σπόρος: Difference between revisions
Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sporos | |Transliteration C=sporos | ||
|Beta Code=spo/ros | |Beta Code=spo/ros | ||
|Definition=ὁ, ([[σπείρω]])<br><span class="bld">A</span> [[sowing]], Hdt.8.109, X.''Oec.''7.20, Theoc.16.94, etc.; <b class="b3">μετὰ τὸν σ.</b> Pl.''Ti.''42d: metaph., ὁ γαμήλιος σ. καὶ ἄροτος Plu. 2.144b: pl., [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.5.5.<br><span class="bld">2</span> [[seed-time]], X.''Oec.''17.4; ἀπὸ σπόρω Theoc.10.14.<br><span class="bld">II</span> [[seed]], <b class="b3">λίνου σ.</b> Hp.''Epid.''7.65; σ. ἐν νειοῖσιν βάλλοντες Theoc.25.25, cf. A.R.3.413, ''Ev.Marc.''4.26, etc.<br><span class="bld">2</span> [[harvest]], [[crop]], Hdt.4.53, ''PGrenf.''2.36.16 (i B.C.), etc.; <b class="b3">ὁ πρώϊμος σ.</b> ''OGI''56.68 (Canopus, iii B.C.); <b class="b3">γᾶς σ.</b> S.''Ph.''706 (lyr.).<br><span class="bld">3</span> [[offspring]], Lyc.221,750.<br><span class="bld">4</span> [[semen genitale]], [[varia lectio|v.l.]] for [[γονή]] in Hp.''Vict.''2.54. | |Definition=ὁ, ([[σπείρω]])<br><span class="bld">A</span> [[sowing]], [[Herodotus|Hdt.]]8.109, X.''Oec.''7.20, Theoc.16.94, etc.; <b class="b3">μετὰ τὸν σ.</b> Pl.''Ti.''42d: metaph., ὁ γαμήλιος σ. καὶ ἄροτος Plu. 2.144b: pl., [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.5.5.<br><span class="bld">2</span> [[seed-time]], X.''Oec.''17.4; ἀπὸ σπόρω Theoc.10.14.<br><span class="bld">II</span> [[seed]], <b class="b3">λίνου σ.</b> Hp.''Epid.''7.65; σ. ἐν νειοῖσιν βάλλοντες Theoc.25.25, cf. A.R.3.413, ''Ev.Marc.''4.26, etc.<br><span class="bld">2</span> [[harvest]], [[crop]], [[Herodotus|Hdt.]]4.53, ''PGrenf.''2.36.16 (i B.C.), etc.; <b class="b3">ὁ πρώϊμος σ.</b> ''OGI''56.68 (Canopus, iii B.C.); <b class="b3">γᾶς σ.</b> S.''Ph.''706 (lyr.).<br><span class="bld">3</span> [[offspring]], Lyc.221,750.<br><span class="bld">4</span> [[semen genitale]], [[varia lectio|v.l.]] for [[γονή]] in Hp.''Vict.''2.54. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:00, 4 September 2023
English (LSJ)
ὁ, (σπείρω)
A sowing, Hdt.8.109, X.Oec.7.20, Theoc.16.94, etc.; μετὰ τὸν σ. Pl.Ti.42d: metaph., ὁ γαμήλιος σ. καὶ ἄροτος Plu. 2.144b: pl., Thphr. HP 7.5.5.
2 seed-time, X.Oec.17.4; ἀπὸ σπόρω Theoc.10.14.
II seed, λίνου σ. Hp.Epid.7.65; σ. ἐν νειοῖσιν βάλλοντες Theoc.25.25, cf. A.R.3.413, Ev.Marc.4.26, etc.
2 harvest, crop, Hdt.4.53, PGrenf.2.36.16 (i B.C.), etc.; ὁ πρώϊμος σ. OGI56.68 (Canopus, iii B.C.); γᾶς σ. S.Ph.706 (lyr.).
3 offspring, Lyc.221,750.
4 semen genitale, v.l. for γονή in Hp.Vict.2.54.
German (Pape)
[Seite 924] ὁ, das Säen, Xen. Oec. 7, 20; die Saat, Her. 8, 109; Plat. Tim. 42 d; der Saamen, Plut. Symp. 4, 5, 2; auch das Erzeugte, φορβὰν ἱερᾶς γᾶς σπόρον, Soph. Phil. 700.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 ensemencement ; temps des semailles;
2 semence ; produit.
Étymologie: σπείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπόρος -ου, ὁ [~ σπείρω] Dor. gen. –ω het zaaien; zaad; gezaaid gewas; uitbr. zaaiseizoen. Theocr. Id. 10.14.
Russian (Dvoretsky)
σπόρος: ὁ σπείρω (дор. gen. σπόρω)
1 сеяние, засев Her., Xen. etc.;
2 время посевных работ, сев Xen., Theocr.;
3 семя Theocr., Plut., NT;
4 плод, урожай, сбор, Her., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
σπόρος: ὁ, (σπείρω) τὸ σπείρειν, Ἡρόδ. 8. 109, Ξεν. Οἰκ. 7, 20, Θεόκρ., κλπ.· μετὰ τὸν σπ. Πλάτ. Τίμ. 42D· μεταφορ., ὁ γῆς σπ. καὶ ἄροτος Πλούτ. 2. 144Β· - πληθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 5. 2) ἐποχὴ κατάλληλος πρὸς σποράν, Ξεν. Οἰκ. 17, 4· ἀπὸ σπόρω Θεόκρ. 10, 14. ΙΙ. σπέρμα, σπορά, σπ. ἐν νειοῖσιν βάλλοντες Θεόκρ. 25. 5, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 413. 2) «γέννημα», «γεννήματα», καρπός, «ἐσοδεία», θερισμός, Ἡρόδ. 4. 53· γᾶς σπ. Σοφ. Φιλ. 706. 3) γενεά, ἔκγονα, τέκνα, Λυκόφρ. 221, 750, κτλ. 4) = γονή, semen genitale, Ἱππ. 359. 41, Πλούτ., κλπ.
English (Strong)
from σπείρω; a scattering (of seed), i.e. (concretely) seed (as sown): seed (X sown).
English (Thayer)
σπόρου, ὁ (σπείρω, 2perfect ἐσπορα);
1. a sowing (Herodotus, Xenophon, Theophrastus, others).
2. seed (used in sowing): L Tr, 10b) (Theocr, Plutarch, others).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.)
2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα οποιουδήποτε καρπού (α. «οι σπόροι του καρπουζιού» β. «ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ», ΚΔ)
3. το σπέρμα, το γονιμοποιό έκκριμα τών γεννητικών οργάνων του άνδρα και τών αρσενικών ζώων
4. παιδί, τέκνο, απόγονος (α. «δεν θά 'μαι του πατέρα μου σπόρος αν τή γλυτώσεις» β. «τῆς κηρύλου δαμαρτος ἀπτῆνα σπόρον», Λυκόφρ.)
νεοελλ.
1. αρχή, αρχική αιτία («έσπειραν τον σπόρο της επανάστασης»)
2. μικρόσωμο και ζωηρό παιδί («πάψε σπόρε, μη μιλάς!»)
3. καρπός στον οποίο το σπέρμα συμφύεται με το περικάρπιο και δεν αποχωρίζεται από αυτό
4. (κατ' επέκτ.) φυτικό όργανο ή τμήμα φυτικού οργάνου το οποίο αν φυτευθεί μπορεί να δώσει ένα νέο φυτό, όπως είναι ο πατατόσπορος
5. φρ. α) «σπόρος βελτιωτή» — ο σπόρος που παράγεται κατά τη σποροπαραγωγή σε περιορισμένη ποσότητα, στην περίπτωση που πρόκειται να διατεθεί μια νέα βελτιωμένη ποικιλία
β) «το αμιγές του σπόρου» — η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο σπόρος όταν δεν περιέχει σπόρους άλλων φυτών
γ) «παλαίωση σπόρου»
(φυτοπαθ.) ικανότητα του σπόρου να διατηρείται για μερικά χρόνια κατά τη διάρκεια τών οποίων ο παθογόνος παράγοντας που βρίσκεται μέσα του νεκρώνεται ή αδρανοποιείται και ο σπόρος απαλλάσσεται από αυτόν ενώ εξακολουθεί να διατηρεί τη βλαστική του ικανότητα
αρχ.
1. εποχή κατάλληλη για σπορά
2. σοδειά, συγκομιδή («οὐ φορβὰν ἱερᾱς γᾱς σπόρον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορ- του σπείρω].
Greek Monotonic
σπόρος: ὁ (σπείρω),
I. 1. πράξη, ενέργεια της σποράς, σπορά, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
2. εποχή σποράς, σε Ξεν., Θεόκρ.
II. 1. σπόρος, σε Θεόκρ.
2. παραγωγή, γέννημα, καρποί, συγκομιδή, σοδειά, σε Ηρόδ., Σοφ.
Middle Liddell
σπόρος, ὁ, σπείρω
I. a sowing, Hdt., Xen., etc.
2. seed-time, Xen., Theocr.
II. seed, Theocr.
2. produce, fruit, harvest, crop, Hdt., Soph.
Chinese
原文音譯:spÒroj 士坡羅士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:播了種
字義溯源:撒播種子,撒種子,種子,種;源自(ἐπισπείρω / σπείρω)*=撒種)。參讀 (ἐπισπείρω / σπείρω)同源字參讀 (σπέρμα)同義字
出現次數:總共(6);可(2);路(2);林後(2)
譯字彙編:
1) 種子(4) 可4:26; 路8:11; 林後9:10; 林後9:10;
2) 種(2) 可4:27; 路8:5