φέγγος: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(Bailly1_5) |
(sl1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />éclat, lumière :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i>;<br /><b>1</b> <i>en gén.</i><br /><b>2</b> lumière du soleil ; le jour : δεκάτῳ φέγγει [[τῷδε]] ἔτους ESCHL voici la dixième année;<br /><b>3</b> lumière d’un feu, de flambeaux ; lumière, torche ; τὰ φέγγη PLUT les feux de garde;<br /><b>4</b> éclat des yeux : τυφλὸν [[φέγγος]] EUR éclat obscurci des yeux, cécité;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> rayonnement (de la joie, du bonheur, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' DELG rien de … clair ni de certain. | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />éclat, lumière :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i>;<br /><b>1</b> <i>en gén.</i><br /><b>2</b> lumière du soleil ; le jour : δεκάτῳ φέγγει [[τῷδε]] ἔτους ESCHL voici la dixième année;<br /><b>3</b> lumière d’un feu, de flambeaux ; lumière, torche ; τὰ φέγγη PLUT les feux de garde;<br /><b>4</b> éclat des yeux : τυφλὸν [[φέγγος]] EUR éclat obscurci des yeux, cécité;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> rayonnement (de la joie, du bonheur, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' DELG rien de … clair ni de certain. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[φέγγος]] (-ος nom., acc.)<br /> <b>1</b>[[light]] a. lit., of [[daylight]] “[[ἐπεὶ]] πάμπρωτον [[εἶδον]] [[φέγγος]]” (i. e. [[was]] [[born]]) (P. 4.111)<br /> <b>b</b> met., brilliance, [[glory]] ὁ μὰν [[πλοῦτος]] ἀστὴρ [[ἀρίζηλος]], ἐτυμώτατον ἀνδρὶ [[φέγγος]] (O. 2.56) ἀλλ' [[ὅταν]] αἴγλα [[διόσδοτος]] ἔλθῃ, λαμπρὸν [[φέγγος]] ἔπεστιν [[ἀνδρῶν]] καὶ [[μείλιχος]] [[αἰών]] (ἔπεστιν [[φέγγος]] codd., transp. Heyne) (P. 8.97) Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν [[φέγγος]] (P. 9.90) τηλαυγὲς ἄραρε [[φέγγος]] Αἰακιδᾶν [[αὐτόθεν]] (N. 3.64) Αἰακιδᾶν ἠύπυργον [[ἕδος]], δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν [[φέγγος]] (N. 4.13) δέδορκεν παιδὶ τοῦθ' Ἁγησιδάμου [[φέγγος]] ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ (N. 9.42) κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε [[φέγγος]] [[ἄντα]] [[δυσμενέων]] Μελαμφύλλου [[προπάροιθεν]] (i. e. [[victory]]) (Pae. 2.68) δεν- δρέων δὲ νομὸν [[Διώνυσος]] πολυγαθὴς αὐξάνοι, ἁγνὸν [[φέγγος]] ὀπώρας fr. 153. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 17 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A light, splendour, lustre, τῆλε δὲ φ. ἀπὸ χροὸς ἀθανάτοιο λάμπε θεᾶς h.Cer.278; τὸ φ. τῆς χρόας Duris 14 J.; τὸ φ. τῆς δόξης Κυρίου LXXEz.10.4; φ. ἀστραπῆς ὅπλων ib.Hb.3.11: freq. like φάος, of daylight, either abs. or with some word added, φ. ἡλίου A.Pers.377, S.Tr.606, etc.; τὸ φ. τοῦ θεοῦ E.Alc.722; without the Art., φ. εἰσορᾶν θεοῦ Id.Or.1025, cf. S.Aj.673; ὦ φέγγος ib.859, E.El.866; ὦ φ. ἡμέρας A.Ag.1577; δεκάτῳ φέγγει ἔτους in the tenth year, ib.504. b moonlight, X.Cyn.5.4; νυκτερινὰ φέγγη, opp. ἡμερινὸν φῶς, Pl.R.508c; ἐὰν τὸ φ. ἐκλείψῃ Cat.Cod.Astr.4.172, cf. Nonn.D.38.255; φῶς ἡμέρας, φέγγος σελήνης Hsch. s.v. φέγγος; τὸ φέγγος τοῦ [[γάλα|γάλακτος]], of the milky way, Arist.Mete.346a26. c of men, φ. ἰδεῖν, προσιδεῖν, to see the light, come into the world, ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φ. Pi.P.4.111; ἀελίου προσιδεῖν φ. B.5.162; λιπεῖν φ. E.Or.954; ὄλωλα, φ. οὐκέτ' ἔστι μοι S.Tr.1144. d day, τριταῖον ἤδη φ. E.Hec.32, cf. Sosiph.3.1; μοιρίδιον φ. = μ. ἦμαρ, E.Eleg.2. 2 the light of torches or fire, φ. λαμπάδων A.Eu. 1022; πυρός ib.1029, Ch.1037: a light, torch, Ar.Ra.448, X.Smp.1.9; pl. φέγγη torches or watch-fires, Aen.Tact.10.26 (cj.), Plu.Cam.25, etc. 3 the light of the eyes, φ. ὀμμάτων E.Hec.368, 1035; ὄσσων Theoc.24.75; τυφλὸν φ, i.e. blindness, E.Hec.1068 (lyr.). II light, as a metaph. for delight, glory, pride, joy, Pi.P.8.97, N.3.64,4.13; τί γὰρ γυναικὶ τούτου φ. ἥδιον δρακεῖν, ἀπὸ στρατείας ἀνδρὶ σώσαντος θεοῦ πύλας ἀνοῖξαι; A.Ag.602; of persons, Pi.N.9.42; μέγα βροτοῖσι φ. Ἀσκληπιόν Ar.Pl.640 (lyr.); Μουσέων φ. Ὅμηρον AP7.6 (Antip. Sid.); ὦ ταῖς ἱεραῖς φ. Ἀθήναις Ar.Eq.1319 (anap.); πλοῦτος . . ἀνδρὶ φ. Pi.O.2.56; φ. ὀπώρας, of wine, Id.Fr.153. 2 lustre, δικαιοσύνης καὶ σωφροσύνης Pl.Phdr.250b; φ. ἐλέους LXX 3 Ma.6.4; τῆς ψυχῆς τὸ γάνωμα καὶ τὸ φ. Plu.2.792a, etc.
German (Pape)
[Seite 1259] τό, Licht, Glanz, Schein; zuerst Hom. h. Cer. 279; Pind. καθαρὸν χαρίτων, P. 9, 90; Sonnenlicht, Tageslicht, ἐπεὶ δὲ φέγγος ἠλίου κατέφθιτο Aesch. Pers. 369; dah. δεκάτῳ σε φέγγει τῷδ' ἀφικόμην ἔτους Ag. 490; νέατον δὲ φέγγος λεύσσουσαν ἀελίου Soph. Ant. 802; El. 373 Trach. 603; Eur. oft; auch Xen. Conv. 1, 9 Cyn. 5, 4; νυκτερινὰ φέγγη Plat. Rep. VI, 508 c; bes. aber Mondlicht (dah. bei den Neugriechen φεγγάριον der Mond); auch π υρός Aesch. Eum. 983; λαμπάδων 976, wie λαμπτήρων D. Hal. 5, 42; auch ohne solchen Zusatz, Plut. Cam. 25 Al. 31. – Auch wie φάος übertr., Ruhm, Αἰακιδᾶν τηλαυγές Pind. N. 3, 64; φ. μο υσῶν Ὅμηρος Antp. Sid. 68 (VII, 6); πάτρης φέγγεα Agath. 82 (VII, 614), u. öfter in der Anth.; – erfreulicher Anblick, τί γὰρ γυναικὶ τούτου φέγγος ἥδιον δρακεῖν Aesch. Ag. 588; einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φέγγος: -εος, τό, φῶς, λάμψις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 279, Πίνδ., Τραγ.· μάλιστα ὡς τὸ φάος, φῶς, τὸ τῆς ἡμέρας φῶς, εἴτε ἀπολ., εἴτε μετὰ προσδιορισμοῦ, φ. ἡλίου Αἰσχύλ. Πέρσ. 377, Σοφ., κλπ.· τὸ φ. τοῦ θεοῦ Εὐρ. Ἄλκ. 722· συχν. ἄνευ τοῦ ἄρθρου, φ. εἰσορᾶν θεοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1025, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 673· ὦ φέγγος αὐτόθι 859, Εὐρ. Ἠλ. 866· ὦ φ. ἡμέρας Αἰσχύλ. Ἀγ. 1577· δεκάτῳ φέγγει ἔτους, κατὰ τὸ δέκατον ἔτος, αὐτόθι 504. β) τὸ τῆς σελήνης φῶς, Ξεν. Κυνηγ. 5. 4· νυκτερινὰ φέγγει ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡμερινὸν φῶς, Πλάτ. Πολ. 508C· (οὕτως ἐν τῇ καθωμιλημένῃ Ἑλληνικῇ φεγγάρι λέγεται ἡ σελήνη, ἴδε Κοραῆ Ἡλιόδ. 2. 