ψῆφος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(eksahir)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[guijarro]], [[piedra]], [[número grabado en un guijarro]], [[cubo]], [[dado]]
|esgtx=[[guijarro]], [[piedra]], [[número grabado en un guijarro]], [[cubo]], [[dado]]
}}
{{StrongGR
|strgr=from the [[same]] as [[ψηλαφάω]]; a [[pebble]] (as [[worn]] [[smooth]] by handling), i.e. (by [[implication]], of [[use]] as a [[counter]] or [[ballot]]) a [[verdict]] (of [[acquittal]]) or [[ticket]] (of [[admission]]); a [[vote]]: [[stone]], [[voice]].
}}
}}

Revision as of 17:47, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῆφος Medium diacritics: ψῆφος Low diacritics: ψήφος Capitals: ΨΗΦΟΣ
Transliteration A: psē̂phos Transliteration B: psēphos Transliteration C: psifos Beta Code: yh=fos

English (LSJ)

Dor. ψᾶφος, Aeol. ψᾶφαξ, ἡ, gen. pl.

   A ψηφάων Man.4.448: (ψάω):—a small round worn stone, pebble, ψᾶφος ἑλισσομένα Pi.O. 10(11).9; οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν ib.13.46; ψήφῳ μούνῃ διατετρανέεις, opp. μόγις ἂν λίθῳ παίσας διαρρήξειας, Hdt. 3.12; ψ. ἄμμου a grain of sand, LXXSi.18.10.    2 precious stone, gem, Philostr.VA3.27; esp. worn in a ring, Luc.DMeretr.9.    II acc. to the various uses made of such pebbles:    1 pebble used for reckoning, counter, λογίζεσθαι ψήφοις calculate or reckon by abacus, cipher, Hdt.2.36, etc.: hence to reckon exactly or accurately, opp. ἀπὸ χειρὸς λ., Ar.V.656 (anap.); οὐ τιθεὶς ψήφους D.18.229; ἐν ψήφῳ λέγειν A.Ag.570; ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι E.Rh. 309: metaph., ταῖς τοῦ συμφέροντος ψήφοις μετρεῖν τὰς ἔχθρας καὶ τὰς φιλίας Plb.2.47.5: hence ψῆφος itself for a cipher, number, πὸτ ἄρτιον (sc. ἀριθμὸν) ποτθέμειν . . ψᾶφον Epich.170: pl., accounts, καθαραὶ ψ., where there is an exact balance, D.18.227; οἱ περὶ τὰς ψ. calculators, Alciphr.1.26; ψήφων ἄπειρος Plu.2.812e; δακτυλικὴ ψ. reckoning on the fingers, AP11.290 (Pall.); of astrological calculations, Vett.Val.10.15, al.    b in Magic, κατέχων τὴν ψ. (i. e. the object on which the number is written) λέγε . . PMag.Par.1.1048, cf. 937.    2 pebble used for a draughts- or chess-man, Pl.R.487c; κύβος ἐν παιδιᾷ ψήφων Plu.2.427f.    b pebble used by jugglers, ψηφάων παῖκται Man.4.448.    3 pebble used in divination, ἡ διὰ ψήφων μαντική Apollod.3.10.2.    4 cube used in mosaic pavements, Gal.Protr.8.    