πολλάκις: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
m (Text replacement - "attic" to "Attic") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[muchas veces]] | |esgtx=[[muchas veces]], [[a menudo]] | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 22:07, 5 March 2024
English (LSJ)
[ᾰ], Ep. and Lyr. πολλάκι, sometimes in Trag. (only lyr.) metri gr., A.Th.227, Supp.131, S.Ph.1456 (anap.); never in Prose: (πολύς): Adv.
I of time, many times, often, Il.1.396, etc.; πολλάκις καὶ οὐκὶ ἅπαξ Hdt.7.46; πολλάκις τοῦ μηνός X.Cyr.1.2.9; πολλάκις ἀγωνοθέτης Ephes. 3p.152No.70.
II of Degree and Number, πολλάκις μυρίοι = many tens of thousands, Pl.Lg.810d, Tht.175a; of Quantity, [τὴν] οὐσίαν πολλάκις τοσαύτην ἐποίησε Id.R.330b; of Size, μεῖζον πολλάκις Plu.2.944a.
2 τὸ πολλάκις = mostly, for the most part, Pi.O.1.32; very much, altogether, χρὼς ὅμοιος ἐγίνετο πολλάκι θάψῳ Theoc.2.88; χαίρετε π Μοῖσαι Id.1.144.
III in Att., after conditional particles, perhaps, σεισμὸς εἰ γένοιτο πολλάκις Ar. Ec.791; ἐάν τι πολλὰ πολλάκις πάθω ib.1105: with ἄρα, ἐὰν ἄρα πολλάκις νυμφόληπτος γένωμαι Pl.Phdr.238d, cf. Phd.60e, D.32.3; also μὴ πολλάκις = lest perchance, Hp.VC14, Th.2.13, Pl.Prt.361c, al.
German (Pape)
[Seite 658] ion. u. poet. πολλάκι, oftmals, oft; πολλάκι γὰρ σέο ἄκουσα εὐχομένης, Il. 1, 396; 3, 232 u. öfter; Pind. P. 2, 15 u. sonst; auch πολλάκι, I. 1, 63; τὸ πολλάκις, Ol. 1, 32, auch als ein Wort geschrieben, die meiste Zeit; u. Tragg.: πολλάκι, Aesch. Spt. 209 Suppl. 124; Soph. O. R. 1275 u. öfter, wie Eur.; in Prosa: πρὸ τούτου τεθνάναι ἂν πολλάκις ἕλοιτο, mehr als einmal, Plat. Conv. 179 a; πολλάκις δὲ καὶ ἴσως πλειστάκις, Phil. 40 d; εἰ ἄρα πολλάκις ἐπιτάττοι, Phaed. 60 e; u. so oft nach εἰ, μή u. dgl., daß etwa wieder, wie si forte, ne forte, vgl. Wolf zum Phaed. p. 25 u. Heind. ib. p. 60 e; auch Thuc. 2, 13. – Die Form πολλάκι wechselt bei Hom. u. Hes. nach Versbedarf mit πολλάκις; auch Her. hat beide Formen.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 souvent, fréquemment ; suivi d'un gén. : τοῦ μηνός XÉN plusieurs fois par mois ; suivi d'un n. de nombre ou d'un adj. de quantité bien des fois;
2 comme il arrive souvent, quelquefois, par hasard, après l'une des conj. εἰ, ἐάν, ou la négat. μή (cf. lat. si forte, ni forte) ; μὴ πολλάκις avec le sbj. : de peur que par hasard.
Étymologie: πολύς, -ακις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολλάκις, poët. ook πολλάκι [πολύς] adv. van tijd herhaaldelijk, vaak:. πολλάκις καὶ οὐκὶ ἅπαξ vaak en niet eenmalig Hdt. 7.46.3; πολλάκις τοῦ μηνός verschillende keren per maand Xen. Cyr. 1.2.9. van hoeveelheid vele malen:. πολλάκις μυρίοι vele tienduizenden Plat. Lg. 810d; χαίρετε πολλάκι, Μοῖσαι vele malen gegroet, Muzen! Theocr. Id. 1.144. in condit. zinnen toevallig:; σεισμὸς εἰ γένοιτο πολλάκις als er nou eens een aardbeving zou zijn Aristoph. Eccl. 791; μὴ πολλάκις + conj.. μὴ πολλάκις ἡμᾶς... σφήλῃ ἐξαπατήσας uit angst dat hij ons misschien stiekem heeft bedrogen Plat. Prot. 361c.
Russian (Dvoretsky)
πολλάκῐς: эп.-ион. πολλάκῐ (ᾰ) adv.
1 (иногда τὸ π.) часто, многократно (Hom.; πολλάκις καὶ οὐκ ἅπαξ Her.): πολλάκις τοῦ μηνός Xen. не раз в месяц; πολλάκις μύριοι Plat. много десятков тысяч; τὴν οὐσίαν πολλάκις τοσαύτην ποιεῖν Plat. во много раз увеличить состояние; πολλάκις δὲ καὶ ἴσως πλειστάκις Plat. часто, а, быть может, и очень часто;
2 (после εἰ, ἄν, ἐάν, μή, ἵνα μή) быть может, только, как-либо: ἐάν τι πολλὰ πολλάκις πάθω Arph. если, быть может, меня постигнет злая участь; μὴ πολλάκις τοὺς ἀγροὺς αὑτοῦ παραλίπῃ Thuc. (Перикл подумал), не пощадит ли как-л. (Архидам) его землю.
English (Autenrieth)
Spanish
English (Strong)
multiplicative adverb from πολύς; many times, i.e. frequently: oft(-en, -entimes, -times).
English (Thayer)
(from πολύς, πολλά), adverb (fr. Homer down), often, frequently: L Tr marginal reading; Hebrews 10:11.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, επικ. και λυρ. τ. πολλάκι Α
επίρρ. πολλές φορές, συχνά, επανειλημμένως («ποιεῖ δὲ τοῦτο πολλάκις τοῦ μηνός», Ξεν.)
αρχ.
1. πάρα πολύ
2. (με τους υποθ. συνδ.) ίσως, πιθανώς, ενδεχομένως («ἐὰν τι πολλὰ πολλάκις πάθω», Αριστοφ.)
3. (ενάρθρως) τὸ πολλάκις
ως επί το πλείστον
4. φρ. α) «πολλάκις μύριοι» — μυριάδες
β) «μὴ πολλάκις» — εκτός μόνο κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πολλάκις έχει σχηματιστεί από θ. πολλα- του πολύς (πρβλ. πολλαπλάσιος) και τη δυσερμήνευτη επιρρμ. κατάλ. -κις και αντιστοιχεί πιθ. με το αρχ. ινδ. purūcid (για το θ. πολλά- βλ. λ. πολύς)].
Greek Monotonic
πολλάκις: [ᾰ], Επικ. και Λυρ. πολλάκι (πολλός, πολύς)· επίρρ.:
I. λέγεται για χρόνο, πολλές φορές, συχνά, πολλάκις, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με γεν., πολλάκις τοῦ μηνός, πολλές φορές σε ένα μήνα, σε Ξεν.
II. 1. λέγεται για βαθμό και αριθμό, πολλάκις μύριοι, πολλές δεκάδες χιλιάδες, σε Πλάτ.
2. τὸ πολλάκις, ως επί το πλείστον, για το μεγαλύτερο μέρος, σε Πίνδ.· πάρα πολύ, ολοσχερώς, σε Θεόκρ.
