κοπάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kopazo
|Transliteration C=kopazo
|Beta Code=kopa/zw
|Beta Code=kopa/zw
|Definition=aor. ἐκόπασα (v. infr.): pf. κεκόπακα [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—[[grow weary]], τοῦ πολέμου [[LXX]] ''Jo.''14.15; <b class="b3">τοῦ θυμοῦ</b> ib.''Es.''2.1; of an abnormal pulsation, [[abate]], Hp.''Epid.''7.2; especially of natural phenomena, [[ἐκόπασε]] (''[[sc.]]'' <b class="b3">ὁ ἄνεμος</b>) Hdt.7.191, cf. ''Ev.Matt.''14.32; ὅταν ἡ λίμνη κοπάσῃ Arist.''Pr.''935a18; ἐκόπασε τὸ πῦρ [[LXX]] ''Nu.''11.2; of heat, Longus 1.8.
|Definition=aor. ἐκόπασα (v. infr.): pf. κεκόπακα [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—[[grow weary]], τοῦ πολέμου [[LXX]] ''Jo.''14.15; <b class="b3">τοῦ θυμοῦ</b> ib.''Es.''2.1; of an abnormal pulsation, [[abate]], Hp.''Epid.''7.2; especially of natural phenomena, [[ἐκόπασε]] (''[[sc.]]'' <b class="b3">ὁ ἄνεμος</b>) [[Herodotus|Hdt.]]7.191, cf. ''Ev.Matt.''14.32; ὅταν ἡ λίμνη κοπάσῃ Arist.''Pr.''935a18; ἐκόπασε τὸ πῦρ [[LXX]] ''Nu.''11.2; of heat, Longus 1.8.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:04, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπάζω Medium diacritics: κοπάζω Low diacritics: κοπάζω Capitals: ΚΟΠΑΖΩ
Transliteration A: kopázō Transliteration B: kopazō Transliteration C: kopazo Beta Code: kopa/zw

English (LSJ)

aor. ἐκόπασα (v. infr.): pf. κεκόπακα Hsch.:—grow weary, τοῦ πολέμου LXX Jo.14.15; τοῦ θυμοῦ ib.Es.2.1; of an abnormal pulsation, abate, Hp.Epid.7.2; especially of natural phenomena, ἐκόπασε (sc. ὁ ἄνεμος) Hdt.7.191, cf. Ev.Matt.14.32; ὅταν ἡ λίμνη κοπάσῃ Arist.Pr.935a18; ἐκόπασε τὸ πῦρ LXX Nu.11.2; of heat, Longus 1.8.

German (Pape)

[Seite 1482] müde werden u. dah. nachlassen, sich legen; ἄνεμος ἐκόπασε Her. 7, 191; vom Wasser eines Sees, fallen, Arist. probl. 23, 34; κοπάσαντος τοῦ καύματος, als sich die Sonnenhitze gelegt hatte, Long. 1, 8; öfter bei Sp., wie N. T.

French (Bailly abrégé)

être fatigué ; se relâcher, se reposer, se calmer, cesser.
Étymologie: κόπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπάζω [κόπος] moe worden, verminderen:; αὐτος ἐθέλων ἐκόπασε hij (de storm) is vanzelf gaan liggen Hdt. 7.191.2; geneesk. van de polsslag.

Russian (Dvoretsky)

κοπάζω:
1 досл. уставать, перен. утихать, униматься (ἐκόπασε ὁ ἄνεμος Her., NT);
2 опускаться, убывать, падать (ὅτανλίμνη ἢ κοπάσῃ ἢ ξερὰ γένηται Arst.).

English (Strong)

from κόπος; to tire, i.e. (figuratively) to relax: cease.

English (Thayer)

1st aorist ἐκόπασα; (κόπος); properly, to grow weary or tired; hence to cease from violence, cease raging: ὁ ἄνεμος (Herodotus 7,191), Philo, somn. 2:35).)

Greek Monolingual

(ΑM κοπάζω) κόπος
καταπαύω, λιγοστεύω, ησυχάζω, εξασθενώ, ξεθυμαίνω (α. «κόπασε λίγο ο αέρας και έτσι μπορούμε να κολυμπήσουμε» β. «κόπασε ο θυμός του και μπορούμε πια να συζητήσουμε» γ. «κόπασε η πυρκαγιά» δ. «καὶ ἡ γῆ ἐκόπασε τοῦ πολέμου», ΠΔ
ε. «καὶ ηὔξατο Μωϋσῆς πρὸς Κύριον καὶ ἐκόπασε τὸ πῡρ», ΠΔ
στ. «κοπάσαντος τοῦ καύματος», Λογγ.).

Greek Monotonic

κοπάζω: μέλ. -άσω, αποδυναμώνομαι, εξασθενώ, εξαντλούμαι· λέγεται για τον άνεμο, ελαττώνομαι, κοπάζω, καταλαγιάζω, σε Ηρόδ., Κ.Δ.

Greek (Liddell-Scott)

κοπάζω: μέλλ. -άσω: πρκμ. κεκόπακα Ἡσύχ.· ― κοπιῶ, ἀποκάμνω· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, καταπίπτω, ἐλαττοῦμαι, ἐκόπασε (δηλ. ὁ ἄνεμος) Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 32· οὕτως ἐπὶ πλημμύρας, Ἀριστ. Προβλ. 23. 34· ἐπὶ θερμότητος, Λόγγος 1. 8· ἐκόπασε τὸ πῦρ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 2)· ὡσαύτως, ἐπὶ ἀσθενοῦς, ἀναπαύομαι, Ἱππ. 1207D· καὶ ἐκόπασεν ὁ βασιλεὺς τοῦ θυμοῦ, ἐπέρασεν ὁ θυμός του, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Β΄, 1).

Middle Liddell

κοπάζω, fut. -άσω
to grow weary: of the wind, to abate, Hdt., NTest.

Chinese

原文音譯:kop£zw 可爬索
詞類次數:動詞(3)
原文字根:打擊 相當於: (חָדַל‎)
字義溯源:困倦,憂慮,放鬆,停止,住,止住;源自(κόπος)=勞累);而 (κόπος)出自(κόπτω)*=砍)。參讀 (ἀναλύω) (ἀναπαύω)同義字
出現次數:總共(3);太(1);可(2)
譯字彙編
1) 住了(1) 可6:51;
2) 就止住(1) 可4:39;
3) 就住了(1) 太14:32

Mantoulidis Etymological

(=ἀποκάμνω, ἡσυχάζω). Ἀπό τό κόπος τοῦ κόπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.