5 pebble used in voting, ψήφῳ ψηφίζεσθαι Hdt.9.55; ἐὰν μὴ τῇ ψ . . . ψηφίσωνται κρύβδην ψηφιζόμενοι D.59.89: hence, the vote itself, ψῆφον φέρειν give one's vote, ἐν καρδίᾳ ψ. φέροντες A.Eu.680, cf. And.1.2, D.57.61, etc.; ὑπέρ τινος Lycurg.7; περί τινος Id.11, etc.; ψήφου φορά E.Supp.484; ψῆφον τίθεσθαι, = ψηφίζεσθαι, Hdt.8.123, cf. 6.57; εἰς τεῦχος . . ψήφους ἔθεντο A.Ag.816; c. inf., Hdt.3.73; ψ. προσθέσθαι Th.1.40; ψήφῳ διαιρεῖν to determine by vote, A.Eu.630; ψήφῳ κρίνειν, Th.1.87, etc.; μεταλαβὼν τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψ. Pl.Ap.36b, cf. Lex ap.D.21.47: in collect. sense, ἐχρῆν . . ψ. περὶ αὐτοῦ γενέσθαι a vote is taken, Antipho 5.47; ἡ καθαιροῦσα ψ. Lys.13.37; ἡ σῴζουσα ψ. D.19.66; οἷς ἂν πλείστη γένηται ψ. a majority of votes, Pl.Lg.759d: τὴν ψῆφον ἐπάγειν to put the vote or question, of the president, Th.1.119, 125; ψῆφον δοῦναι περί τινος IG22.222.24, cf. D.21.188; ψ. ἀναδοὺς περί τινος App.BC1.100; so ψ. περὶ ἡμῶν ὑπὲρ ἀνδραποδισμοῦ προτεθεῖσαν D.19.65; διένεμον (vv. ll. διενέμοντο, ἔφερον) τὰς ψ. were casting their votes, Hdt.8.123; ὑπὸ ψήφου μιᾶς with one accord, Ar.Lys.270; ψ. φανερά open voting, ψ. φανερὰν διενεγκεῖν Th.4.74; τὴν ψ. οὐκ εἰς καδίσκους ἀλλὰ φανερὰν ἐπὶ τὰς τραπέζας τίθεσθαι Lys.13.37, cf. Pl.Lg.767d, 855d; opp. ψ. ἀφανής voting by ballot, Aeschin.3.233; κρύβδην τὴν ψ. φέρειν Arist. Rh.Al.1433a23, cf. 1424b2, Ath.69.1.    b that which is carried by vote, a vote, ψ. καταγνώσεως a vote of condemnation, Th.3.82; ψῆφος αὐτῷ ἐπῆκτο περὶ φυγῆς a vote of banishment was moved for against him, X.An.7.7.57, cf. A.Th.198; ψήφῳ πόλεως γνωσθεῖσαι Id.Supp.7 (anap.):—hence,    c any resolve or decree, ψ. τυράννων S.Ant.60; λιθίνα ψᾶφος a decree written on stone, Pi.O.7.87; διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς [the oak] gives judgement of itself, Id.P.4.265; ψ. φλεγυρὰ βροτῶν, i. e. public opinion, Cratin.57 (lyr.); τίν' ἂν ψῆφον θεῖο; what judgment . . ? Pl.Prt.330c, cf. R.450a; ἡ ἐμὴ ψ. Id.Phlb. 57a.    d Ἀθηνᾶς ψ., calculus Minervae, prov. phrase to express acquittal, when the votes were even, Philostr.VS2.3.    e ψ. is sts. omitted, κἂν ἴσαι γένωνται Ar.Ra.685 (lyr.); πάσαις κρατεῖν Luc.Bis Acc.18, cf. 22.    f Διὸς ψῆφος (ψῆφοι Hsch.), prov. ἐπὶ τῶν ἱερῶν καὶ ἀθίκτων, of the scene of contest betw. Athena and Poseidon, Suid., etc.    g Κόννου ψ., negligible quantity, cipher, Ar.V.675 (anap.), cf. Κοννᾶς.    6 place of voting, tribunal, E.IT945, El. 1263.    7 metaph., influence, πόλις μεγάλην ψ. ἔχουσα Lib.Or.18.13.

German (Pape)

[Seite 1398] ἡ, ein Steinchen, bes. ein kleiner abgeriebener, geglätteter, gerundeter Stein, ein Kiesel, ein glattgeriebener Flußkiesel; Pind. ποντία, Ol. 13, 44; auch ein künstlich geglätteter, polirter Stein, 7, 87; dah. Steinchen zu Mosaikarbeiten, Sp., auch Edelstein, δακτυλική, im Ringe, Pallad. 87 (XI, 290). – Dergleichen Steinchen wurden aber bes. gebraucht – a) zum Zählen od. Rechnen; ἐν ψήφῳ λέγειν, anrechnen, Aesch. Ag. 556; στρατοῦ πλῆθος οὐδ' ἂν ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι δυναίμην Eur. Rhes. 369; Rechenpfennig, Zahlzeichen, Her. 2, 36; vgl. Euen. 16 (IX, 251); D. Sic. 12, 13; αἱ ἐπὶ τῶν ἀβακίων ψῆφοι Pol. 5, 26, 13; οἱ περὶ τὰς ψήφους, der Rechner od. Wechsler, Ath. VII, 305; Alciphr. 1, 26; καθαραὶ ψῆφοι, reine Rechnung, die aufgeht, Dem. 18, 227. – b) der Stein im Brettspiel; – ψήφων παιδιά, Taschenspielerei, οὐκ ἐν ψήφοις, ἀλλ' ἐν λόγοις Plat. Rep. VI, 487 c. – c) ein Steinchen oder Loos, womit eine Art Wahrsagerei getrieben wurde, ἡ διὰ τῶν ψήφων μαντική, Heyne Apoll. 3, 10, 2. 9 p. 274. – d) am häufigsten bes. bei Att. das Steinchen, dessen man sich zum Abgeben der Stimme bediente, das man in die Stimmurne, ὑδρία warf, Her. 8, 123; dah. auch die Stimme selbst, die man bei Wahlen od. beim Abstimmen über Beschlüsse abgiebt, ψήφου φορά Eur. Suppl. 500; εἰς ψῆφον ἔρχεται πόλεμος, er kommt zur Abstimmung, Entscheidung, 497; ψῆφον φέρειν, seine Stimme abgeben, Aesch. Eum. 645, u. öfter; Eur.; in Prosa, Plat., Andoc. 1, 2, ὑπέρ τινος, Lycurg. 7. 147. 149, περί τινος, 11. 13; ψῆφον θέσθαι, Aesch. Ag. 790 Suppl. 631; οὐδὲ μετ' ἀρσένων ψῆφον ἔθεντο 634; Lycurg. 13. 128; vgl. Dem. 29, 4; aber bei Her. 8, 123 ist ψῆφον τίθεσθαι »sich selbst seine Stitume geben«; διαφέρειν, Aesch. 3, 198; προσθέσθαι τινί, zu Jemandes Gunsten stimmen, Dem. 57, 69; διδόναι δήμῳ τὴν ψῆφον, abstimmen lassen, 59, 90; τὴν ψῆφον ἐπάγειν, dasselbe, Thuc. 1, 119. 