύτητα Sammelb.6026 (Cyrenaica, iii A.D.).
II lasting for long, νουσήματα Hp.Aph.4.23, cf.7.6; μουναρχίη Hdt.1.55; π. ἔχειν τὴν ζωήν Arist.Long.464b25; ἀρχαί Id.Pol.1299a7 (Comp.); opp. αἰώνιος, Epicur.Sent.28; βιότω τέρμα long-protracted, Call.Lav. Pall.128; πολιορκίαι Onos.38.6; πλέγμα AP5.254.14 (Paul. Sil.): Comp., Hp.Fract.10, Pl.Ti.75b: Sup., τὰ πολυχρoνιώτατα τῶν ἀνθρωπίνων X.Mem.1.4.16. Adv. πολυχρoνίως dub. l. in Hp.Ep.17.
2 long-lived, Arist.HA29b32, al.: Comp. πολυχρoνιώτερος Pl.Phd. 87c, Arist.HA613a25, Thphr. CP 5.18.4: Sup. πολυχρoνιώτατος, αἷμα Call.Del.282, cf. Dam.Pr. 23.
German (Pape)
[Seite 677] von langer Zeit, lange dauernd, alt; H. h. Merc. 125; Her. 1, 55; Plat. Tim. 75 b; Xen. Mem. 1, 4, 16; Pol. oft u. a. Sp.; Compar., Pol. 1, 13, 11; Superl., 37, 3, 2, wie Callim. Del. 282; πολυχρονιώτερος τῆς εἱμαρμένης, Polem. 2, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dure depuis longtemps.
Étymologie: πολύς, χρόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυχρόνιος -ον [πολύς, χρόνος] langdurig:; πολυχρόνια νοσήματα langdurige ziekten Hp. Aph. 4.23; π. μουναρχίη lange monarchie Hdt. 1.55.2; lang levend:. πότερον πολυχρονιώτερόν ἐστι τὸ γένος ἀνθρώπου ἢ ἱματίου welke soort langer leeft: een mens of een mantel Plat. Phaed. 87c.
Russian (Dvoretsky)
πολυχρόνιος:
1 длительный, долгий, продолжительный (ἡ μουναρχίη τοῦ Κροίσου Her.; γένος τοῦ βίου Plat.; ζωή Arst.; ἀποδημία Plut.);
2 долговечный (sc. τὰ ζῷα Arst.).
Greek Monolingual
-α, -ο / πολυχρόνιος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που υπάρχει για πολύ χρόνο, παλαιός, αρχαίος
2. αυτός που διαρκεί πολύ, πολύχρονος, μακροχρόνιος («μέσα σε πολυχρόνια και πολυμήχανη πολιορκία», Παπαντ.)
3. αυτός που αργεί να εγκαταλείψει κάτι, που παραμένει για πολύ
4. αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το πολυχρόνιον)
(λειτ.) ευχετήριος ύμνος κατά τη Θεία Λειτουργία υπέρ μακροημερεύσεως πολιτικών ή εκκλησιαστικών αρχόντων
μσν.
λεγόταν ως ευχή για την μακροβιότητα κάποιου.
επίρρ...
πολυχρονίως Α
για πολύ, για μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. βραχυχρόνιος.
Greek Monotonic
πολυχρόνιος: -ον, I. αυτός που ζει πολύ, αυτός που ανήκει σε παλιά εποχή, αρχαίος, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Ξεν.
II. αυτός που διαρκεί πολύ, σε Αριστ.· συγκρ. -ώτερος, σε Πλάτ.· υπερθ. -ώτατος, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πολυχρόνιος: -ον, ὁ ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπάρχων, ὁ ἐκ παλαιοῦ, παλαιός, ἀρχαῖος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἀνθ. Π. 5, 255· οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἡρόδ. 1. 55, Ἱππ. Ἀφ. 1250 (νόσημα), Πλάτ. Τίμ. 75Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16. ΙΙ. ὁ ἐπὶ μακρὸν διαρκῶν, διαμένων, π. ἔχειν τὴν ζωὴν Ἀριστ. π. Μακροβιότ. 1. 2· ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 15, 1· βιότου τέρμα, ἐπὶ μακρὸν παραταθέν, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 128. 2) ἐπὶ ζῴων, ὁ ἐπὶ μακρὸν ζῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 9 κ. ἀλλ. ― συγκρ. -ώτερος, Ἱππ. Ἀγμ. 758, Πλάτ. Φαίδων 87C, κτλ.· ὑπερθ. -ώτατος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16, Καλλ. εἰς Δῆλ. 282. ― Ἐπίρρ. -ίως, Ἱππ. Ἐπιστ. 1282. 6.
Middle Liddell
πολυ-χρόνιος, ον,
I. long-existing, of olden time, ancient, Hhymn., Hdt., Xen.
II. lasting for long, Arist.:—comp. -ώτερος, Plat.; Sup. -ώτατος, Xen.