290· καί τινες τῶν γραμματικῶν ἡμαρτημένως ἐδόξασαν ὅτι φάος ἐσήμαινε τὸ τοῦ ἡλίου φῶς, φέγγος δὲ τὸ τῆς σελήνης)· ὡσαύτως, τὸ φ. τοῦ γάλακτος, ὁ γαλαξίας, Ἀριστ. Μετεωρολ. 1. 8, 18. γ) ἐπὶ ἀνθρώπων, φ. ἰδεῖν, προσιδεῖν, ἰδεῖν τὸ φῶς, ἐλθεῖν εἰς τὸν κόσμον, γεννηθῆναι, Πινδ. Π. 4. 198, θνατοῖσι μὴ φῦναι φέριστον, μηδ’ ἀελίου προσιδεῖν φέγγος Βακχυλ. Ἐπίνικοι V. 160-2, Blass.· λιπεῖν φ. Εὐρ. Ὀρ. 954· ὄλωλα, φ. οὐκέτ’ ἐστί μοι Σοφ. Τραχ. 1144· ― ἁπλῶς, ἡμέρα, Εὐρ. Ἑκ. 32, Νόνν.· μοιρίδιον φ. = μ. ἦμαρ, Εὐρ ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 27. 2) τὸ φῶς λαμπάδων ἢ πυρός, φ. λαμπάδων Αἰσχύλ. Εὐμ. 1022· πυρὸς αὐτόθι 1029, Χο. 1037. ἐντεῦθεν, φῶς, λαμπάς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 445, 455, Ξεν. Συμπ. 1. 9· πληθ. φέγγη, πυρά, Πλουτ. Κάμ. 25, κλπ. 3) τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν, φ. ὀμμάτων Εὐρ. Ἑκ. 368, 1035· ὄσσων Θεόκρ. 24. 73· τυφλὸν φ., ὅ ἐστι τυφλότης, Εὐρ. Ἑκ. 1068. ΙΙ. φῶς, μεταφορ., εὐφροσύνη, χαρά, τέρψις, ὑπερηφανία, δόξα, Πινδ. Π. 8. 138, Ν. 3. 113., 4. 21· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 9. 100. πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 602, Ἀριστοφ. Πλ. 640· ὦ ταῖς ἱεραῖς φ. Ἀθήναις ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1319· πλοῦτος ἀνδρὶ φ. Πινδ. Ο. 2. 102· φ. ὀπώρας, ἐπὶ τοῦ οἴνου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 118. 2) οὕτω, φ. δικαιοσύνης, σωφροσύνης, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 250Β· τῆς ψυχῆς Πλούτ., κλπ. ― Πρβλ. φάος ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους (φέγγος καὶ φάος εἶναι συγγενῆ, ὡς τὸ βένθος βάθος, πένθος πάθος· ἴδε ἐν λ. φάω.)
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
éclat, lumière :
I. au propre;
1 en gén.
2 lumière du soleil ; le jour : δεκάτῳ φέγγει τῷδε ἔτους ESCHL voici la dixième année;
3 lumière d’un feu, de flambeaux ; lumière, torche ; τὰ φέγγη PLUT les feux de garde;
4 éclat des yeux : τυφλὸν φέγγος EUR éclat obscurci des yeux, cécité;
II. fig. rayonnement (de la joie, du bonheur, etc.).
Étymologie: DELG rien de … clair ni de certain.
English (Slater)
φέγγος (-ος nom., acc.)
1light a. lit., of daylight “ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος” (i. e. was born) (P. 4.111)
b met., brilliance, glory ὁ μὰν πλοῦτος ἀστὴρ ἀρίζηλος, ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος (O. 2.56) ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών (ἔπεστιν φέγγος codd., transp. Heyne) (P. 8.97) Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος (P. 9.90) τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν αὐτόθεν (N. 3.64) Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος (N. 4.13) δέδορκεν παιδὶ τοῦθ' Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ (N. 9.42) κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος ἄντα δυσμενέων Μελαμφύλλου προπάροιθεν (i. e. victory) (Pae. 2.68) δεν- δρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι, ἁγνὸν φέγγος ὀπώρας fr. 153.