125; ψῆφος ἐπῆκτο αὐτῷ περὶ φυγῆς, es wird auf Verbannung gegen ihn angetragen, Xen. An. 7, 7,57; ψῆφος κατ' αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται Aesch. Spt. 181; ψήφῳ διαιρεῖν τοῦδε πράγματος πέρι Eum. 600; μή μ' ἁπλῇ κτάνῃς ψήφῳ, διπλῇ δέ, τῇ τ' ἐμῇ καὶ σῇ Soph. O. R. 607; Eur., der es sogar für Gerichtshof braucht, vom Areopag, I. T. 915; u. Ar., κατά τινος τὴν ψῆφον ἰχνεύειν Equ. 805, Schol. καταδικάσαι, ψήφῳ δακεῖν Ach. 354, Schol. οἷον καταδικάζειν; Plat. οἷς ἂν πλείστη γένηται ψῆφος, Legg. VI, 759 d; οὐ μεταλαβὼν τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων XII, 948 a; νικᾷ γὰρ πάσαισι ταῖς ψήφοις ὁ νόμος VII, 801 a; φανερὰ ψῆφος, offene Abstimmung, Xen. Hell. 2, 4,9; vgl. Thuc. 5, 74; ἄγειν ὑπὸ τὴν ὑμετέραν ψῆφον Dem. 59, 126; ἔρχεσθαι ὑπὸ τὴν τῶν δικαστηρίων ψῆφον Aesch. 3, 19; ὑποχείρι ον ἔχοντες τῇ ψήφῳ Lycurg. 115, wie ἔχειν ὑπὸ τῇ ψήφῳ 2; – übertr., ταῖς τοῦ συμφέροντος ψήφοις μετρεῖν πάντα Pol. 2, 47, 5; – Abstimmung, ἐν μιᾷ ψήφῳ καὶ ἑνὶ ἀγῶνι Is. 6, 4; Stimmrecht, u. der durch Stimmenmehrheit gefaßte Beschluß, bes. einer Volksversammlung; aber auch τυράννων, Soph. Ant. 60, vgl. 628; übh. Urtheil, öffentliche Stimme, σὺ δὲ τίν' ἂν ψῆφον θεῖο Plat. Prot. 330 c; ψῆφος φλεγυρὰ βροτῶν Cratin. bei Ath. VIII, 344; – ψῆφοι ἱεραί sind heilige Bücher, Euen. 6 (XII, 172).

Greek (Liddell-Scott)

ψῆφος: Δωρ. ψᾶφος, Αἰολ. ψάφαξ, ἡ· (ψάω)· - λιθάριον λιανθὲν καὶ στρογγυλωθὲν ἐκ τῆς τριβῆς, οἷα τὰ εὑρισκόμενα ἐν ταῖς κοίταις τῶν ποταμῶν καὶ παρὰ τὴν ἀκτὴν τῆς θαλάσσης, «χαλίκι», «χοχλακάκι», «βόλι», «ψηφῖδα», Λατ. calculus, ψᾶφος ἑλισσομένα Πινδ. Ο. 10 (11), 13· οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμὸν αὐτόθι 13. 65· ψήφῳ μούνῃ [βαλὼν] διατετρανέεις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μόγις ἂν λίθῳ παίσας διαράξειας, Ἡρόδ. 3. 12· ψ. ἄμμου, κόκκος ἄμμου, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙΗ΄, 10). 2) πολύτιμος λίθος, «πετράδι», Φιλόστρ. 117· μάλιστα ἐν δακτυλίῳ φορούμενος, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 9. 2, Ἀνθ. Παλατ. 11. 290. ΙΙ. ὡς ἐκ τῶν διαφόρων χρήσεων τῶν μικρῶν τούτων λιθαρίων παρὰ τοῖς παλαιοῖς ἡ λέξις ἐσήμαινε: 1) λιθάριον ἐν χρήσει εἰς ἀρίθμησιν, ψήφοις λογίζεσθαι, ἀριθμεῖν διὰ λιθαρίων, ἀριθμεῖν διὰ τῆς ἀριθμητικῆς τέχνης, Ἡρόδ. 2.36, κλπ.: ὅθεν ὑπολογίζω ἀκριβῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπὸ χειρὸς λ., Ἀριστοφ. Σφ. 656· οὕτως οὐ τιθεὶς ψήφοις Δημ. 304. 