ἐπαφρόδιτος: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
mNo edit summary |
m (Text replacement - "anmuthig" to "anmutig") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0907.png Seite 907]] liebreizend, liebenswürdig, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0907.png Seite 907]] liebreizend, liebenswürdig, anmutig; von einer Frau, Her. 2, 135; ἄνθρωπ ος ἡδὺς καὶ ἐπ. Aesch. 2, 42; [[φιλία]] ἐπαφροδιτοτέρα Xen. Conv. 8, 15; Sulla nannte sich griechisch [[ἐπαφρόδιτος]], felix, von der Aphrodite begünstigt, Plut. Sull. 34; App. B. C. 1, 97. – Adv., γράφειν [[ἡδέως]] καὶ ἐπαφροδίτως D. Hal. Lys. 11; ὑποδέχεσθαι τινα Alciphr. 2, 1; a. Sp. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:23, 15 January 2024
English (LSJ)
ἐπαφρόδιτον, (Ἀφροδίτη)
A lovely, fascinating, charming, of persons, Hdt.2.135, Aeschin.2.42; of things, ἔπη καὶ ἔργα X.Smp.8.15 (Comp., codd.); ποίησις Isoc.10.65: Sup. -ότατος X.Hier.1.35. Adv. ἐπαφροδίτως, γράφειν D.H.Lys.11, cf. Alciphr.2.1, Philostr. VA6.3.
II used to translate Sulla's epithet Felix, favoured by Venus, i.e. fortune's favourite (metaph. from the dice), Plu.Sull.34, App.BC1.97.
III gracious, ἡγεμονία PRyl.77.36 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 907] liebreizend, liebenswürdig, anmutig; von einer Frau, Her. 2, 135; ἄνθρωπ ος ἡδὺς καὶ ἐπ. Aesch. 2, 42; φιλία ἐπαφροδιτοτέρα Xen. Conv. 8, 15; Sulla nannte sich griechisch ἐπαφρόδιτος, felix, von der Aphrodite begünstigt, Plut. Sull. 34; App. B. C. 1, 97. – Adv., γράφειν ἡδέως καὶ ἐπαφροδίτως D. Hal. Lys. 11; ὑποδέχεσθαι τινα Alciphr. 2, 1; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui inspire l'amour, aimable, charmant;
2 traduct. du lat. Felix surn. de Sylla ; favori de la Fortune, càd de Vénus au jeu de dés.
Étymologie: ἐπί, Ἀφροδίτη.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαφρόδῑτος:
1 внушающий любовь, милый, прелестный (Ῥοδῶπις Her.; ἔπη καὶ ἔργα Xen.; ἄνθρωπος Aeschin.);
2 любимый Афродитой, т. е. счастливый (соотв. лат. Felix - прозвище, принятое Суллой) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαφρόδῑτος: -ον, (Ἀφροδίτη) θελκτικός, ἐπίχαρις, κομψός, Λατ. venustus, ἐπὶ προσ., Ἡρόδ. 2. 135, Αἰσχίν. 33. 35· ἐπὶ πραγμ., Ξεν. Συμπ. 8, 15, Ἰσοκρ. 219A· ὑπερθ. -ότατος ὁ αὐτὸς ἐν Ἱέρωνι 1. 35: - Ἐπίρρ. ἐπαφροδίτως, γράφειν ἡδέως καὶ κεχαρισμένως καὶ ἐπαφροδίτως Διον. Ἁλ. π. Λυσίου 11, σ. 477. 8. II. ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ ἐπιθέτου τοῦ Σύλλα Felix, εὐνοούμενος ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης, ὅ ἐ. ὁ εὐνοούμενος τῆς τύχης (μεταφ. ἐκ τοῦ παιγνιδίου τῶν κύβων), Πλουτ. Σύλλ. 34, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 97. III. ὡς κύριον ὄνομα ἐνίοτε συναιρεῖται εἰς τὸ Ἐπαφρᾶς, ᾶ, ἴδε Βεντλέϋον ἐν Ἐπιστολῇ πρὸς Mill. σ. 82 (347).
Greek Monolingual
-η, -ο ἐπαφρόδιτος, -ον (Α) Αφροδίτη
1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ευνοήθηκε από την Αφροδίτη, γοητευτικός, θελκτικός, χαριτωμένος, κομψός («οὕτως ἡδὺν οὐδ' ἐπαφρόδιτον ἄνθρωπον ἑωρακώς εἴη», Αισχίν.)
2. (για ενέργεια ή κατάσταση) φιλάνθρωπος, ευνοϊκός
3. (ως επίθ. του Σύλλα κατά μετφρ. του Felix)
ευνοημένος από την Αφροδίτη, ευτυχής («ἑαυτὸν Ἐπαφρόδιτον ἀνηγόρευε», Πλούτ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαφρόδιτον
η χάρη, η ομορφιά, η γοητεία.
επίρρ...
ἐπαφροδίτως
με χάρη, με γλυκύτητα, χαριτωμένα.
Greek Monotonic
ἐπαφρόδῑτος: -ον (Ἀφροδίτη),
I. κομψός, γοητευτικός, Λατ. venustus, λέγεται για πρόσωπα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. χρησιμ. ως μετάφραση του επιθ. του Σύλλα Felix, ο ευνοούμενος, ο αγαπημένος, ο προστατευόμενος της Αφροδίτης, δηλ. ο ευνοούμενος της τύχης, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπ-αφρόδῑτος, ον Ἀφροδίτη
I. lovely, charming, Lat. venustus, of persons, Hdt., etc.
II. used to translate Sulla's epithet Felix, favoured by Venus, i. e. fortune's favourite, Plut.
English (Woodhouse)
Translations
lovely
Bulgarian: възхитителен, очарователен; Catalan: encantador; Czech: líbezný; Danish: dejlig, yndig; Dutch: liefelijk, lieflijk, beminnelijk; Esperanto: aminda, bela; Faroese: deiligur; Finnish: suloinen, viehättävä, miellyttävä; Galician: adorábel; Georgian: მშვენიერი, ტურფა, საუცხოო, საყვარელი, მომხიბლავი, მიმზიდველი, სასიამოვნო, სანდომიანი, წარმტაცი, თვალწარმტაცი; German: lieblich, liebreizend, herrlich, schön; Greek: ωραίος, ευχάριστος; Ancient Greek: ἀξιέραστος, ἐπαφρόδιτος, ἐπέραστος, ἐπήρατος, ἐραννός, ἐράσμιος, ἐρατεινός, ἐρατός, ἐρόεις, εὐήρατος, εὐπρεπής, ἱμερόεις, ἱμερτός, λαρός, χαρίεις, χαρίεν, χαρίεσσα; Italian: bello, magnifico; Japanese: 綺麗; Latin: amabilis, venustus; Latvian: mīlīgs; Middle English: wlonk, lefly, lovely, lovesom; Norwegian Bokmål: deilig, vakker; Old English: lēoflīċ; Plautdietsch: schmock, scheen; Portuguese: adorável, amável, querido; Russian: восхитительный; Sanskrit: गूर्त, मञ्जु; Swedish: vacker, härlig; Ukrainian: чудовий; Vietnamese: dễ thương; Welsh: hyfryd