θορυβέω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(Bailly1_3)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> faire du bruit, du tumulte;<br /><b>2</b> <i>particul. dans une assemblée</i> témoigner son mécontentement <i>ou</i> sa joie par de bruyantes démonstrations, applaudir : τεθορυβημένος [[λόγος]] ISOCR discours accueilli par de bruyantes acclamations ; <i>ou au contr.</i> pousser des clameurs hostiles contre, τινι <i>ou</i> [[πρός]] τινα ; [[ἐπί]] τινι au sujet de qch;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> troubler, causer du trouble, faire perdre la tête : τινα à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[θόρυβος]].
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> faire du bruit, du tumulte;<br /><b>2</b> <i>particul. dans une assemblée</i> témoigner son mécontentement <i>ou</i> sa joie par de bruyantes démonstrations, applaudir : τεθορυβημένος [[λόγος]] ISOCR discours accueilli par de bruyantes acclamations ; <i>ou au contr.</i> pousser des clameurs hostiles contre, τινι <i>ou</i> [[πρός]] τινα ; [[ἐπί]] τινι au sujet de qch;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> troubler, causer du trouble, faire perdre la tête : τινα à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[θόρυβος]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[θόρυβος]]; to be in [[tumult]], i.e. [[disturb]], clamor: [[make]] ado (a [[noise]]), [[trouble]] [[self]], [[set]] on an [[uproar]].
}}
}}

Revision as of 17:49, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορῠβέω Medium diacritics: θορυβέω Low diacritics: θορυβέω Capitals: ΘΟΡΥΒΕΩ
Transliteration A: thorybéō Transliteration B: thorybeō Transliteration C: thoryveo Beta Code: qorube/w

English (LSJ)

   A make a noise, uproar or disturbance, esp. of crowds, assemblies, etc., Hp.Ep.12, Ar. Eq.666, V.622, etc.; βλέπων εἰς τὸν ἀεὶ θορυβοῦντα τόπον τῆς ἐκκλησίας D.21.194.    2 shout in token of approbation or the contrary:    a cheer, applaud, Isoc.12.264, Pl.Euthd.303b:—Pass., λόγος τεθορυβημένος a loudly cheered speech, Isoc.12.233, cf. Arist.Rh.1356b23.    b more freq. raise clamour, καί μοι μὴ θορυβήσητε pray do not interrupt, Pl.Ap.20e, cf. D.5.15; θ. ἐφ' οἷς ἂν λέγω Pl.Ap.30c; ὁ θορυβῶν, opp. ὁ θέλων λέγειν καὶ ἀκούειν, And.4.7:—Pass., have clamours raised against one, ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν θορυβῇ S.Aj.164 (anap.).    II trans., confuse by noise or tumult, bewilder, Pl.Phdr.245b, Prt.319c, al.; throw [troops] into confusion, in battle, Th.3.78; θ. πρός τινας cause excitement amongst... Id.6.61:—Pass., to be thrown into disorder, confused, Hdt.3.78, 4.130, Th.4.129, 8.50, Pl Ep.348e, etc.; ὑπὸ τῶν λεγομένων Id.Ly.210e; τινι at a thing, D.18.35; ἐπί τινι Bato 7.2; περί τι Th.6.61; πρός τι Plu.Cam.29.

German (Pape)