4· ἐν ψήφῳ λέγειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 570· ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι Εὐρ. Ρῆσ. 309· μεταφορ., ταῖς τοῦ συμφέροντος ψήφοις μετρεῖν πάντα Πολύβ. 2. 47, 5· - ὅθεν ψῆφος ἐλέγετο αὐτὸς ὁ ἀριθμὸς, τὸν ἄρτιον ποτθέμεν .. ψᾶφον Ἐπίχ. 94. 8 Ahr. - ἐν τῷ πληθ., ὑπολογισμοὶ, λογαριασμοὶ, καθαραὶ ψῆφοι, ἔνθα ὑπάρχει ἀκριβὴς ἐξίσωσις, Δημ. 303. 22 οἱ περὶ τὰς ψήφους, οἱ λογισταὶ ἢ λογιστικοὶ, Ἀλκίφρων 1. 26· ψήφων ἄπειρος Πλούτ. 2. 812Ε. 2) λιθάριον ἐν χρήσει κατὰ τὴ παιδιὰν τῶν πεσσῶν, Λατ. scrupus, Πλάτ. Πολ. 487C· κύβος ἐν παιδιᾷ ψήφων Πλούτ. 2. 427F. 3) λιθάριον χρησιμεῦον εἰς εἶδός τι μαντικῆς, ἡ διὰ ψήφων μαντικὴ, Heyne Ἀπολλόδ. 3. 10, 2, σ. 274 πρβλ. Θριαί. 4) λιθάριον ἐν χρήσει κατὰ τὴν ψηφοφορίαν, ὅτε καὶ ἐρρίπτετο εἴς τινα πρὸς τοῦτο κάλπην (ὑδρίαν), πρῶτον παρ. Ἡρόδοτ. καὶ συχν. παρὰ τοῖς Ἀττ.· τὰς ψ. διενέμοντο Ἡρόδ. 8 123· ψήφῳ ψηφίζεσθαι ὁ αὐτ. 9. 55· ἐὰν μὴ τῇ ψήφῳ .. ψηφίσωνται κρύβδην ψηφιζόμενοι Δημ. 1375. 16· ὅθεν καὶ αὐτὸ τὸ ἔργον τῆς ψηφοφορίας, ψῆφον φέρειν, ψηφοφορεῖν, Λατ. suff agium ferre, συχν. παρ’ Ἀττικ., οἷον 680. Ἀνδοκ. 1. 12, Δημ. 1317. 27 κτλ.· ὑπέρ τινος Λυκοῦργ. 148. 29· περί τινος ὁ αὐτ. 149. 13, κλπ.: ψήφου φορὰ Εὐρ. Ἱκ. 484 ψῆφον τίθεσθαι, ἀκριβῶς ὡς τὸ ψηφίζεσθαι, Ἡρόδοτ. 6. 57., 8. 123· μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 3. 73, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 816, Πλάτ. Πρωτ. 330C, κ. ἀλλ.· ψ. προστίθεσθαι Θουκ. 1. 40, πρβλ. προστίθημι Β. Ι. 3· - ψήφῳ διαιρεῖν, διὰ ψήφων ὁρίζειν, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 630· οὕτω, ψήφῳ κρίνειν, διακρίνειν Θουκ. 1. 87, κτλ.· τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων μεταβαλλεῖν Πλάτ. Ἀπολ. 36Β, Δημ. 529. 24· - περιληπτικῶς, ψ. γίγνεται περί τινος, γίνεται ψηφοφορία, Ἀντιφῶν 135. 2· ἡ σώζουσα, ἡ καθαιροῦσα ψῆφος Λυσί. 133. 13, πρβλ. Δημ. 362. 6· οἷς ἄν πλείστη γένηται ψ., πλειονοψηφία, Πλάτ. Νόμ. 759D· - τὴν ψῆφον ἐπάγω, προτείνω ψηφοφορίαν, ἐπὶ τοῦ προεδρεύοντος, ὡς τὸ ἐπιψηφίζειν. Θουκ. 1. 119, 125· οὕτω, τὴν ψ. προτιθέναι Δημ. 361, ἐν τέλ.· ἀλλά, τὰς ψ. διανέμεσθαι, ἀριθμεῖν λογαριάζειν, Ἡρόδ. 8. 123· ὑπὸ ψήφου μιᾶς, ὁμοθύμως, ἐκ συμφώνου, Ἀριστοφ. Λυσ. 270. β) τὸ διὰ τῆς ψήφου ἀποφασιζόμενον, ἡ ἀπόφασις τῆς ἐκκλησίας, ψ. καταγνώσεως, καταδικαστικὴ ἀπόφασις, Θουκ. 3. 