ἄποινα: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(21)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ων ([[ποινή]]): [[ransom]], [[recompense]], [[satisfaction]]; τινός, ‘[[for]] [[one]],’ Il. 1.111, etc.
|auten=ων ([[ποινή]]): [[ransom]], [[recompense]], [[satisfaction]]; τινός, ‘[[for]] [[one]],’ Il. 1.111, etc.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰποινα</b> (τά) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[reward]] ἔργοις δε καλοῖς [[ἔσοπτρον]] ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας [[ἕκατι]] λιπαράμπυκος εὕρηται [[ἄποινα]] μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (N. 7.16) acc. pro prep. c. gen., in [[reward]] [[for]] [[ὄφρα]] ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον αἰνέσω πυγμᾶς [[ἄποινα]] (O. 7.16) ἄλλοις δέ [[τις]] ἐτέλεσσεν [[ἄλλος]] ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν' ἀρετᾶς (P. 2.14) εὐκλέων δ' ἔργων [[ἄποινα]] χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν (I. 3.7) Κλεάνδρῳ [[τις]] ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας [[ἄποινα]] καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων [[ὅτι]] [[κράτος]] ἐξεῦρε (I. 8.4)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰποινα</b> (τά) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[reward]] ἔργοις δε καλοῖς [[ἔσοπτρον]] ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας [[ἕκατι]] λιπαράμπυκος εὕρηται [[ἄποινα]] μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (N. 7.16) acc. pro prep. c. gen., in [[reward]] [[for]] [[ὄφρα]] ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον αἰνέσω πυγμᾶς [[ἄποινα]] (O. 7.16) ἄλλοις δέ [[τις]] ἐτέλεσσεν [[ἄλλος]] ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν' ἀρετᾶς (P. 2.14) εὐκλέων δ' ἔργων [[ἄποινα]] χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν (I. 3.7) Κλεάνδρῳ [[τις]] ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας [[ἄποινα]] καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων [[ὅτι]] [[κράτος]] ἐξεῦρε (I. 8.4)
|sltr=<b>ᾰποινα</b> (τά) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[reward]] ἔργοις δε καλοῖς [[ἔσοπτρον]] ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας [[ἕκατι]] λιπαράμπυκος εὕρηται [[ἄποινα]] μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (N. 7.16) acc. pro prep. c. gen., in [[reward]] [[for]] [[ὄφρα]] ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον αἰνέσω πυγμᾶς [[ἄποινα]] (O. 7.16) ἄλλοις δέ [[τις]] ἐτέλεσσεν [[ἄλλος]] ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν' ἀρετᾶς (P. 2.14) εὐκλέων δ' ἔργων [[ἄποινα]] χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν (I. 3.7) Κλεάνδρῳ [[τις]] ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας [[ἄποινα]] καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων [[ὅτι]] [[κράτος]] ἐξεῦρε (I. 8.4)
}}
}}

Revision as of 14:01, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄποινα Medium diacritics: ἄποινα Low diacritics: άποινα Capitals: ΑΠΟΙΝΑ
Transliteration A: ápoina Transliteration B: apoina Transliteration C: apoina Beta Code: a)/poina

English (LSJ)

τά, (by haplology for ἀπό-ποινα (ποινή,) cf.

   A ἀπετίνυτο ποινήν Il.16.398; τὰ χρήματα ἄποινα ὠνόμαζον οἱ παλαιοί D.23.33):    I Hom. (only in Il.), ransom or price paid, whether to recover one's freedom when taken prisoner, φέρων ἀπερείσι' ἄ. Il.1.13; οὐκ ἀπεδέξατ' ἄ. ib.95,al., cf. Hdt.6.79; or to save one's life, Il.6.46, 10.380, al., Thgn.727; or for the corpse of a slain friend, ὃς ἄ. φέροι καὶ νεκρὸν ἄγοιτο Il.24.139: freq. with gen. of the person ransomed, ἄ. κούρης, υἷος, ransom for them, 1.111, 2.230 ; νεκροῖο δὲ δέξαι ἄ. 24.137.    II generally, atonement, compensation, penalty, ἂψ ἐθέλω ἀρέσαι δόμεναί τ' ἀπερείσι' ἄ. 9.120, cf. Hdt.9.120; ὕβρεως, μιασμάτων ἄ., for violence, etc., A.Pers.808, Ag.1420, cf. 1670, E.Ba.516, Alc.7; in IT 1459 τῆς σῆς σφαγῆς ἄ. prob. redemption, rescue from death.—Rare in Prose, ἀποίνοις ἐξιλασθῆναι Pl.Lg.862c, cf. Hdt. l.c., Parth.8. 5.    2 in good sense, recompense, reward, freq. c. gen., ἄποιν' ἀρετᾶς Pi.P.2.14, cf. O.7.16, al.: in sg., τοῦτο γὰρ ἀντ' ἀγαθοῖο νόου εἴληχεν ἄποινον IG14.1389i10.

German (Pape)

[Seite 304] ων, τά, (verwandt ποινή, φόνος, φόνιος, πέφνειν; die Natur des α zweifelhaft), Lösegeld, für Kriegsgefangene, Hom. oft, nur in der Ilias, gen. ἀποίνων 11, 106, sonst immer in der Form ἄποινα; τινός, Lösegeld für Jem., υἷος ἄπ. Iliad. 2, 230, κούρης ἄπ. 1, 111; νεκροῖο ἄποινα, für die Auslieferung des Leichnams, 24. 137; ἀγλαὰ ἄπ. 1, 23. 111, ἀεικέα ἄπ. 24, 594, ἄξια ἄπ. 6, 46, ἀπερείσια ἄπ. 1, 13, εἰκοσινήριτα ἄπ. 22, 349; überh. Entschädigung, Ersatz 9, 120. 19, 138. In Solons Gesetzen: Blutgeld für einen Erschlagenen, um die Blutrache der nächsten Verwandten abzukaufen, vgl. Plat. Legg. IX, 862 c. – Vergeltung, ὕβρεως, μιασμάτων, Aesch. Pers. 794; Ag. 1394; auch im guten Sinne, Belohnung, Preis, ἁρετᾶς, εὐκλεῶν ἔργων, νίκας, Pind. P. 2, 14 I. 3, 7. 7, 4. – Auch in Prosa, Her. 4, 79. 9, 120; Plat. Rep. III, 393 e u. sonst, obwohl es Th. Mag. für poetisch erkl.; Dem. 23, 33 sagt: ἄποινα τὰ χρήματα ὠνόμαζον οἱ παλαιοί Davon

Greek (Liddell-Scott)

ἄποινα: -ων, τά: (πιθανῶς ἐκ τοῦ α εὐφων., ποινὴ καὶ ἑπομένως σχεδὸν = ποινή, ποιναί· πρβλ. τὴν φράσιν, τὰ χρήματα ἄποινα ὠνόμαζον οἱ παλαιοὶ Δημ. 630, ἐν τέλ.: Ι. παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.), πολὺ ὅμοιον τῷ λύτρα, εἴτε πρὸς ἀνάκτησιν τῆς ἐλευθερίας αἰχμαλωτισθέντος, ὡς φέρων ἀπερείσι’ ἀπ. Ἰλ. Α. 13· οὐκ ἀπεδέξατ’ ἄπ. αὐτόθι 95, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἡρόδ. 6. 79· εἴτε ὡς τὸ ζωάγρια, ὅπως ἐξαγοράσῃ τις τὴν ἑαυτοῦ ζωήν, Ἰλ. Ζ. 49, Κ. 380, κτλ., πρβλ. Θέογν. 727· ἢ πρὸς ἀνάκτησιν τοῦ νεκροῦ σώματος φονευθέντος φίλου, ὅς ἄπ. φέροι καὶ νεκρὸν ἄγοιτο Ἰλ. Ω. 139· - συχνάκις μετὰ γεν. τοῦ ἐξαγοραζομένου προσώπου, ἄποινα κούρης, υἷος, λύτρα διὰ τὴν κόρην, διὰ τὸν υἱόν, Α. 111, Β. 230· νεκροῖο δὲ δέξαι ἄπ. Ω. 137. ΙΙ. καθόλου, ἐξιλέωσις, ἀποζημίωσις, ποινή, ἄψ ἐθέλω ἀρέσαι δόμεναί τ’ ἀπερείσι’ ἄπ. Ι. 120, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 120: ἰδίως κατὰ τοὺς νόμους τοῦ Σόλωνος, τὸ πρόστιμον τὸ ὀφειλόμενον ὑπὸ τοῦ φονέως εἰς τὸν πλησιαίτατον συγγενῆ ὡς τὸ παλαιὸν Σκανδιναυικὸν καὶ Σαξονικὸν weregild, Πλάτ. Νόμ. 862C· ὕβρεως, μιασμάτων, μωρίας ἀπ. διὰ βίαν, ὕβριν, κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 808, Ἀγ. 1420, 1670, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 516, Ἄλκ. 7· ἐν Ι. Τ. 1459 τῆς σῆς σφαγῆς ἄποινα πιθ. σημαίνει ἀπολύτρωσιν, διάσωσιν ἀπὸ τοῦ θανάτου, σπάνιον παρὰ πεζοῖς· ἀποίνοις ἐξιλασθῆναι Πλάτ. Νόμ. 862C, πρβλ. Πολ. 393Ε. 2) ὁ Πίνδ. πολλάκις μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀνταμοιβή, κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπολ., μετὰ γεν. ἀνταμοιβή, ἀμοιβὴ δια.., ἄποιν’ ἀρετᾶς Π. 2. 26: - καθ’ ἑνικὸν ἀριθμ., τοῦτο γὰρ ἀντ’ ἀγαθοῖο νόου εἴληχεν ἄποινον Συλλογ. Ἐπιγρ. 6280Β. 10.

French (Bailly abrégé)

ῶν (τά) :
rançon ; τῆς σῆς σφαγῆς ἄποινα EUR comme rachat de ton immolation, pour tenir lieu de ton sang non versé ; en gén. expiation.
Étymologie: ἀ, ποινή.

English (Autenrieth)

ων (ποινή): ransom, recompense, satisfaction; τινός, ‘for one,’ Il. 1.111, etc.

English (Slater)

ᾰποινα (τά)
   1 reward ἔργοις δε καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (N. 7.16) acc. pro prep. c. gen., in reward for ὄφρα ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον αἰνέσω πυγμᾶς ἄποινα (O. 7.16) ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν' ἀρετᾶς (P. 2.14) εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν (I. 3.7) Κλεάνδρῳ τις ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε (I. 8.4)

English (Slater)

ᾰποινα (τά)
   1 reward ἔργοις δε καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (N. 7.16) acc. pro prep. c. gen., in reward for ὄφρα ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον αἰνέσω πυγμᾶς ἄποινα (O. 7.16) ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν' ἀρετᾶς (P. 2.14) εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν (I. 3.7) Κλεάνδρῳ τις ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε (I. 8.4)