III. σε Αττ., μετά τα εἰ, ἐάν, ἄν, πιθ., ενδεχομένως, Λατ. si forte, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ομοίως, μὴπολλάκις, Λατ. ne forte, σε Θουκ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πολλάκις: [ᾰ]· Ἐπικ. καὶ Λυρ. πολλάκι, ἐν χρήσει ἐνιαχοῦ παρὰ τοῖς Τραγ. χάριν τοῦ μέτρου, ἀλλὰ μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, (Αἰσχύλ. Θήβ. 227, Ἱκέτ. 131, Σοφ. Φιλ. 1456)· οὐδαμοῦ δὲ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, διότι παρ’ Ἡροδ. ἀποκατεστάθη νῦν τὸ πολλάκις, Δινδ. πολλάκις Διαλ. Ἡροδ. xlii· (πολλός, πολύς)· Ἐπίρρ. Ι. χρόνου, ὡς καὶ νῦν, «πολλαὶς φοραὶς», συχνάκις, «συχνά», Ἰλ. Α. 396, κτλ.· πολλάκις καὶ οὐκ ἅπαξ Ἡρόδ. 7. 46· πολλάκις τοῦ μηνὸς Ξεν. Κύρ. 1. 2, 9. ΙΙ. βαθμοῦ καὶ ἀριθμοῦ, πολλάκις μύριοι, πολλαὶ μυριάδες, Πλάτ. Νόμ. 810D, πρβλ. Θεαίτ. 175Α· ποσότητος, τὴν οὐσίαν πολλάκις τοσαύτην ἐποίησε ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 330Β· μεγέθους ἢ ὄγκου, πολλάκις μεῖζον Πλούτ. 2. 944Α. 2) τὸ πολλάκις, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, κατὰ τὸ πλεῖστον, Πινδ. Ο. 1. 51· παρὰ πολύ, ὅλως, Θεόκρ. 1. 144., 2. 88. ΙΙΙ. παρ’ Ἀττ., μετὰ τὰ μόρια, εἰ, ἐάν, ἄν, ἴσως, πιθανόν, τυχόν, Λατ. si forte, σεισμὸς εἰ γένοιτο πολλάκις Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 791· ἐάν τι πολλὰ πολλάκις πάθω αὐτόθι 1105· καὶ παρεντιθεμένου τοῦ ἄρα, ἐάν ἄρα πολλάκις νυμφόληπτος γένωμαι Πλάτ. Φαῖδρ. 238D, πρβλ. Φαίδωνα 60Ε, Δημ. 883. 1· οὕτω, μὴ πολλάκις, Λατ. ne forte, Ἱππολλάκις Κεφ. Τρωμ. 907, Θουκ. 2. 13, Πλάτ. Πρωτ. 361C, κ. ἀλλ.
Middle Liddell
πολλός, πολύς
I. of time, many times, often, oft, Il., etc.; c. gen., πολλάκις τοῦ μηνός often in the month, Xen.
II. of Degree and Number, πολλάκις μύριοι many tens of thousands, Plat.
2. τὸ πολλάκις mostly, for the most part, Pind.: very much, altogether, Theocr.
III. in Attic, after εἰ, ἐάν, ἄν, perhaps, perchance, Lat. si forte, Ar., Plat.; so, μὴ πολλάκις, Lat. ne forte, Thuc., etc.
Chinese
原文音譯:poll£kij 坡拉企士
詞類次數:副詞(18)
原文字根:許多(次)
字義溯源:屢次,屢次有,多次,經常,常;源自(πολύς)*=多)
出現次數:總共(18);太(2);可(2);約(1);徒(1);羅(1);林後(5);腓(1);提後(1);來(4)
譯字彙編:
1) 屢次(13) 太17:15; 太17:15; 可9:22; 約18:2; 徒26:11; 羅1:13; 林後8:22; 林後11:26; 林後11:27; 林後11:27; 提後1:16; 來6:7; 來10:11;
2) 多次(2) 來9:25; 來9:26;
3) 屢次的(1) 腓3:18;
4) 屢次有(1) 林後11:23;
5) 常被(1) 可5:4
English (Woodhouse)
Léxico de magia
adv. muchas veces ref. a pronunciar palabras κεκολλημένους ἔχων τοὺς πόδας ἐπὶ τῆς γῆς δίωκε πολλάκις con los pies juntos sobre la tierra recita muchas veces P IV 927 λέγε πρὸς τὸν λύχνον τὸν καθημερινὸν, λέγε πολλάκις di frente a la lámpara diurna, di muchas veces P VII 408 P LXII 28 nombres λέγε ταῦτα πολλάκις τὰ ὀνόματα pronuncia muchas veces estos nombres P IV 1900 fórmulas λαβὼν ἁλὸς χοίνικας δύο ἄληθε τῷ χειρομυλίῳ λέγων τὸν λόγον πολλάκις toma dos quénices de sal y muélela con el molinillo de mano, diciendo muchas veces la fórmula P IV 3089 πολλάκις δὲ δίωκε τὸν λόγον recita muchas veces la fórmula P VII 912
Translations
frequently
Armenian: հաճախ, հաճախակի; Bashkir: йыш; Bulgarian: често; Catalan: freqüentment; Chinese Dutch: veelvuldig, vaak; Estonian: sageli, sagedasti; Finnish: usein; French: fréquemment; Galician: frecuentemente, a miúdo; Georgian: ხშირად; German: häufig; Ancient Greek: ἁδινῶς, ἀκαμάτως, θαμά, πλεονάκις, πολλά, πολλάκις, πυκνά, συχνάκις, συχνόν, συχνῶς; Ido: freque; Interlingua: frequentemente; Irish: go minic; Italian: frequentemente, spesso, continuamente; Japanese: しばしば, しょっちゅう, 頻繁に; Latin: frequenter, saepe, crebriter; Malayalam: ആവർത്തിച്ച്; Polish: często; Portuguese: frequentemente; Romanian: în mod frecvent, frecvent, deseori; Russian: часто; Sorbian Lower Sorbian: cesto; Spanish: frecuentemente; Swedish: ofta; Ukrainian: часто
often
Afrikaans: dikwels; Albanian: shpesh, dendur; Arabic: كَثِيرًا, غَالِبًا, كَثِيرًا مَا, غَالِبًا مَا, طَالَمَا; Moroccan Arabic: بالزاف, غالبا, غالبا ما; Armenian: հաճախ; Azerbaijani: tez-tez; Bashkir: йыш; Basque: maiz; Belarusian: часта; Bengali: প্রায়ই; Breton: alies; Bulgarian: често; Burmese: မကြာခဏ, ခဏခဏ, ခုတင်ခု; Catalan: sovint; Chinese Cantonese: 好多時/好多时, 成日, 經常/经常; Mandarin: 常常, 經常/经常, 時常/时常, 往往; Czech: často; Dakota: s'a, ižehaŋ; Danish: ofte, hyppigt; Dutch: vaak, dikwijls, menigmaal; Elfdalian: kringgt; Esperanto: ofte; Estonian: tihti, sageli; Finnish: usein, monesti, monta kertaa; French: souvent, souventefois; Galician: a miúdo, frecuentemente, seguido; Georgian: ხშირად, ხშირ-ხშირად; German: häufig, oft; Gothic: 𐌿𐍆𐍄𐌰; Greek: συχνά; Ancient Greek: πολλά, πολλάκις; Haitian Creole: souvan; Hebrew: לְעִתִּים קְרוֹבוֹת; Hindi: अक्सर; Hungarian: gyakran, sűrűn, sokszor; Icelandic: oft, ósjaldan, iðulega, oftlega, títt, þrá-; Ido: ofte; Indonesian: sering; Interlingua: sovente; Irish: go minic; Italian: spesso, sovente; Japanese: よく, 度々, 頻繁に, しばしば; Javanese: kerep, asring; Kashubian: czãsto; Kazakh: жиі, жиі-жиі; Khmer: ញឹកញាប់; Kikuyu: kaingĩ; Korean: 수시로, 자주, 흔히; Kurdish Central Kurdish: گەلێ جار, زۆر جار, بارەھا; Kyrgyz: жыш, тез-тез; Ladin: suënz, suvënz, gonot; Ladino: akoruto; Lao: ຄ້ອຍ, ຈະໄຈ້, ບ່ອຍ; Latin: saepe, saepenumero; Latvian: bieži; Lithuanian: dažnai; Livonian: saggõld; Low German: oft, faken, vaken; Luxembourgish: dacks; Macedonian: често; Malay: sering, kerap; Maltese: spiss; Maori: putuputu, pūputu; Mongolian: байн байн, үргэлж; Ngazidja Comorian: naɗi; Norwegian: ofte, hyppig; Ojibwe: moozhag; Old English: oft; Old Norse: opt; Persian: اغلب, بارها; Plautdietsch: foaken; Polish: często; Portuguese: frequentemente, seguido, amiúde; Romanian: des; Romansch: savens; Russian: часто, зачастую, частенько; Scots: aften; Scottish Gaelic: gu tric, tric; Serbo-Croatian Cyrillic: че̑сто; Roman: čȇsto; Slovak: často; Slovene: pogósto; Sorbian Lower Sorbian: cesto; Spanish: a menudo, frecuentemente, seguido, con frecuencia; Swahili: mara nyingi; Swedish: ofta; Tagalog: madalas; Tajik: зич, ағлаб; Tamil: அடிக்கடி, பலநேரம், அவ்வப்பொழுது; Tatar: еш; Telugu: తరచూ, తరచుగా; Thai: บ่อย; Turkish: sık, sık sık; Turkmen: aglaba, ýygy, ýygy-ýygydan; Ukrainian: часто; Urdu: اکثر; Uzbek: tez-tez; Vietnamese: thường, hay, luôn, thường hay; Volapük: suvo; Walloon: sovint; Welsh: yn aml, yn fynych; Yiddish: אָפֿט