[Seite 1215] Geräusch machen, lärmen, bes. von dem verworrenen Lärmen großer Menschenmassen; Ar. Equ. 664; οἱ οἰκέται τῶν Μήδων, ἅτε τῶν δεσποτῶν ἀπεληλυθότων, ἀνειμένως καὶ ἔπιον καὶ ἐθορὺβουν Xen. Cyr. 4, 5, 8; Ar. Vesp. 622 ἢν γοῦν ἡμεῖς θορυβήσωμεν, πᾶς τίς φησι τῶν παριόντων, οἷον βροντᾷ τὸ δικαστήριον; bes. seinen Unwillen durch Murren u. Geschrei zu erkennen geben, καταγελῶσι καὶ θορυβοῦσι Plat. Prot. 319 c, μὴ θορυβεῖτε Apol. 21 a, ἐφ' οἷς ἂν λέγω 30 c; öfter bei den Rednern; πρός τινα, Thuc. 6, 61; selten Aeußerung des Beifalls, ταῦτ' εἰπόντος αὐτοῦ οὐκ ἐθορύβησαν, ὃ ποιεῖν εἰώθασι πᾶσι τοῖς χαριέντως διειλεγμένοις Isocr. 12, 264; ib. 233 ὁ λόγος ἐπῃνημένος καὶ τεθορυβημένος, mit Beifall aufgenommen; Plat. Euthyd. 303 b ἐθορύβησαν καὶ ἥσθησαν. Durch Lärmen stören, übh. in Unordnung bringen, verwirren, außer Fassung bringen, ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν θορυβεῖ Soph. Ai. 164, im pass., wie Her. 4, 130; eine Schlachtordnung, Thuc. 3, 78; οἱ θορυβούμενοι, im Ggstz zu den εὐτάκτως καὶ σιωπῇ ἰόντες, Xen. Cyr. 5, 3, 55; ὄχλος θορυβούμενος Matth. 9, 23; μηδέ τις λόγος ἡμᾶς θορυβείτω Plat. Phaedr. 245 b; ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον ὑπὸ τῶν λεγομένων Lys. 210 e; ἐκπεπληγμένοι καὶ τεθορυβημένοι ἦσαν Charm. 154 c; μηδὲν τὸ παράπαν δεδιότα μηδὲ θορυβούμενον στρατηγόν Legg. I, 640 b; Sp., θορυβηθεὶς πρὸς ταῦτα Plut. Camill. 29.

Greek (Liddell-Scott)

θορῠβέω: μέλλ. ήσω, (θόρυβος) κάμνω θόρυβον, ταραχήν, ἐπὶ μεγάλου πλήθους, Ἱππ. Ἐπιστ. 1275, Ἀριστοφ. Ἱππ. 666, Σφ. 622, κτλ.· βλέπων εἰς τὸν ἀεὶ θορυβοῦντα τόπον τῆς ἐκκλησίας Δημ. 577. 10. 2) ὡς τὸ Λατ. acclamare, βοῶ, φωνάζω, εἴτε ἐπιδοκιμαστικῶς, εἴτε τοὐναντίον: α) θαρρύνω, ἐπικροτῶ, Ἰσοκρ. 288C, Πλάτ. Εὐθυδ. 303Β. - Παθ., λόγος τεθορυβημένος, μεγάλως ἐπικροτηθείς, Ἰσοκρ. 281C, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 10. β) συχνότερον, ἐγείρω θόρυβον ἐναντίον τινός, μετὰ δοτ., Πλάτ. Ἀπολ. 17D, 20Ε, Δημ. 60. 27· ὡσαύτως, θ. ἐφ’ οἷς ἂν λέγω Πλάτ. Ἀπολ. 30C· θ. πρός τινα Θουκ. 6. 61· ἀντίθετον τῷ θέλω ἀκούειν, Ἀνδοκ. 30. 2· ἀπολ., Πλάτ. Πρωτ. 319C· οὕτως ἐν τῷ Παθητ., θορυβοῦμαι ὑπό τινος, ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν θορυβεῖ Σοφ. Αἴ. 164, πρβλ. Θουκ. 8. 50. ΙΙ. μεταβ., συγχέω διὰ θορύβου ἢ ταραχῆς, διαταράττω, ἐνοχλῶ, Πλάτ. Φαίδρ. 245Β, κ. ἀλλ.· φέρω εἰς ταραχὴν στρατὸν ἐν καιρῷ μάχης, Θουκ. 3. 78. - Παθητ., ταράττομαι, ἐνοχλοῦμαι, θορυβοῦμαι, Ἡρόδ. 3. 78., 4. 130. Θουκ. 4. 129, Πλάτ., κλ.· ὑπό τινος Σοφ. Αἴ. 164· ὑπὸ τῶν λεγομένων Πλάτ. Λύσ. 210Ε· τινι, διά τι πρᾶγμα, Δημ. 237. 6· ἐπί τινι Βάτων ἐν Ἀδήλ. 1. 2· περί τι Θουκ. 6. 61· πρός τι Πλούτ. Καμ. 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. intr. 1 faire du bruit, du tumulte;
2 particul. dans une assemblée témoigner son mécontentement ou sa joie par de bruyantes démonstrations, applaudir : τεθορυβημένος λόγος ISOCR discours accueilli par de bruyantes acclamations ; ou au contr. pousser des clameurs hostiles contre, τινι ou πρός τινα ; ἐπί τινι au sujet de qch;
II. tr. troubler, causer du trouble, faire perdre la tête : τινα à qqn.
Étymologie: θόρυβος.

English (Strong)

from θόρυβος; to be in tumult, i.e. disturb, clamor: make ado (a noise), trouble self, set on an uproar.