82· οὐ γάρ πω ψῆφος ἐπῆκτο αὐτῷ περὶ φυγῆς, δὲν εῖχε γίνει εἰσέτι ψηφοφορία κατ’ αὐτοῦ περὶ ἐξορίας, Ξεν. Αν. 7. 7, 57, πρβλ. Αἰσχὐλ. Θήβ. 198, Ἰκέτ. 8· - ὅθεν. γ) καθόλου, πᾶσα ἀπόφασις, ἢ δόγμα μονάρχου, ψῆφον τυράννων Σοφοκλ. Ἀντιγ. 60· λιθίνα ψᾶφος, δόγμα γεγραμμένον ἐπὶ λίθου, Πινδ. Ο. 7. 159· διδοῖ ψᾶφον παρ’ αὐτᾶς [ἡ δρῦς] ψῆφον περὶ ἑαυτῆς δίδωσιν ὅτι δύναται εἴς τι χρησιμεύειν καὶ ἄκαρπος οὖσα, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 471· βροτῶν ψῆφος φλεγυρὰ, ἡ κοινὴ γνώμη, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 1· τίν ἂν ψῆφον θεῖο; τίνα κρίσιν, γνώμην, ἢ ἀπόφασιν...; Πλάτ. Πρωταγ. 330C, πρβλ. Πολ. 450Α. δ) ψῆφος Ἀθηνᾶς Calculus, Minervae ἦτο φράσις παροιμιώδης δηλοῦσα ἀθῴωσιν, πιθανῶς ἐπὶ ἰσοψηφίας, Φιλόστρ. 568, πρβλ. Müller Eumen. Append., καὶ πρβλ. στίχ. 753, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 966. - Ἡ ψηφοφορία, διὰ ψήφου, πρέπει νὰ διακρίνηται τῆς διὰ κυάμου ἢ κλήρου ἐκλογῆς· ἡ ψῆφος ἦν ἐν χρήσει ἐν τοις δικαστηρίοις, ὁ δὲ κύαμος ἐν τῇ ἐκλογῇ διαφόρων ἀρχῶν (εἰ καὶ ἐνίοτε εἶναι ἐν χρήσει ἡ λέξ ψῆφος ἐπὶ ἐκλογῆς, Δημ. 271. ἐν τέλ., Πλούτ. Κάτων Νεώτ. 50). Αἱ καταδικαστικαὶ ἢ ἀθῳωτικαὶ ψῆφοι ἐνίοτε διεκρίνοντο, αἱ μὲν τετρυπημέναι αἱ δὲ πλήρεις, Αἰσχίνης 12. 34· ὡσαύτως αἱ μὲν λευκαὶ αἱ δὲ μέλαιναι, Πλουτ. Ἀλκ. 22· - χοιρῖναι, ἤτοι κόγχαι θαλάσσιαι ἐνίοτε ἐχρησίμευον ὡς ψῆφοι (Ἀριστοφ. Σφ. 333, κτλ.), ἀλλ’ οὐδέποτε οἱ κύαμοι, πρβλ. κημός, καὶ ἴδε Philol. Museum 1. σ. 420. Ὁ Θουκυδ. λέγει καὶ ψῆφον φανερὰν διενεγκεῖν, 4. 74· ὁ Λυσίας, τὴν ψ. οὐκ εἰς καδίσκους, ἀλλὰ φανερὰν ἐπὶ τὰς τρεπέζας τίθεσθαι, 133. 12· ὁ Πλάτων, ἔστω δὴ φανερὰ .. ἡ ψ. τιθεμένη Νόμ. 855D, πρβλ. 767D· ὁ Αἰσχίνης, ἡ ψ. ἀφανὴς φέρεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερὰ ψ. 87. 13· οὕτω κρύβδην τὴν ψ. φέρειν, Ἀριστ. Ρήτ. πρὸς Ἀλέξ. 19, 8, πρβλ. 3, 17· - ἀλλὰ κατ’ ἀρχαιοτέρους χρόνους ὁ βαθμὸς τῆς μυστικότητος ἐν τᾖ ψηφοφορίᾳ εἶναι μᾶλλον ἀμφίβολος, ἴδε Scott on the Athen. Ballot (Oxf. 1838). -Ἐν Ἀριστοφ. Βατράχ. 685, κἄν ἴσαι γένωνται, ὑπακουστέον τὸ ψήφοι· οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ πάσαις κρατεῖν Λουκιαν. Δὶς Κατ. 18, πρβλ. 22, κτλ. ε) περὶ τοῦ Κόννου ψ., ἴδε ἐν λέξ. Κόννᾶς. 