ἐπίκοτος: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epikotos
|Transliteration C=epikotos
|Beta Code=e)pi/kotos
|Beta Code=e)pi/kotos
|Definition=ἐπίκοτον,<br><span class="bld">A</span> [[wrathful]], [[vengeful]], στάσις Pi.''Fr.''109.4; μήδεα A.''Pr.''601 (lyr.); [[ἐπικότους]] <b class="b3">τροφᾶς.. ἀράς</b> [[in wrath at]] the sons he had bred, Id.''Th.''786 (lyr.). Adv. [[ἐπικότως]] = [[wrathfully]], Id.''Pr.''163 (lyr.).<br><span class="bld">II</span>. Pass., [[hateful]], S.''Fr.'' 428.
|Definition=ἐπίκοτον,<br><span class="bld">A</span> [[wrathful]], [[vengeful]], στάσις Pi.''Fr.''109.4; μήδεα [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''601 (lyr.); [[ἐπικότους]] <b class="b3">τροφᾶς.. ἀράς</b> [[in wrath at]] the sons he had bred, Id.''Th.''786 (lyr.). Adv. [[ἐπικότως]] = [[wrathfully]], Id.''Pr.''163 (lyr.).<br><span class="bld">II</span>. Pass., [[hateful]], S.''Fr.'' 428.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:16, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκοτος Medium diacritics: ἐπίκοτος Low diacritics: επίκοτος Capitals: ΕΠΙΚΟΤΟΣ
Transliteration A: epíkotos Transliteration B: epikotos Transliteration C: epikotos Beta Code: e)pi/kotos

English (LSJ)

ἐπίκοτον,
A wrathful, vengeful, στάσις Pi.Fr.109.4; μήδεα A.Pr.601 (lyr.); ἐπικότους τροφᾶς.. ἀράς in wrath at the sons he had bred, Id.Th.786 (lyr.). Adv. ἐπικότως = wrathfully, Id.Pr.163 (lyr.).
II. Pass., hateful, S.Fr. 428.

German (Pape)

[Seite 952] zürnend, aufgebracht; στάσις Pind. frg. 228; ἐπ' ἀνδρὶ δῄοισιν ἐπικότῳ, gegen die Feinde, Aesch. Ch. 619, vgl. Prom. 604; voll von Groll u. Haß, D. L. 7, 114. – Adv. ἐπικότως, Aesch. Prom. 192.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui garde rancune, vindicatif.
Étymologie: ἐπί, κότος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκοτος:
1 гневный, возмущенный (μήδεα Aesch.);
2 враждебный (στάσις Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκοτος: -ον, ὁ μετὰ κότου, ὀργῆς γινόμενος, ἐκδικητικός, στάσιν ἐπίκοτον Πινδ. Ἀποσπ. 228· Ἥρας ἐπικότοισι μήδεσι Αἰσχύλ. Πρ. 602· τέκνοις δ᾿ ἀγρίας ἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶς, αἰαῖ, πικρογλώσσους ἀρὰς ὁ αὐτ. ἐν. Θήβ. 787, ἴδε Ἕρμαν. ‒ Ἐπίρρ. -τως, ἐξωργισμένως, Αἰσχύλ. Πρ. 162. ΙΙ. Παθ., ἐπίμομφος, «ἐπίκοτα· ἐπίμομφα· ἃ πᾶς ἄν τις μέμψαιτο. Σοφοκλῆς Ναυπλίῳ καταπλέοντι» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 386), πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 628.

English (Slater)

ἐπῐκοτος], -ον angry στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών fr. 109. 3.

Greek Monolingual

ἐπίκοτος, -ον (Α)
1. θυμωμένος, εχθρικός, εκδικητικός («στάσιν ἐπίκοτον», Πίνδ.)
2. μισητός, απεχθής.
επίρρ...
ἐπικότως
με οργή, θυμωμένα, εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κότος «οργή»].

Greek Monotonic

ἐπίκοτος: -ον, οργισμένος, εκδικητικός, σε Αισχύλ.· ἐπίκοτος τροφᾶς, εξοργισμένος έναντι των γιων που ανέθρεψε, στον ίδ.· επίρρ. -τως, οργισμένα, θυμωμένα.

Middle Liddell

ἐπί-κοτος, ον
wrathful, vengeful, Aesch.; ἐπίκοτος τροφᾶς in wrath at the sons he had bred, Aesch.—adv. -τως, wrathfully, Aesch.

Translations

hateful

Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز‎, هودر‎; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний