крепкий: Difference between revisions
From LSJ
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ | |rueltext=[[ἀαγής]], [[ἀδινός]], [[ἁδρός]], [[αἰζήϊος]], [[αἰζηός]], [[ἀλκαῖος]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀνεμοτρεφής]], [[ἀντίτυπος]], [[ἄρρηκτος]], [[ἀσταγής]], [[ἀστεμφής]], [[ἀτενής]], [[βαθύς]], [[βέβαιος]], [[βριαρός]], [[δριμύς]], [[δυνατός]], [[ἐγκρατής]], [[ἐμβριθής]], [[ἔμπεδος]], [[ἔπακμος]], [[ἐπιτελεστικός]], [[ἐρισθενής]], [[ἐρρωμένος]], [[εὐεκτικός]], [[εὐπαγής]], [[εὔπηκτος]], [[ἐΰπηκτος]], [[εὐρύνωτος]], [[εὔρωστος]], [[εὐσταθής]], [[ἐϋσταθής]], [[εὐσωματώδης]], [[εὔτονος]], [[εὔφορος]], [[ἐχυρός]], [[ζωρός]], [[θαλερός]], [[ἰνώδης]], [[ἰσχυρός]], [[καρτερός]], [[κάτοχος]], [[κραταιγύαλος]], [[κραταιός]], [[κραταίπεδος]], [[λιπαρός]], [[μάργος]], [[νεανίας]], [[νεηνίης]], [[νήγρετος]], [[ὀχυρός]], [[παχύς]], [[πηγός]], [[πλατύς]], [[πλήκτης]], [[πραγματικός]], [[πρίνινος]], [[πυκνός]], [[πύργινος]], [[ῥωμαλέος]], [[στερεός]], [[στέριφος]], [[στερρός]], [[στιβαρός]], [[στιπτός]], [[στομωτός]], [[στυφελός]], [[στυφλός]], [[σφενδάμνινος]], [[σφοδρός]], [[σῶκος]], [[ταλαύρινος]], [[τετράγωνος]], [[χλούνης]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:42, 7 March 2024
Russian > Greek
ἀαγής, ἀδινός, ἁδρός, αἰζήϊος, αἰζηός, ἀλκαῖος, ἀμαιμάκετος, ἀνεμοτρεφής, ἀντίτυπος, ἄρρηκτος, ἀσταγής, ἀστεμφής, ἀτενής, βαθύς, βέβαιος, βριαρός, δριμύς, δυνατός, ἐγκρατής, ἐμβριθής, ἔμπεδος, ἔπακμος, ἐπιτελεστικός, ἐρισθενής, ἐρρωμένος, εὐεκτικός, εὐπαγής, εὔπηκτος, ἐΰπηκτος, εὐρύνωτος, εὔρωστος, εὐσταθής, ἐϋσταθής, εὐσωματώδης, εὔτονος, εὔφορος, ἐχυρός, ζωρός, θαλερός, ἰνώδης, ἰσχυρός, καρτερός, κάτοχος, κραταιγύαλος, κραταιός, κραταίπεδος, λιπαρός, μάργος, νεανίας, νεηνίης, νήγρετος, ὀχυρός, παχύς, πηγός, πλατύς, πλήκτης, πραγματικός, πρίνινος, πυκνός, πύργινος, ῥωμαλέος, στερεός, στέριφος, στερρός, στιβαρός, στιπτός, στομωτός, στυφελός, στυφλός, σφενδάμνινος, σφοδρός, σῶκος, ταλαύρινος, τετράγωνος, χλούνης