5) ὁ τόπος ἔνθα γίνεται ἡ ψηφοφορία (ὡς τὸ πεσσοὶ λέγεται ἐπὶ τοῦ τόπου ἔνθα γίνεται ἡ παιδιὰ τῶν πεσσῶν), Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 947· πρβλ. Meineke Cm. Fragm. 2. 19. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 372-374.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
petite pierre polie par le frottement de l’eau, caillou :
I. caillou pour compter : ψήφοις λογίζεσθαι HDT compter avec des cailloux ; ψήφων ἄπειρος PLUT inhabile à compter ; fig. ἐν ψήφῳ λέγειν ESCHL énumérer, compter;
II. caillou pour jouer, particul. pion au jeu de dames ; ψήφων παιδιά PLUT prestidigitation avec des cailloux;
III. caillou pour la divination;
IV. caillou servant à voter et qu’on déposait dans l’ὑδρία : ψῆφος λευκή ou πλήρης, caillou blanc ou plein, càd non percé (pour l’acquittement) ; μέλαινα ou διατετρυπημένη, caillou noir ou percé (pour la condamnation) ; ψῆφος καταγνώσεως THC vote de condamnation ; caillou pour signifier :
1 suffrage : ψῆφον φέρειν τινί ESCHL voter pour qqn ; ψῆφον θέσθαι, déposer son suffrage, càd voter ; ψῆφον προστίθεσθαί τινι ESCHL, THC ajouter sa voix en faveur de qqn ; λαμβάνειν ψήφους, prendre des cailloux (sur l’autel) pour voter DÉM, PLUT ou obtenir des suffrages ; φανερὰ ψῆφος, vote visible (cf. franç. « à bulletin ouvert ») ; ψῆφος ἀφανής ESCHN suffrage non apparent, scrutin secret ; avec ellipse de ψῆφοι : avec ἴσαι AR suffrages en nombre égal ; πάσαις κρατεῖν LUC l’emporter avec l’unanimité des suffrages ; la décision : τυράννων SOPH édit du maître ; μιᾷ ψήφῳ XÉN par une décision unanime;
2 action de voter, vote : τὴν ψῆφον ἐπάγειν τινὶ περί τινος THC proposer à qqn de voter sur qch, càd proposer la discussion sur qch ; τὴν ψῆφον διδόναι τινί DÉM ou ψήφου ἐξουσίαν διδόναι PLUT faire voter qqn, donner la faculté de voter en parl. du président d’une assemblée ou d’un tribunal;
3 tribunal.
Étymologie: ψάω.

Spanish

guijarro, piedra, número grabado en un guijarro, cubo, dado

English (Strong)

from the same as ψηλαφάω; a pebble (as worn smooth by handling), i.e. (by implication, of use as a counter or ballot) a verdict (of acquittal) or ticket (of admission); a vote: stone, voice.